ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
Ο δημιουργός, καθ’ ομοίωση του Δημιουργού, είναι ο νήπιος κύριος του παιχνιδιού. Έχοντας πρόσβαση (μισο-συνειδητά, μισο-ασυνείδητα) πότε στον ορατό και πότε στον αόρατο κόσμο, εξερευνά, συντονίζει και συντηρεί μια συσκευή αναπνοής, ένα πολύτιμο μηχανισμό ακριβείας: Το ακαταλόγιστο του γίγνεσθαι που απολογείται παράγοντας είναι.
ΔΙΑΣΤΗΜΑ
Το διάστημα πρέπει να ’ναι (σε κλίμακα) κάτι σαν αυτό τον παλιό χώρο που εγώ ονομάζω τώρα «σπίτι». Με εμπεριέχει μεν, αλλά, κατά τ’ άλλα, φαίνεται άδειος. Φυσικά, ξέρω πως μέσα του συνυπάρχω μαζί με κόσμους ολόκληρους, που αγνοώ τη φύση και την έκτασή τους (σκόνη, μύκητες, μικρόβια, εκπομπές, κύματα, πεδία, φαντάσματα).
ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ
«Κι η βροχή, τιγκαλιγκαλί, τιγκαλιγκαλί, δατ’ς αμόρε!»
Από ποια προϊστορία, ποιανού υποσυνείδητου, ανεκλήθη αυτός ο στίχος καθώς ξυπνούσα (βίαια) το πρωί; Πού, άραγε, το ’χα ξανακούσει αυτό το τραγούδι – τραγούδι τρίγλωσσο(!) από κάποια κινηματογραφική επιτυχία(;) του ’60(;). Δε θυμάμαι.
Κι όμως, κάτι τέτοια απερίγραπτα jingle, μου κατακυριεύουν συχνά τον πρωινό μου νου, με τον ίδιο τρόπο και τελείως ισοδύναμα προς το προχθεσινό π.χ.: «Πάρετέ μου τη θάλασσα με τους άσπρους βοριάδες / πάρετέ τα -τραγούδησα!» (έναν απoχαιρετισμό του Ελύτη, που μου ήρθε κάπου εκεί γύρω στα επί γης γενέθλιά του – όπως, εκ των υστέρων, το προσδιόρισα.)
Μου έρχονται συχνά ξαφνικά παλιοί στίχοι σ’ αυτό το κενό χρόνου μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης, πολλές φορές «χωρίς λόγια πια / σα μουσική στον καθρέφτη / σαν τεθλιμμένοι συγγενείς». Στίχοι που θα ήθελα να είναι σηματωροί της ημέρας μου.
Όμως, κι ο μη–χρόνος, όπως κι ο χρόνος, τα ισοπεδώνει όλα.
Τιγκαλιγκαλί.
ΕΙΚΟΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Κάποτε, «εικονική πραγματικότητα» ήταν η Τέχνη και μόνο. Τώρα την έχουν οικειοποιηθεί οι τεχνοκράτες, για εντελώς διαφορετική χρήση, όπως εξάλλου έχουν οικειοποιηθεί και τη «σημειολογία» που κάποτε ήταν απλά η συμβολική γλώσσα της ποίησης, των μαθηματικών και της θρησκείας, «όπως οι δυνάμενοι μόνοι προσίεν αυτώ και μη εκ του δημώδους ευκαταφρόνητος ή.
Ο Bergson είπε πως η τέχνη θα ήταν περιττή μόνο αν η πραγματικότητα άγγιζε απ’ ευθείας τη συνείδησή μας και μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε άμεσα με τα πράγματα και με τον εαυτό μας. Δηλαδή, μόνο αν την αντικαθιστούσε μια υψηλότερη πνευματική δεξιότητα. Aλλά, τι μπορεί να υπάρξει ως υψηλότερη πνευματική δεξιότητα, μέσα στα όρια της θνητότητάς μας; Mπορώ να σκεφτώ μόνο την τρέλα (με τις άγνωστες δυνατότητές της σε άγνωστα πεδία) ή τη θέωση.
