”Τι είναι αυτό που υπάρχει; Γνωρίζω πριν απ’ όλα πως είμαι εγώ. Αλλά ποιος είμαι; Το μόνο που ξέρω για μένα, είναι πως υποφέρω. Κι αν υποφέρω, είναι γιατί στην ρίζα της γέννεσής μου, υπάρχει ένας ακρωτηριασμός, μια απόσπαση. Είμαι αποσπασμένος. Από τι; – δεν μπορώ να το ονομάσω. Αλλά είμαι αποσπασμένος” [*] μονολογεί ο Αρτύρ Αντάμοφ στο κείμενό του ”Εξομολόγηση’’, πρώτο μέρος ενός Ντοστογιεφσκικής εμπνεύσεως κειμένου με ημερομηνία: Παρίσι 1938.
Ο γεννημένος το 1908 Αρτύρ Αντάμοφ είναι πια 30 ετών. Αυτός ο ρωσοαρμένιος εμιγκρέ, γιος πλούσιου ιδιοκτήτη πετρελαιοπηγών, εγκατέλειψε την γενέτειρά του σε ηλικία 4 ετών. Η οικονομική ευχέρεια των γονιών του διευκόλυνε τα ταξίδια, που εκείνη την εποχή δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ανατράφηκε με την γαλλική γλώσσα, είχε όμως γνώση και της γερμανικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Απέκτησε τεράστια μόρφωση αργότερα, και μετέφρασε έργα του Γιουνγκ, του Ρίλκε, το ”Έγκλημα και Τιμωρία” του Ντοστογιέφσκι, τον ”Πατέρα” του Στρίντμπεργκ, τις ”Νεκρές Ψυχές” του Γκόγκολ, και έργα των Μπύχνερ, Γκόργκι και Τσέχωφ. Πάντως το πρώτο βιβλίο που διάβασε 7 μόλις ετών, είναι η ‘’Ευγενία Γκραντέ’’ του Μπαλζάκ. Με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η οικογένεια Αντάμοφ κατέφυγε στην Ελβετία. Στα δεκαέξι του ανακατεύτηκε με τους σουρεαλιστές ενώ έγινε φίλος του Πωλ Ελυάρ.
Ο Μάρτιν Έσλιν – σ’ αυτόν οφείλεται ο όρος Θέατρο του Παράλογου -, του αφιερώνει αρκετές σελίδες στο ομώνυμο βιβλίο του (1962) συγκαταλέγοντάς τον στους πιονιέρους του θεάτρου αυτού και θεωρεί την ”Εξομολόγησή” του στοιχειωμένη από τις μάταιες προσευχές του συγγραφέα της που αποζητάει λύτρωση κάθε νύχτα στα όνειρα, ”τις μεγάλες σιωπηλές κινήσεις της ψυχής μέσα στην νύχτα”. Στο δεύτερο μέρος της ”Εξομολόγησης” με την ένδειξη: Παρίσι 1939, και τον τίτλο, στα αγγλικά, ”Ατέλειωτη ταπείνωση” είναι ανελέητα ειλικρινής περιγράφοντας την αρρώστια του, που συνίσταται στην αδυναμία του για ανθρώπινη επαφή και στην ανικανότητα για αγάπη. Αντί για αυτή μιλάει για την επιθυμία του να ταπεινώνεται από πόρνες της τελευταίας υποστάθμης και την ανικανότητα του, φυσικά να ολοκληρώσει την πράξη της σαρκικής επαφής. Ίσως να έχει δίκιο λέγοντας πως η νεύρωση του χαρίζει μια οξεία διαύγεια που είναι απρόσιτη στο λεγόμενο φυσιολογικό άνθρωπο, προσφέροντας του την δυνατότητα ενός οράματος, μιας ανάτασης και μιας ικανότητας να εκφράσει μιαν άλλη αντίληψη του κόσμου. Ωστόσο, ο Αντάμοφ νιώθει μια βαθιά αίσθηση αποξένωσης, το αίσθημα πως ο χρόνος βαραίνει πάνω του σωρευτικά, ”με την τεράστια υγρή του μάζα, με όλη τη σκοτεινή του ενέργεια” και συνακόλουθα ένα αίσθημα αδράνειας που αργότερα θα μετασχηματιστεί σ’ ένα έντονο συναίσθημα αποτυχίας, τόσο που να θυμίζει τους εξορκισμούς για την αποτυχία του Μπέκετ ”Απότυχε ξανά”.
