Στη ραψωδία ζ ιστορείται ένα από τα ωραιότερα επεισόδια της Οδύσσειας, η συνάντηση του Οδυσσέα με τη Ναυσικά, την κόρη του βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοου. Και είναι χαρακτηριστικό ότι στην αρχαιότητα αυτό το θέμα της συνάντησης της όμορφης έφηβης πριγκίπισσας με τον ώριμο καραβοτσακισμένο Οδυσσέα ενέπνευσε καλλιτέχνες, ποιητές, ζωγράφους και αγγειογράφους.
Ο Οδυσσέας εγκαταλείπει το νησί της Καλυψώς και με μία σχεδία ταξιδεύει στη θάλασσα δεκαεπτά ημέρες. Ο Ποσειδώνας όμως τού καταστρέφει τη σχεδία, ο ήρωας ναυαγεί, παλεύει δύο ολόκληρα μερόνυχτα με τα μανιασμένα κύματα και καταφέρνει να φτάσει στην ακτή της νήσου των Φαιάκων, όπου εξουθενωμένος κοιμάται κοντά σ’ ένα ποτάμι. Εκεί, στην ακρογιαλιά, έρχεται η βασιλοκόρη Ναυσικά μαζί με τις θεραπαινίδες της να πλύνουν ρούχα, παίζουν τόπι και οι φωνές τους τον ξυπνούν. Ο ήρωας μονολογώντας αποφασίζει να βγει από τον κρυψώνα του για να διαπιστώσει από πού προέρχονται οι φωνές και πού βρίσκεται. Και ακολουθεί η θαυμάσια περιγραφή της απωθητικής εμφάνισης του γυμνού, πεινασμένου, εξαθλιωμένου Οδυσσέα μπροστά στις κοπέλες ‒ παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα στο πρωτότυπο (στ. 127-141):
Ὣς εἰπών, θάμνων ὑπεδύσετο δῖος Ὀδυσσεύς,
ἐκ πυκινῆς δ’ ὕλης πτόρθον κλάσε χειρὶ παχείῃ
φύλλων, ὡς ῥύσαιτο περὶ χροῒ μήδεα φωτός.
130 Βῆ δ’ ἴμεν ὥστε λέων ὀρεσίτροφος ἀλκὶ πεποιθώς,
ὅς τ’ εἶσ’ ὑόμενος καὶ ἀήμενος, ἐν δέ οἱ ὄσσε
δαίεται· αὐτὰρ ὁ βουσὶ μετέρχεται ἢ ὀίεσσιν
ἠὲ μετ’ ἀγροτέρας ἐλάφους· κέλεται δέ ἑ γαστὴρ
μήλων πειρήσοντα καὶ ἐς πυκινὸν δόμον ἐλθεῖν·
135 ὣς Ὀδυσσεὺς κούρῃσιν ἐυπλοκάμοισιν ἔμελλεν
μίξεσθαι γυμνός περ ἐών· χρειὼ γὰρ ἵκανεν.
Σμερδαλέος δ’ αὐτῇσι φάνη κεκακωμένος ἅλμῃ,
τρέσσαν δ’ ἄλλυδις ἄλλη ἐπ’ ἠιόνας προυχούσας.
140 Οἴη δ’ Ἀλκινόου θυγάτηρ μένε· τῇ γὰρ Ἀθήνη
θάρσος ἑνὶ φρεσὶ θῆκε καὶ ἐκ δέος εἵλετο γυίων.
Σε μετάφραση
Έτσι σαν μονολόγησε, κάτω απ’ τους θάμνους ξεπρόβαλε ο θείος Οδυσσέας
και με το δυνατό του χέρι έκοψ’ από το δάσος το πυκνό
ένα κλωνάρι με τα φύλλα του, επάνω στο κορμί του
τ’ απόκρυφά του να σκεπάσει.
Και άρχισε να προχωράει σαν το βουνόθρεφτο λιοντάρι 130
που ’χει στη δύναμή του εμπιστοσύνη
και που πηγαίνει με βροχές και με ανέμους να το δέρνουν
και βγάζουνε τα μάτια του φωτιές·
και πέφτει μες σε βόδια ή σε πρόβατα ή σ’ άγρια ελάφια,
κι η άδεια του κοιλιά το σπρώχνει
ακόμη και σε στέρεο μαντρί να ’ρθει, για να ριχτεί σε γιδοπρόβατα·
έτσι ο Οδυσσέας έμελλε τις κόρες ν’ ανταμώσει, 135
τις κόρες που ’χανε τις όμορφες πλεξούδες, μόλο που ήτανε γυμνός·
γιατί τον κάτεχε η ανάγκη.
