Ο κύριος στο μέσον της πανοραμικής μαυρόασπρης φωτογραφίας με το σταυρωτό σακάκι και το μάλλον βλοσυρό, αλλά και ώς έναν βαθμό θριαμβευτικό ύφος, που έχει πιάσει αγκαζέ τους συντρόφους του, είναι ο υπουργός πολιτισμού της κυβέρνησης Ντε Γκωλ Αντρέ Μαλρώ και προΐσταται της αντιδιαδήλωσης προς τους νεαρούς εξεγερμένους του Μάη του ’68.
Εκείνες τις φοβερές ημέρες ο Μαλρώ δεν βρίσκεται μόνο απέναντι σε πρώην ομοϊδεάτες του, αλλά και στον ίδιο τον παλιό του εαυτό, στις ιδέες τις οποίες είχε ασπαστεί και με πάθος είχε υποστηρίξει.
Ποιος ήταν τώρα; Ποιος ήταν τότε; Ποιος είναι σήμερα για μας ο κύριος Αντρέ Μαλρώ;
Ας επιχειρήσουμε την πρώτη εκδοχή της βιογραφίας του – αφού τίποτα δεν είναι οριστικό και όλα υπόκεινται σε αναθεωρήσεις ιδίως στη ζωή αυτού του μυστήριου τύπου.
3 Νοεμβρίου του 1901 η γέννησή του στο Παρίσι. Ύστερα η παιδική ηλικία στο Μποντί. Οκτώ χρόνια μετά, πάλι Νοέμβρης, ο παππούς που αυτοκτονεί στη Δουνκέρκη. Ο πατέρας του πηγαίνει στον πόλεμο. Τον συναντάει αργότερα, γιατί έχει χωρίσει με τη μητέρα του και γιατί ακόμα τον χρειάζεται, επειδή στο Μποντί ζει σ’ έναν γυναικωνίτη. Ανάμεσα σε γυναικεία μεσοφόρια μεγαλώνει ο μικρός Αντρέ, αυτός ο γιος της φουρνάρισσας, της πολύ όμορφης Μπερτ, που θα πεθάνει νέα. Ποιος ήταν ο προορισμός εκείνου του παιδιού με το ατίθασο τσουλούφι να μισοσκεπάζει το μέτωπό του και να τον συνδέει με την εσαεί παιδική ηλικία; Με τόσες γυναίκες γύρω του κόντεψε να νομίσει ότι έχει και αυτός μήτρα, και ήταν κάτι που επηρέασε αποφασιστικά τις μετέπειτα σχέσεις του με τις γυναίκες που ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε.
Τι προοριζόταν να γίνει για τον εαυτό του και για τους άλλους ο Αντρέ Μαλρώ; Μεγάλος άντρας ή Μεγάλος συγγραφέας; Μα αυτό είναι διάβολε! Μεγάλος και μάλιστα δύο φορές! Νά ένας προορισμός άξιος κατάκτησης.
Και πώς επιτυγχάνεται ένας τέτοιος διττός προορισμός;
”Το να γράφεις είναι το μόνο μέσο για να συνεχίσεις να ζεις’’. Τον κυνηγάει πάντα μια ρήση του Πικάσο: ”Αυτό που θα κάνουμε είναι πιο ενδιαφέρον απ’ αυτό που κάνουμε”, γι’ αυτό ίσως κάνει πάντα ένα βήμα πιο πέρα απ’ αυτό που κατορθώνει, ώσπου να επιχειρήσει το άλμα να γίνει μυστικός σύμβουλος και πρέσβης του στρατηγού Ντε Γκωλ από τότε που τον πρωτογνωρίζει το 1945. Απορροφάται τόσο πολύ από την προσωπικότητα του Στρατηγού,
(η κόρη του Φλωράνς είχε πει: ” ο πατέρας μου δεν αγάπησε τρελά παρά μία μόνο γυναίκα, τον Ντε Γκωλ. Ή ακόμα χειρότερα, ο Στρατηγός Ντε Γκωλ υπήρξε ο μόνος άντρας για τον οποίο ο Αντρέ Μαλρώ τόλμησε να δηλώσει ότι υπήρξε η μυστική του σύζυγος”).