”Το καθετί συμβαίνει ωσάν εγώ να αποτελούσα μόνο μία από τις πολλές ιδιαίτερες υπάρξεις κάποιου μεγάλου ακατανόητου κεντρικού όντος… είναι φορές που, αυτή η μεγάλη ολότητα της ζωής, μου φαίνεται τόσο δραματικά όμορφη, ώστε με βυθίζει στην έκσταση. Τις περισσότερες φορές όμως, μοιάζει σαν ένα τερατώδες κτήνος που με διαπερνά και με ξεπερνάει, και που βρίσκεται παντού, μέσα μου και έξω από μένα… και πανικός μ’ αδράχνει από στιγμή σε στιγμή, και με περισφίγγει ολοένα και πιο δυνατά… και μόνη μου διέξοδος είναι να γράφω, για να κάνω και τους άλλους να τον αντιληφθούν, για να μην είμαι αναγκασμένος να το νιώθω τελείως μόνος, για να απαλλαγώ από κάποια, έστω και μικρή, αναλογία του”. [*]
Και γράφει, γράφει, γράφει, και λέει πως χρέος του ποιητή δεν είναι μόνο να αποκαλεί το κάθε πράγμα με το όνομά του, αλλά και να καταγγέλλει αποκαλύπτοντας τις αποξηραμένες αφαιρέσεις τα νεκρά λείψανα των παλιών ιερών ονομάτων, ή θεραπεύοντας τον εκφυλισμό της γλώσσας υποκλινόμενος στην σοφία των μύθων και των τελετουργιών. Τότε είναι που αρχίζει να ξυπνάει από τον λήθαργο της αποθάρρυνσης και λέει:
”Μας κατηγορούν για απαισιοδοξία, ωσάν η απαισιοδοξία να ήταν μία από τις πολλές πιθανές αντιμετωπίσεις, ωσάν ο άνθρωπος να ήταν σε θέση να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο εκδοχές-, την αισιοδοξία και την απαισιοδοξία”.[*]
Σ’ ένα κόσμο που η έννοια του θεού είναι νεκρή, και ο θεός έχει χάσει το όνομά του μη μπορώντας να τον επικαλεστείς και ζώντας σ’ ένα κόσμο χωρίς πεποίθηση πως ο κόσμος αυτός έχει ένα νόημα, τουλάχιστον μέσα στην ακτίνα της ανθρώπινης συνείδησης, ο Αντάμοφ γράφει γι αυτήν την τραγικότητα της έλλειψης νοήματος, αφού ο κόσμος παραμένει καθ’ ολοκληρίαν παράλογος και το υπερφυσικό και το ιερό στοιχείο απουσιάζουν.
Γράφοντας τα πρώτα του θεατρικά έργα προσπαθεί να ανοίξει ένα δρόμο προς το ιάσιμο της ανθρώπινης προσπάθειας από το ανίατο του κόσμου.
Έτσι γράφει την ”Παρωδία” το 1947, όπου δύο άντρες, ο ένας εσωστρεφής και απαισιόδοξος και ο άλλος εξωστρεφής και αισιόδοξος, ο ένας ενεργητικός και ο άλλος παθητικός ξετρελαίνονται με το ίδιο ανόητο κορίτσι, και παρ’ όλες τις εκ διαμέτρου αντίθετες ιδιότητες και συμπεριφορές, καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα, δηλαδή στο μη νόημα των προσπαθειών τους.
