Ό,τι είπαμε σε εκείνη την αυλή
με τις φιστικιές και το άρωμα του δεντρολίβανου,
το έκανα φυλαχτό.
Το τύλιξα σε μαντήλι ξεθωριασμένο,
να μην το φθονήσει ο χρόνος.
Το ’κρυψα σε συρτάρι βαθύ,
ανάμεσα σε κιτρινισμένα γράμματα
και ένα κουμπί από το παλτό σου.
Τη νύχτα το φυλαχτό ανασαίνει.
Ανοίγει τα μάτια του σαν γάτα
και ψιθυρίζει τα λόγια που είπαμε,
λόγια ψιχαλιστά
που μόνο το χώμα και οι ρίζες άκουσαν.
Κάποτε, μια ριπή ανέμου
ξεδιπλώνει το μαντήλι,
και τότε η αυλή επιστρέφει—
με τις φιστικιές σκυμμένες,
το δεντρολίβανο να μοσχοβολάει λιγωτικά
και τις φωνές μας
να ταξιδεύουν ανάμεσα στους κλώνους
σαν σπασμένες υποσχέσεις.