Γι’ αυτό δεν βλέπει ή μάλλον κλείνει τα μάτια μπροστά σε οποιαδήποτε αντιδραστική πράξη του Στρατηγού, όπως στον πόλεμο της Αλγερίας δεν βγάζει κιχ ως εκλεκτό μέλος του υπουργικού συμβουλίου, όπως δεν εξέφρασε την παραμικρή διαμαρτυρία, δεν διατύπωσε την παραμικρή δήλωση για τις εκκαθαρίσεις του Στάλιν, αλλά πολέμησε πλάι στους σταλινικούς στον Ισπανικό Εμφύλιο.
Ο Μαλρώ δεν χρειάζεται βιογράφο ούτε καν κάποιον που τον χειραγωγεί για να πει στον κόσμο ποιος είναι, όταν ο ίδιος δυσκολεύεται να καταλήξει να γνωρίσει και να αποφανθεί για τον εαυτό του. Ποιος θέλει να αποκαλυφθούν τα μυστικά του, οι μύχιες σκέψεις του, ο χαρακτήρας του;
Ο Μαλρώ έζησε μια αλλοπρόσαλλη ζωή από τότε που δραπέτευσε από τον γυναικωνίτη και, πριν καλά καλά ολοκληρώσει το Λύκειο (επιπλέον έκανε σπουδές Ανατολικών Γλωσσών και μαθήτευσε στο Λούβρο), πήρε από το χέρι την Κλάρα Γκόλσμιτ, μια πλούσια Γερμανοεβραία που της έφαγε όλα τα λεφτά, και πέρασαν στην Ινδοκίνα, όπου ο νεαρός Αντρέ το έπαιξε αρχαιοκάπηλος και έκανε φυλακή γι’ αυτό. Ευτυχώς τη γλίτωσε χάρη στις προσπάθειες της Κλάρας με την οποία έζησε μαζί τα επόμενα είκοσι χρόνια. Κακή αρχή για να γίνεις μεγάλος άντρας φυσικά. Ωστόσο στη συνέχεια και πριν γίνει Μεγάλος Άντρας, θέλησε να γίνει Μεγάλος Συγγραφέας.
Γι’ αυτό γράφει από το 1921 ώς το 1930 τα μεγάλα και ”μικρά” του μυθιστορήματα: τα ”Χάρτινα Φεγγάρια”, τον ”Πειρασμό της Δύσης”, τους ”Κατακτητές”, την ”Ανθρώπινη Μοίρα” και τη ”Βασιλική Οδό”. Όλα, εκτός απ’ το πρώτο, αναφέρονται στην αποτυχημένη επανάσταση στην Κίνα της δεκαετίας του ’20, στοχεύοντας σ΄ έναν καινούργιο τύπο ήρωα που συνδυάζει την ικανότητα για δράση, την κουλτούρα και τη διαύγεια. Έναν τύπο δηλαδή όπως ήταν αυτός ο ίδιος. Τι να τον κάνει λοιπόν τον βιογράφο;
”Είναι αδύνατον πλέον, συμβούλευε τον Σταντάλ η κυρία ντε Τρασί, να εισπράξει κανείς την όποια αλήθεια τον περιβάλλει – μόνο μυθιστόρημα έχει την ικανότητα να είναι η αλήθεια – , όλα τα άλλα συνιστούν εντέλει εκφάνσεις προσποίησης και πλαστότητας”. Κάτι για το οποίο ο Αντρέ Μαλρώ δεν ήταν ικανός. Αυτός υπερασπιζόταν κάθε φορά το ιδεώδες που ασπαζόταν και θεωρούσε πως χρειαζόταν μια διέξοδος ”στον Δυτικό Αυτισμό”, όπως λέει ο Λυοτάρ στη βιογραφία που έγραψε για τον ιδεολογικό του αντίπαλο. Η διέξοδος αυτή μπορεί να διανοιχθεί μόνο στο ”υπόγειο της φυλακής του Εγώ, πέρα από τα μάτια του, μακριά από τα αυτιά του, ενώ περνά μέσα από τον λαιμό”. Ο Μαλρώ πίστευε ότι ακούμε τη φωνή μας με τον λαιμό και τη φωνή των άλλων με τα αυτιά· σπανίως ακούμε κάποιον με τον λαιμό.