Ο Ζαν Βιλάρ, που ανέβασε στο φεστιβάλ της Αβινιόν το έργο του Μπύχνερ ”ο Θάνατος του Δαντών” σε διασκευή του Αντάμοφ, είδε το επόμενο έργο του την ”Εισβολή” με ένα εντελώς σύγχρονο μάτι αντίθετα με το βλέμμα που έριξε πάνω του ο Αντρέ Ζιντ, ο παλιός πατριάρχης της λογοτεχνίας και επαίνεσε, ”τα δαντελένια στολίδια του διαλόγου και της ίντριγκας, που ξανάδωσαν στο θέατρο την θεόγυμνη αγνότητα τον καθαρών απλών σκηνικών συμβόλων”. Και τον αντιπαρέβαλε με τον Κλωντέλ και τον μεγαλόστομο λόγο του, τον ποτισμένο από το αλκοόλ της πίστης και της ποίησης. Ο Αντάμοφ, γράφει ένα έργο που φαινομενικά απέχει από την ποίηση, αλλά παρ’ όλα αυτά την περιέχει γι’ αυτό και τον θαυμάζουν ευαίσθητοι ποιητές όπως ο Ζακ Πρεβέρ ή ο Ροζέ Μπλέν ηθοποιός και σκηνοθέτης που στην δεκαετία του ’50 ανέβασε για πρώτη φορά το ”Περιμένοντας τον Γκοντό” του Μπέκετ.
Στο ”Μεγάλος και μικρός Ελιγμός”, αναφέρεται στον μικρό ελιγμό της κοινωνικής σύγχυσης σε αντίθεση με τον μεγάλο ελιγμό της ανθρώπινης ύπαρξης που σε σμίκρυνση περικλείει τον πρώτο.
Σύγχυση και αταξία κυριαρχούν στην ”Εισβολή”, ενώ στην αλλόκοτη ”Παρωδία” ο Ν, ένας εκ των δύο ηρώων σκοτώνεται από ένα αυτοκίνητο και οι οδοκαθαριστές ρίχνουν τα απομεινάρια του στους σκουπιδοτενεκέδες τους.
”Όταν καλώ σε δίκη τον κόσμο, λέει, τον κατηγορώ συχνά πως δεν είναι τίποτα άλλο από μια παρωδία. Μα και η αρρώστια μου, που σ’ αυτήν αφήνομαι – μήπως και αυτή – παρωδία δεν είναι;”[*]
Γράφοντας το ”Πινγκ – Πονγκ” που το ξεκίνησε απ’ το τέλος όπως λέει ο ίδιος, όπου οι δύο ήρωές του που στη διάρκεια του έργου προσπαθούσαν να βρουν πως θα αναπτύξουν το φλιπεράκι μέσω ενός παντοδύναμου οργανισμού που ήταν ο ιδιοκτήτης του, παίζουν πινγκ – πονγκ, αυτό το μάταιο παιχνίδι που κάθε άλλο παρά φέρνει κοντά τους δύο ματαιωμένους πια φίλους.
Το ”Πινγκ – Πονγκ”, είναι έργο του 1955 και βρίσκεται, θα λέγαμε, στο μεταίχμιο της μετάβασης του Αντάμοφ από το θέατρο του Παράλογου στο Επικό Θέατρο του Μπρεχτ, τον οποίο θαυμάζει απεριόριστα. Από τον μη εναρμονισμένο με την κρίση και την ορθότητα κόσμο, από το ασύμφωνο, το άλογο το μη συμβατό με την λογική, περνάει από την ατομική συναισθηματική πράξη στην κοινωνική. Παρά τα φαινόμενα, οι δύο αυτές πρωτοπορίες δεν διαφέρουν ουσιαστικά, αφού και οι δυο αρνούνται καταρχήν το αστικό, συναισθηματικό, ρεαλιστικό και νατουραλιστικό θέατρο, τόσο στην δομή όσο και στο περιεχόμενό του.
