Η αρχαϊκή και η κλασσική περίοδος της ελληνικής γλυπτικής, η αιγυπτιακή τέχνη και η τέχνη των Ίνκας και των Αζτέκων, ο Ροντέν, το σουρεαλιστικό μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν, το Bauhaus, ο Γιαννούλης Χαλεπάς και ο Πικάσο, η κοσμογονία του Ησιόδου και η πλατωνική σκέψη, η σύγχρονή πυρηνική φυσική, η ελληνική μυθολογία και το θέατρο σκιών, μια τέχνη που ξεπερνά το χρόνο και κάθε κατηγοριοποίηση είναι τα πνευματικά εργαλεία του γλύπτη Τάκη Κοζόκου όταν αρχίζει να μορφοποιεί τους μαρμάρινους όγκους.
Μαθητής του Γιάννη Μανιατάκου στη Σχολή Καλών Τεχνών της Τήνου και αργότερα εκπαιδευμένος από τον Θόδωρο Πανουργιά, τον Δημήτρη Καλαμάρα και τον Βασίλη Παπαϊωάννου στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, ο Τάκης Κοζόκος πέρασε από τη μεγάλη σχολή της Ακροπόλεως για μια δεκαετία (1990-2000) για να προσηλωθεί στη συντήρηση των ιστορικών μνημείων του ιερού βράχου. Εκεί, κατέκτησε όχι μόνον τις λεπτές τεχνικές και τις χειρουργικές επεμβάσεις στο παριανό και πεντελικό μάρμαρο, αλλά ζυμώθηκε με το μυθολογικό περιεχόμενο του μνημείου διευρύνοντας την καλλιτεχνική του αντίληψη ώστε να αγκαλιάσει ολόκληρη τη μυθολογία της Μεσογείου.
Τα έργα από αυτή την περίοδο, όπως Ταύρος (1991), Νεογέννητο (1992), Κοχύλι (1993), Οίκος (1993), Κόσμος (1994), Μνημειακό-Τύμβος (1994), Κεφάλια θεοτήτων (1995), Σφίγγα (1994) κ.ά. είναι προϊόντα μιας ποιητικής θεώρησης της μεσογειακής μυθολογίας. Δεν εστιάζουν στο παιχνίδι των ομοιοτήτων και των διαφορών αλλά στη δύναμη της μεταμόρφωσης και του μετασχηματισμού μέσα από μια πολύ σύγχρονη αντίληψη. Δωρική λιτότητα, μικρογραφική κομψότητα, σουρεαλιστική μεταμόρφωση, μινιμαλιστικές γραμμές και εννοιολογικό βάθος εσωκλείονται σε συμπυκνωμένα μικρο-μεγέθη γλυπτά, σαν να πρόκειται για μικρές οπτικές σκέψεις για την οικουμενικότητα. Με υπομονετική, εξονυχιστική και ανατομική λεπτότητα, τα εργαλεία του Κοζόκου αφαιρούν τα κομμάτια από το μάρμαρο και απογυμνώνουν τις μορφές από το περιττό για να αποκαλυφτούν σαν μικρές λειασμένες φόρμες που σπάνια ξεπερνούν τα 50 εκατοστά.
Με την ίδια αφοσίωση στις μικρές αλλά συμπαγείς μαρμάρινες ποιητικές μορφές, ο Κοζόκος, μετά το 2000, δημιούργησε πρωτότυπα γλυπτά, πολυσυλλεκτικής μνήμης. Έργα όπως ο Δούρειος ίππος (2004), το Κοσμικό (2004), το Μαρμαρόφωνο (2005), ο Σοφός (2005) κ.ά., δεν αποβλέπουν να εξηγήσουν τον κόσμο, αλλά να ενταχθούν στα imagines mundi μιας ψηφιακά ενοποιημένης εποχής.
Το έργο του δεν συμμορφώνεται με αρχετυπικά αισθητικά κλισέ, αντίθετα, εμπλέκεται σε μια δυναμική μεταμόρφωση του παρελθόντος στο μέλλον, σαν άβαταρς που γεφυρώνουν τη χωροχρονική εμπειρία με μια ψηφιακή κοσμική συνείδηση. Τα γλυπτά του Κοζόκου δεν υπάρχουν απλώς στο παρόν, λειτουργούν ως δοχεία μνήμης και φαντασίας, συνδέοντας το υλικό με το μεταφυσικό, την παράδοση με την καινοτομία και την εμπειρία με το σύμβολο.
Τα γεωμετρικά και τα οργανικά στοιχεία στον Σοφό (2005) υποδεικνύουν τη σοφία ως συσσώρευση εμπειριών. Το μάρμαρο και ο πηλού μαζί συνδυασμένα, κάνουν έναν διάλογο ανάμεσα στην ευθραυστότητα και τη μονιμότητα. Το στοχαστικό πρόσωπο, που παραπέμπει σε Φοίνικες εμπόρους, διατηρεί ένα πανάρχαιο βλέμμα που διαρκεί πέρα από τις εποχές.