Η αντιφατικότητα που τον χαρακτήριζε έχει να κάνει και με το γεγονός ότι υπήρξε θαυμαστής του Μπερνανός, ο οποίος ήταν χειροκροτητής του Φράνκο, τον οποίο ο Μαλρώ πολέμησε. Υπήρξε ακόμη θαυμαστής του Κλωντέλ, που εκθείαζε τον Πεταίν, φίλος του Ντριέ λα Ροσέλ που υποστήριζε την κυβέρνηση του Βισί και κατάρτιζε καταλόγους αντιστασιακών που έπρεπε να κρεμαστούν. Τον Ντριέ διάλεξε η δεύτερη γυναίκα του για να βαφτίσει τον γιο τους που γεννήθηκε μέσα στον πόλεμο. Γοητεύτηκε ακόμα από τον Μπαρές και τον Μοράς που συμμετείχαν στη φασιστική Action Francaise και ενθουσιάστηκε με την προσωπικότητα του Τρότσκι- όντας Σταλινικός- που τον θεωρούσε το αριστερό αντίστοιχο του Στρατηγού Ντε Γκωλ.
Παλιλλογικός αλλά και ρηξικέλευθος ριχνόταν πάντα στην πρώτη γραμμή ως άνθρωπος της δράσης που ήταν αλλά και εραστής της τέχνης, που την υπηρέτησε και ως ιστορικός και θεωρητικός, όταν τελείωσε με τα μυθιστορήματα. Ήταν όχι απλώς διψασμένος αλλά λυσσασμένος για τέχνη και άφησε ένα σεβαστό και σπουδαίο κριτικό και θεωρητικό έργο για την παγκόσμια τέχνη αντάξιο του Ελί Φωρ, του Φουσιγιόν ή του Γκόμπριτς. Φιλοτέχνησε το δικό του φανταστικό μουσείο που μόνο μέσα στον καθένα μπορεί να κατοικεί.
Κατατρυχόταν πάντα από τη γεύση του θανάτου και στο πρώτο μισό του βίου του ριχνόταν σε οποιαδήποτε περιπέτεια τον καλούσε η Μοίρα και η Ιστορία. Είχε γι’ αυτό ένα ρητό υπό μάλης: ”Μια ζωή δεν αξίζει τίποτα, μα και τίποτα δεν αξίζει όσο μια ζωή”.
Μετά λοιπόν την περιπέτεια της Κίνας και πριν την αντιστασιακή δράση ως ‘’συνταγματάρχης Μπερζέ’’ το 1943, αναλαμβάνει να οργανώσει μία μοίρα βομβαρδιστικών τα οποία αγόρασε ο ίδιος με χρήματα που πήρε από εράνους στον Ισπανικό Εμφύλιο. Η εμπειρία του αυτή, που του κόστισε δύο τραυματισμούς, μεταφέρθηκε στο πιο σημαντικό ίσως και στο πιο πληθωρικό, όχι μόνο σε μέγεθος, μυθιστόρημά του ”Η Ελπίδα” (γι’ αυτήν ζεις και γι’ αυτήν πεθαίνεις, έλεγε).
Η ”Ελπίδα” είναι ένα βιβλίο που φέρει τη σφραγίδα του θανάτου, αλλά και της εξέγερσης. Γεννήθηκε από την οργή, και το ύφος του είναι, σ’ έναν μεγάλο βαθμό, δημοσιογραφικό και μοιάζει προχειρογραμμένο. Όταν τον ρώτησαν πότε το έγραφε, αφού ο πόλεμος συνεχιζόταν, εκείνος απάντησε μειδιώντας ”τη νύχτα που είναι σκοτάδι”. Παρόλα τα ελαττώματά του το ύφος του είναι ανεπιτήδευτο και όταν απογειώνεται συγκλονίζει:
”Οι απόγονοι των μάγων δεν ήρθαν στη γέννησή του, είχαν γίνει αλήτες ή δημόσιοι υπάλληλοι. Τότε, για πρώτη φορά στον κόσμο, απ’ όλες τις χώρες, αυτοί που μένουν πολύ κοντά και αυτοί που ήταν στου διαόλου τη μάνα, αυτοί που στον τόπο τους έκανε ζέστη και αυτοί που στον τόπο τους έκανε παγωνιά, όλοι όσοι κουβαλούσαν το κουράγιο και τη μιζέρια μαζί ξεκίνησαν με τα τουφέκια τους… Και τότε κατάλαβαν, με την καρδιά τους, πως ο Χριστός ήταν ζωντανός μέσα στον κόσμο των φτωχών και των ταπεινωμένων του τόπου μας. Και σ’ ατέλειωτες σειρές απ’ όλες τις χώρες, αυτοί που γνώριζαν καλά τη φτώχεια και θέλαν να πεθάνουν πολεμώντας τη, με τα τουφέκια τους, όταν είχαν, και με τα χέρια για τουφέκια, όταν δεν είχαν, ήρθαν και πλάγιασαν ο ένας μετά τον άλλον πάνω στη γη της Ισπανίας… Μιλούσαν όλες τις γλώσσες, ήταν μάλιστα μαζί τους και Κινέζοι έμποροι κορδονιών… Κι όταν όλοι οι άνθρωποι απόστασαν να σκοτώνουν κι όταν η τελευταία σειρά των φτωχών ξεκίνησε… ένα αστέρι που δεν το είχε ποτέ του δει κανείς, ανάτειλε πάνω τους…” (μτφρ. Γιώργος Σπανός).
