Κι όμως να ντρέπεσαι για την ντροπή σου βασανιστικό γίνεται καμιά φορά. Το δεκατριάχρονο κορίτσι με το ποδήλατο έπαιρνε την στροφή για το σχολείο καθημερινά χωρίς να κοιτάξει απέναντι τα τρία αδελφικά σπίτια με τις ωραίες κοπέλες -ξαδέλφες- σε ηλικία γάμου. Τι δουλειά είχε με τις μεγάλες, τι να πει, μόνο κλεφτά να τις θαυμάζει μπορούσε. Αν, βέβαια, ερχόταν κατά μέτωπο μια καλημέρα το πρωί, ένα γειά σας το μεσημέρι, τα έλεγε, αναγκαστικά. Αλλά και με τους άλλους χωριανούς απέφευγε τα πολλά πολλά. Λες και η ομιλία ήταν βάσανο ή περιττή ασχολία, άχρηστο πράγμα. Στις περισσότερες συναντήσεις κοίταζε αλλού πείθοντας τον εαυτό της ότι και εκείνοι κοίταζαν αλλού και δεν την έβλεπαν. Αχ και να ήταν αόρατη.
Τι χρώμα θα φορέσουμε την Τετάρτη στα Λατινικά; Στη σχολή της δεκαοχτάχρονη πια με τις φίλες της φρόντιζαν να φορούν ουδέτερα χρώματα στο μάθημα, να γίνονται κατά κάποιον τρόπο αόρατες γιατί ο στριφνός καθηγητής εξέταζε στον πίνακα διαλέγοντας φοιτητή ή φοιτήτρια με βάση το χρώμα των ρούχων.
Ας έλθει η δεσποινίς με το κόκκινο πουλόβερ και έδειχνε με το χοντρό του δάχτυλο. Γιατί πώς να μάθει εκατοντάδες φοιτητές με το όνομά τους; Το χειμώνα που ξεκίνησε τις σπουδές είχε διαλέξει ένα παλτό με γκριζοκαφέ αποχρώσεις σε ψαροκόκκαλο. Αποδείχτηκε ό, τι έπρεπε για το μάθημα των Λατινικών. Δεν την σήκωσε ποτέ στον πίνακα. Με το πολύ κρύο ακόμα και μέσα στο αμφιθέατρο είχε τα χέρια στις τσέπες. Εκεί έβαζε τα ψιλά για το εισιτήριο του λεωφορείου. Στο καφέ δερμάτινο ταγάρι με τα κρόσσια έχωνε βιβλίο, σημειώσεις κι ό,τι άλλο χρειαζόταν. Ένα παγωμένο μεσημέρι φεύγοντας από τη σχολή, πήγε στη στάση της Ακαδημίας με το αριστερό να κρατάει το λουρί της τσάντας κρεμασμένης στον ώμο και το δεξί χωμένο στην τσέπη να αγγίζει το τάληρο για το εισιτήριο.
Εκείνο το διαβολεμένο πρωινό πριν τόσα χρόνια και κρύο έκανε και βιαζόταν να πάει στο γυμνάσιο. Τα μάγουλα, τα χέρια και οι γάμπες να κοκκινίζουν στο ξεροβόρι .Στην στροφή ακριβώς η μια από τις ωραίες ξαδέλφες είχε στηθεί σα να την περίμενε κουκουλωμένη με ρόμπα χοντρή. Ε…δεν τη γλιτώνω την καλημέρα, σκέφτηκε. Και καλημέρα είπε και σταμάτησε το ποδήλατο αφού της μπήκε μπροστά η άλλη και της μίλησε ευγενικά. Της έβαλε στην τσέπη του παλτού ένα τάληρο για να της αγοράσει κάτι από το φαρμακείο. Τα χέρια της λεπτά, όμορφα με βαμμένα κόκκινα νύχια. Έφυγε γρήγορα χωρίς να πει τίποτα. Θες το κρύο, θες η αγωνία για τα μαθηματικά ο δρόμος τής φάνηκε μακρύτερος.
Το μεσημέρι στον γυρισμό, στάθηκε για λίγο έξω από το φαρμακείο της κωμόπολης και είδε τον ηλικιωμένο αυστηρό φαρμακοποιό να την κοιτά από το τζάμι. Βάρεσε γρήγορα πεταλιές κι απομακρύνθηκε με το βοριά να την σπρώχνει για τα καλά και να της ανακατεύει τα φουντωτά μαλλιά. Πώς να έμπαινε σε αυτό το παλιακό οίκημα με τις σκούρες ξύλινες μέχρι το ταβάνι προθήκες που φύλαγαν μέσα τα καφετιά γυάλινα φιαλίδια και τα λευκά πορσελάνινα με τις μικρές επιγραφές τους στα λατινικά; Θυμόταν εκείνη τη φορά που είχε μπει με τον πατέρα της κι είχε χαζέψει με δέος μπροστά στο ύψος των προθηκών με τη γυάλινη διαφάνεια που φανέρωνε τον πλούτο των φαρμάκων. Ένα μπρούτζινο ρολόι πολύ ψηλά στο τοίχο κι ένα σκεύος μαρμάρινο σαν γουδί ξεχώριζαν δίπλα σε ένα κορνιζαρισμένο πτυχίο κάτω από μια μεγάλη επιγραφή : Φαρμακοποιία- Φαρμακοτεχνία.
Θα την θυμόταν άραγε, αν έμπαινε; Έπρεπε να ζητήσει χαρτοβάμβακα των πέντε δραχμών. Κι αν την κοιτούσε με μισό μάτι; Κι αν της έλεγε εσύ δεν είσαι η κόρη του γραμματέα, για σένα τα θέλεις τα χαρτοβάμβακα ;
Ας την περίμενε στη γωνία η κοπέλα το μεσημέρι , θα έλεγε ότι είχε κλείσει, δεν το πρόλαβε ανοιχτό. Έδωσε στον εαυτό της λίγο χρόνο για να ξεθαρρέψει και να πάει άλλη μέρα.
Όμως ο χρόνος δεν την γιάτρευε παρά την φόρτωνε με μεγαλύτερη ντροπαλοσύνη. Και τι θα έκανε με το τάληρο που κουβαλούσε στην τσέπη και την έκαιγε; Αφηρημένη σε βλέπω είπε μια μέρα η φιλόλογος που είχε απαιτήσεις από την καλή της μαθήτρια. Προσπαθούσε να συγκεντρωθεί αλλά της έγινε μαράζι μέχρι που αποφάσισε, με απρόβλεπτη πονηρία για τον χαρακτήρα της, να παρακολουθεί ερχόμενη από μακριά ώστε να μην είναι η κοπέλα έξω στην αυλή για να περάσει σίφουνας από την στροφή χωρίς να την δει.
Προφανώς ξεχάστηκε το θέμα με τον καιρό ή η ωραία κοπέλα ήταν διακριτική ή υπομονετική ή ξεχασιάρα.
Τώρα που το ξαναθυμήθηκε, με το βοριά της Αθήνας να της ξεραίνει τα χέρια, το φαρμακείο στα χέρια νέου φαρμακοποιού έχει γίνει μοντέρνο, αγνώριστο και η κοπέλα είναι από καιρό παντρεμένη με παιδιά και άλλες έγνοιες.