Ο Δούρειος Ίππος (2004), ένα γνωστό σύμβολο εξαπάτησης, στρατηγικής και τεχνάσματος στην ομηρική ποίηση, αποκτά σύγχρονη σημασία καθώς συμπυκνώνει την κίνηση και την παγίδευση παραπέμποντας στην απατηλή φύση του πολέμου και της στρατηγικής. Με υβριδικό σώμα, εν μέρει ανθρώπινο, εν μέρει άλογο, βρίσκεται σε συνεχή κατάσταση μεταμόρφωσης. Η κλειστή δικτυωτή δομή ενισχύει την αίσθηση του περιορισμού, της φυλακής ή ακόμη και του κρυμμένου δυναμισμού. Και το υπερυψωμένο κεφάλι, που φαινομενικά συγκρατείται ψηλά από δύο άκρα, είναι μια υπενθύμιση της έντασης από το παιχνίδι της εξαπάτησης, ανάμεσα στις ψευδαισθήσεις και την εικονική πραγματικότητα. Παρόμοια, στο Κεφάλι με Μάσκα (2004) οι περίπλοκες λεπτομέρειες, ιδίως στα χαρακτηριστικά του προσώπου και τα διακοσμητικά στοιχεία, προτρέπουν σε μια ενδοσκόπηση για τον τρόπο με τον οποίο οι μάσκες διαμορφώνουν την αντίληψη και την πραγματικότητα με την πάροδο του χρόνου.
Τα γλυπτά του Τάκη Κοζόκου εξερευνούν την ουσία της μορφής, της μνήμης και της πολιτισμικής συνέχειας. Το μικρό μέγεθος, τα περίτεχνα σκαλίσματα και οι γυαλισμένες επιφάνειες, είναι ενδείξεις της αφοσίωσής του στην ακρίβεια και τον ποιητικό μινιμαλισμό. Κάθε γλυπτό του δεν είναι απλώς ένα αντικείμενο αλλά μια εξελισσόμενη ιδέα, ένα διανοητικό έργο που επαναπροσδιορίζεται με κάθε θέαση, ανάμεσα στον αρχαίο μύθο και την ψηφιακή φαντασία. Τέτοια γλυπτά που αντανακλούν την πλαστικότητα του μύθου και την υβριδικότητα της εποχής είναι μια ανοιχτή πρόσκληση να αναλογιστούμε αν η μνήμη και η μορφή είναι στατικές, ή, αν όπως τα άβαταρ της ψηφιακής μας εποχής, υπάρχουν σε διαρκή ροή, περιμένοντας την επόμενη μεταμόρφωσή τους.
Κι επειδή οι άνθρωποι έχουμε αρχίσει να παραμορφώνουμε τους νόμους της φυσικής επιλογής τα τελευταία πενήντα χρόνια με την βιοτεχνολογική επανάσταση, ίσως και να μην έχουν άδικο οι σύγχρονοι μελλοντολόγοι όπως ο Yuval Noah Harari (2014), ο Ray Kurzweil (2005) και ο Nick Bostrom (2014) όταν εικάζουν ότι θα αντικατασταθούμε από βιοτεχνολογικούς μετα-ανθρώπους, αθάνατους cyborgs, ικανούς να ζουν για πάντα, οδηγώντας την βιολογική ανθρωπότητα στην απαξίωση.
Κάπως έτσι, τα υβριδικά γλυπτά του Τάκη Κοζόκου, θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια μεταφορά αυτής τη μετα-ανθρώπινης εποχής, αντικείμενα που διατηρούν τη μνήμη, αλλά υπάρχουν ως αισθητικές οντότητες ενός ψηφιοποιημένου μέλλοντος. Και μπορεί να μοιάζουν με οπτικά πειράματα σκέψης πάνω στην ιστορία του homo sapiens και το μέλλον του μετα-ανθρώπου, ωστόσο είναι πιθανό ότι θα μπορούσαν να γίνουν μελλοντικά εμβλήματα ενός κόσμου όπου η μυθολογία ξαναγράφεται και οι θεοί της ξαναγεννιούνται ως ευφυείς αλγόριθμοι ενός τεχνοβιολογικού πολιτισμού.
Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Δυτικής Τέχνης Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών / Δ.Π.Θ.
Harari, Yuval Noah. (2014). Sapiens: A Brief History of Humankind. Harper.
Bostrom, Nick. 2014. Superintelligence: Paths, Dangers, Strategies. Oxford University Press.
Kurzweil, Ray. (2005). The Singularity is Near: When Humans Transcend Biology. Viking.