(Η σχέση μας με τα πράγματα είναι καμιά φορά πιο στενή από όσο νομίζουμε)
Ήμουν μικρό παιδί, θυμάμαι, και τις μέρες των Χριστουγέννων τα σπίτια και οι βιτρίνες των καταστημάτων της Αθήνας στολίζονταν σε κάθε δρόμο, σε κάθε πλατεία, σε κάθε γειτονιά, με το χριστουγεννιάτικο αυτό στολίδι, το γκι. Στα παιδικά μου μάτια, εκείνη την εποχή τουλάχιστον, αυτό το γιορτινό φυτό ήταν ένα χριστουγεννιάτικο στολίδι και τίποτα περισσότερο. Αργότερα όμως, που έμαθα να διαβάζω και να καταλαβαίνω καλύτερα τον κόσμο γύρω μου, συνδέθηκα πιο συναισθηματικά με το χριστουγεννιάτικο αυτό φυτό, γιατί η ζωή του, όσο παράξενο κι αν ακούγεται, ήταν όμοια με τη δική μου. Πράγματι, όπως αυτό ζούσε παρασιτικά στα κλαδιά άλλων δένδρων, έτσι και εγώ ζούσα, για πολλά χρόνια, σε βάρος των γονιών μου. Ήμουν σαράντα χρονώ, θυμάμαι, και έπαιρνα χαρτζιλίκι από τον πατέρα μου ακόμη. Τόσο λοιπόν ίδιες, σαν δίδυμες αδελφές, ήταν οι ζωές μας, ώστε αν ήμουν ο Maupassant, σίγουρα θα ’γραφα τ’ όνομά μου με γιώτα.
Παρ’ όλα αυτά δεν μπορώ να πω ότι ήμουν τεμπέλης: Το να μελετάς πέντε φιλολογίες για να μορφωθείς δε σημαίνει πως είναι εύκολη δουλειά για τεμπέληδες. Απλώς, αυτή η δουλειά δεν έφερνε λεφτά στο σπίτι, τα οποία άλλωστε η οικογένειά μου δεν τα είχε τότε ανάγκη, και για την αστική κοινωνία αυτός που δεν φέρνει λεφτά είναι τεμπέλης. Ωστόσο, ποτέ δε θύμωσα που με θεωρούσαν τεμπέλη. Η μόρφωση που είχα μου επέτρεπε να δω τα πράγματα από τη δική τους πλευρά, ενώ αυτοί δεν ήταν σε θέση να τα δουν από τη δική μου. Τους έλειπε η μόρφωση όπως εμένα μου έλειπαν τα χρήματα. Περίπτωση για συνεννόηση δεν υπήρχε. Αυτοί έτσι ζουν και αυτό πιστεύουν: Ο άνθρωπος γεννιέται για να κερδίζει χρήματα – τα’ χει δεν τα’ χει ανάγκη.
Αν και δεν ήμουν σπίτι ή βιτρίνα καταστήματος, στόλιζα πάντα την ημέρα των Χριστουγέννων το πέτο του σακακιού μου μ’ ένα κλαράκι γκι. Με αυτό το παρασιτικό σύμβολο στο πέτο μου, ήθελα να θυμίσω στον αγαπημένο μου πατέρα ότι τη γιορτινή ετούτη μέρα το χαρτζιλίκι πρέπει να είναι διπλό. Και είναι αλήθεια ότι τηρούσε αυτός ο καλός άνθρωπος, κάθε χρόνο τέτοια μέρα, το οικογενειακό μας αυτό έθιμο… Σήμερα που γράφω είναι πάλι Χριστούγεννα και το κλαράκι του γκι πήρε ξανά τη θέση του στο πέτο μου. Η παράδοση συνεχίζεται. Μόνο που εγώ δεν είμαι αυτός που θα πάρει το διπλό, γιορτινό χαρτζιλίκι, αλλ’ αυτός που θα το δώσει. Και το γκι στο πέτο μου, τελείως άσπλαχνα και σαρκαστικά, αυτό δυστυχώς θέλει να μου θυμίσει, πως οι καιροί αλλάξανε και το προνόμιο μόνο να παίρνω χάθηκε μαζί με τη νιότη μου. Τέτοια ανάρμοστη συμπεριφορά, είναι αλήθεια, δεν περίμενα από μέρους του—ύστερα από τόσα χρόνια παρασιτικής ζωής και αλληλοεκτίμησης…