Ο Μαλρώ ήταν δύο πρόσωπα: το ένα πραγματικό, ορθολογικό, με καριέρα πολιτικού, με άφθαστη ρητορική δεινότητα που κατέπλησσε τους συναδέλφους του στα διάφορα συνέδρια που συμμετείχε στο μεσοπόλεμο, το άλλο μυθιστορηματικό όπως η αλήθεια. Δηλαδή ο Μαλρώ ως συγγραφέας υπήρξε ο ήρωάς του. Σαν τέτοιον τον αντιμετωπίζει και ο Λυοτάρ στη σαγηνευτική βιογραφία που έγραψε με τίτλο ”Με την υπογραφή Μαλρώ”, όπου αποφαίνεται ότι όλες αυτές οι μεταμορφώσεις αυτού του εξαιρετικά νευρωτικού ανθρώπου, ο οποίος ήταν παγιδευμένος μέσα σε διάφορα τικ και σε πολλές περιπτώσεις από νέος ακόμα έτρεμε ολόκληρος σε στιγμές έντασης, οφείλονται στην αναζήτηση μιας νέας μορφής ελευθερίας που δίνει κάθε φορά το στίγμα της πνευματικής του αγωνίας.
Ο Μαλρώ, εκτός όλων των άλλων, υπήρξε αλληλέγγυος με τους ανθρώπους που πάσχουν, αλλά και με τους ανθρώπους που διεκδικούν το δίκιο τους παλεύοντας. Όπως είναι φυσικό, οι μεταπτώσεις του ήταν τόσο θεαματικές που του προσπόρισαν πολλούς εχθρούς αλλά και πολλούς φίλους. Μια εφημερίδα του Κεμπέκ, όταν πήγε εκεί να ζητήσει οικονομική ενίσχυση για τους καθημαγμένους δημοκρατικούς στην σπαρασσόμενη Ισπανία, τον χαρακτήρισε ”γοητευτικό κάθαρμα”. Όσο να’ ναι, πρόκειται για έναν δισυπόστατο χαρακτηρισμό που απεικονίζει τον φθόνο των άλλων για ό,τι αυτός είχε καταφέρει. Τι θα μπορούσε ν’ απαντήσει προς υπεράσπισή του: ’’Ο χρόνος είναι αυτό που τον κάνετε εσείς, κι εμείς αυτό που εκείνος μας κάνει’’. Εσείς, εμείς…για να βρίσκεται πάντα μ’ αυτούς που είναι απέναντί του ή δίπλα του-τους Άλλους.
Ο Μαλρώ είχε μεγάλη αδυναμία στις γάτες και, όπως καθόταν κουλουριασμένος πολλές φορές τις ώρες της ανάπαυσής του, θύμιζε αποκαμωμένο γάτο· αλλά και τις ώρες της δράσης πάλι θύμιζε γάτο που έδειχνε τα νύχια του, και θα ΄λεγε κανείς πως υπέγραφε με μια σιλουέτα γάτας που στο υπόγειο του εαυτού του ζούσε, δημιουργούσε και μετεμψυχωνόταν.