ΕΝΤΟΜΑ
Και είπεν ο Θεός την έβδομη νύχτα: Ας δημιουργήσω τώρα τις επίγειες στρατιές των αγγέλων. Θα τους φτιάξω σε άλλη κλίμακα, είπε. Μεγέθους και ήχου. Με πολλά μάτια και πόδια. Με εξωσκελετό. Και φτερά και όπλα. Και κεραίες προς το σύμπαν. Να τρέφονται με τις ψυχές στον αέρα και με τα σπόρια λήθης στο χώμα και με αίμα. Και θρεπτικές αφηρημένες έννοιες. Και φωτιά. Και κοπριά. Να κρατάνε σε εγρήγορση και να ανακυκλώνουν τα άλλα πλάσματά Μου.Να είναι οι ενδιάμεσοι του χρόνου, η σημειολογία και οι άπειρες νοητές υποδιαιρέσεις του. Οι αγγελιαφόροι. Οι καταστροφείς. Οι θεματοφύλακες. Οι υπομνηστές.
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
Αμχαρικά, γιορούμπα, γκουτζαράτι, έβε, ίγκμπο, κανάντα, κόζα, μαράτ, μιανμάρ, νεπάλι, παπιαμέντο, πίτζιν της Ν. Γουινέας, σεπέντι, σεσούτο, σιναλεζική, σόνα, τάι, τούι, τσιμπέμπα, τσουάνα, χίντι κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ.
Πόσες χιλιάδες γλώσσες και διάλεκτοι! Προφανώς, μετά το επεισόδιο του Πύργου της Βαβέλ, δεν είναι πια ούτε εφικτό, αλλά ούτε και επιθυμητό –και, πιθανόν, ούτε και απαραίτητο–, το να μπορεί ο οποιοσδήποτε να συνεννοηθεί με τον οποιοδήποτε. Kαι μάλλον, δεν υπάρχει πια θέμα που να χρειάζεται πραγματική συνεννόηση.
ΕΠΙΣΚΕΨΗ
Όλη την ώρα η γηραιά κυρία ήταν καθισμένη αλύγιστη στη μεγάλη καφετιά πολυθρόνα της, μ’ ένα αποσβολωμένο ύφος.
Επιστρέφει στο μη ον. Πολύ λίγα πράγματα ακόμη τη συνδέουν με τη ζωή. Δε συντονίζεται. Αφαιρείται, ή κάνει ξαφνικά μορφασμούς αποτροπιασμού (για τις γεύσεις, τις μυρωδιές, τις κινήσεις, τους ήχους).
Φοβάται πως αν αφεθεί και κοιτάξει προς τα έξω, θα πέσει από τη φωλιά της. Σε ακινησία θανάτου για το φόβο του θανάτου.
Γριά γυναίκα σ’ ένα γέρικο σπίτι. Τίποτα δεν τη θέλει – ακόμα και τα πράγματα την αποδιώχνουν. Οι ηλεκτρικές συσκευές χαλάνε, κάνουν προσβλητικούς θορύβους.
Τα ρούχα φθείρονται, τα αντικείμενα το ίδιο. Το παρατηρεί το φαινόμενο με τα γυαλιά της, έτσι, μεγεθυμένο, πανικοβάλλεται, σχεδόν ακούει το τρίξιμο, το ροκάνισμα, τη φθορά, δεν μπορεί να το αντιμετωπίσει –
ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
Επιτάφιος σε επαρχιακή πόλη: μπροστά οι άνδρες της Τροχαίας, σοβαροί και θλιμμένοι, με τα αστραφτερά τους κράνη. Πίσω η μπάντα του Δήμου με σοβαρά και θλιμμένα ταρατατζούμ. Πιο πίσω οι πρόσκοποι, και πιο πίσω, πολλοί παπάδες, με τα καλά τους. Σαν χρυσά και αργυρά αμπαζούρ σε ρόδες.
Κάθε φορά που βλέπω κάτι τέτοιο από το τυπικό της θρησκείας, κοκκινίζω και ντρέπομαι – τόσο πολύ, σαν να το’ χω κάνει εγώ.
ΕΡΓΟ
Ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα, οι καθημερινοί περισπασμοί, οι φόβοι, η μικροσκοπική μας αντίληψη του σύμπαντος, είναι μια συνεχής προσπάθεια εντοπισμού τού όποιου μικρού μας στίγματος. Πρέπει να καταλήγουν σε κάτι απτό. Γι’ αυτό συζητάμε και διατυπώνουμε. Το τελικό «έργο» είναι μια δικαιολογία ύπαρξης. Είναι οι χρωματιστές χάντρες και τα καθρεφτάκια, με τα οποία ανταλλάσσουμε πονηρά τα δώρα της φύσης – ή νομίζουμε πως το κάνουμε.
Εκείνος που παράγει «έργο» ξεγελά το θάνατο.
Εκείνος που, συνειδητά, δεν παράγει, τον περιφρονεί.