Με το ”Πάολο Πάολι”, περνάει στο επικό δράμα περιγράφοντας τα αίτια της έκρηξης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, εξετάζοντας τη συγγένεια μιας κοινωνίας που βασίζεται στο κέρδος αποτελώντας μία από τις δυνάμεις καταστροφής και αυτοκαταστροφής της. Κάνοντας την αυτοκριτική του απέναντι στον πρώτο θεατρικό εαυτό του, γράφει,
”Αφού έφτασα ως το σημείο να καταπιαστώ με το μηχάνημα που ”καταβροχθίζει κέρματα”, έπρεπε να εξετάσω και τους τροχούς της μεγάλης κοινωνικής μηχανής, με την ίδια προσοχή και ακρίβεια που εξέτασα τους ήχους και τους παλμούς του μηχανήματος.”[*]
Έτσι αναφύονται δύο Αντάμοφ, ο πρώτος είναι ο δραματουργός του ονείρου, της νεύρωσης και της ματαιότητας και ο δεύτερος ο επικός, ο μπρεχτικός, ο ρεαλιστής, ο κοινωνικός παρατηρητής. Αυτός που ανακατεύεται με το κομμουνιστικό κόμμα, με την επαναστατική δράση και μέμφεται την κοινωνική αδικία. Ενώ θεωρεί πως η προσωπικότητα του Ντε Γκωλ συνταυτίζεται με αυτή του Καρλομάγνου, στο τελευταίο του μεγάλο έργο ” Αγία Ευρώπη”. Ο ”διχασμένος” πλέον δημιουργός μετεωρίζεται ανάμεσα στην ιάσιμη και την ανίατη πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης και της κοινωνίας, αλλά η προσπάθειά του ιδίως στο επικό θέατρο δεν στέφεται από επιτυχία. Η πορεία του έχει κάποια σχέση με την εξέλιξη του Μπρεχτ ο οποίος από αναρχικός ποιητής μεταμορφώθηκε σε εποικοδομητικό κριτικό της κοινωνίας και της απελπισίας του Κάφκα που δεν θεωρούσε ότι τα έργα του έπρεπε να μείνουν και γι’ αυτό παρήγγειλε να καούν. Η έλλειψη απήχησης των τελευταίων ιδίως έργων του, τον είχαν αποθαρρύνει, γεμίζοντάς τον ανησυχία για το αν όντως τα έργα του αυτά άξιζαν τον κόπο. Ο Έσλιν, που τον θαυμάζει ανεπιφύλακτα, αλλά αναγνωρίζει και το γεγονός ότι η μετάβαση δεν τον ωφέλησε ιδιαίτερα, λέει πως είναι μια λιγνή, μελαχρινή φιγούρα με διαπεραστικά εξεταστικά μάτια, σ’ ένα πρόσωπο που δεν το εγκατέλειψε ποτέ η μελαγχολία όπως κι η άθλια φτώχεια η οποία ήταν σχεδόν πάντα ο μόνιμος σύντροφός του.
Μ’ ένα συγκλονιστικό σημείωμα στις 18 Μαρτίου του 1970 στα ‘Νέα’, ο Κώστας Σταματίου, έγραψε:
”Στους τρεις, οι δύο κερδίζουν, ο Μπέκετ βραβείο Νόμπελ, ο Ιονέσκο την Γαλλική Ακαδημία, – και ο Αντάμοφ, ένα πρόωρο πτώμα. Αυτοκτόνησε την Κυριακή, ολομόναχος, σαπισμένος απ’ το οινόπνευμα και την φυματίωση, κουρασμένος από την έλλειψη απήχησης των τελευταίων έργων του, αηδιασμένος από τον απαίσιο, και όλο προς το χειρότερο πορευόμενο κόσμο μας, άδειασε δυο σωληνάρια υπνωτικά και όλα τέλος. Από τους τρεις γεννήτορες του θεάτρου του Παράλογου ο ένας σφράγισε με τον θάνατό του το παράλογο της ζωής.’’