Βλέποντας εικόνες
Λιγνή, κλαράκι. Με ατίθασο κατσαρό και μάτι ανήσυχο. Με περίμενε κάθε Ιούνιο στο νησί, να συνεχίσουμε τα μυστικά μας από κει που τα αφήσαμε το περασμένο καλοκαίρι. Πήγαινε μπροστά λόγω εντοπιότητας και τσαγανού, κι εγώ από πίσω, οπαδός αφοσιωμένη. Ο αχός από τις άγριες φουρτούνες, η βαριά μυρωδιά απ’ τα ταμπάκικα, τα πολύχρωμα γυαλάκια που μαζεύαμε· οι σαρωτικές ανήλικες χαρές μας και οι ξαφνικές μικρές μελαγχολίες μας. Αυτά ήταν τα καλοκαίρια μας. Μέχρι τον Ιούνιο που δεν ήταν πια εκεί.
Τη βρίσκω, δεκαετίες μετά, νύχτα σε τσιπουράδικο στον Βόλο. Μόνη. Φοράει ένα φουστάνι περασμένης μόδας στο χρώμα του κοβάλτιου, τα σγουρά της μαζεμένα.
Μπροστά της το ποτήρι της. Κοιτάζω αυτή τη γυναίκα. Τις σκληρές γραμμές του προσώπου, το πικρότατο στόμα, τα ψυχρά μάτια που αποκλείουν τον κόσμο. Τα χέρια της αγκαλιάζουν το κορμί της – μια κίνηση αυτοπροστασίας, μια εσωστρεφής τρυφερότητα.
Για ένα κλάσμα, το βλέμμα της με συναντά και, αδιάφορο, αποσύρεται.
Υπάρχει και διαχέεται μια μπλε θλίψη.