Και φοβερός στην όψη εφάνηκε σ’ αυτές
έτσι που παραμορφωμένος ήτανε απ’ τη θαλασσινή αρμύρα, και το ’βαλαν στα πόδια, άλλη από εδώ και άλλη από κει,
κατά τις γλώσσες της ακτής που εξέχανε προς τη μεριά της θάλασσας.
Μονάχα του Αλκίνοου η κόρη έμεινε· 140
γιατί η Αθηνά έβαλε θάρρος στην καρδιά της
κι από τα μέλη της πήρε το φόβο μακριά.
Ο Οδυσσέας με λόγια γλυκά και κολακευτικά προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια και τον οίκτο της Ναυσικάς, ικετεύει τη βοήθειά της, και εκείνη ανταποκρίνεται. Καθησυχάζει τις φοβισμένες θεραπαινίδες της και τις διατάζει να δώσουν στον ξένο να φάει και να πιει και να τον βοηθήσουν να πλυθεί στο ποτάμι. Οι κοπέλες οδηγούν τον ήρωα σε ένα απάνεμο μέρος του ποταμού, του δίνουν ρούχα και τον παρακινούν να λουστεί. Αυτός όμως τους ζητάει να απομακρυνθούν γιατί ντρέπεται, όπως τους λέει, να λούζεται γυμνός μπροστά τους.
Στους επόμενους στίχους 223-246 ο ποιητής ξεδιπλώνει μπροστά στα μάτια μας με ποιητική παραστατικότητα την εντυπωσιακή μεταμόρφωση του Οδυσσέα που γοητεύει τη νεαρή βασιλοκόρη:
Ὣς ἔφαθ’, αἱ δ’ ἀπάνευθεν ἴσαν, εἶπον δ’ ἄρα κούρῃ.
Αὐτὰρ ὁ ἐκ ποταμοῦ χρόα νίζετο δῖος Ὀδυσσεὺς
225 ἅλμην, ἥ οἱ νῶτα καὶ εὐρέας ἄμπεχεν ὤμους,
ἐκ κεφαλῆς δ’ ἔσμηχεν ἁλὸς χνόον ἀτρυγέτοιο.
Αὐτὰρ ἐπειδὴ πάντα λοέσσατο καὶ λίπ’ ἄλειψεν,
ἀμφὶ δὲ εἵματα ἕσσαθ’, ἅ οἱ πόρε παρθένος ἀδμής,
τὸν μὲν Ἀθηναίη θῆκεν Διὸς ἐκγεγαυῖα
230 μείζονά τ’ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα, κὰδ δὲ κάρητος
οὔλας ἧκε κόμας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας.
Ὡς δ’ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ ἀνὴρ
ἴδρις, ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη
τέχνην παντοίην, χαρίεντα δὲ ἔργα τελείει,
235 ὣς ἄρα τῷ κατέχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις.
Ἕζετ’ ἔπειτ’ ἀπάνευθε κιὼν ἐπὶ θῖνα θαλάσσης,
κάλλει καὶ χάρισι στίλβων· θηεῖτο δὲ κούρη.
Δή ῥα τότ’ ἀμφιπόλοισιν ἐυπλοκάμοισι μετηύδα·
«Κλῦτέ μευ, ἀμφίπολοι λευκώλενοι, ὄφρα τοι εἴπω.
240 Οὐ πάντων ἀέκητι θεῶν, οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν,
Φαιήκεσσ’ ὅδ’ ἀνὴρ ἐπιμίσγεται ἀντιθέοισιν·
πρόσθεν μὲν γὰρ δή μοι ἀεικέλιος δέατ’ εἶναι,
νῦν δὲ θεοῖσιν ἔοικε, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν.
Αἲ γὰρ ἐμοὶ τοιόσδε πόσις κεκλημένος εἴη
245 ἐνθάδε ναιετάων, καὶ οἱ ἅδοι αὐτόθι μίμνειν.
Ἀλλὰ δότ’, ἀμφίπολοι, ξείνῳ βρῶσιν τε πόσιν τε».
Σε μετάφραση
Έτσι τους μίλαγε, κι αυτές τραβήχτηκαν μακριά και φυσικά το είπανε στην
κόρη.
Κι ο θείος Οδυσσέας έπειτα, ξέπλενε με νερό του ποταμού το σώμα του
απ’ την αρμύρα που σκέπαζε τη ράχη και τους φαρδιούς τους ώμους, 225
κι απ’ το κεφάλι σφούγγιζε της ακατάβλητης της θάλασσας την άχνη.
Και στη συνέχεια, αφού όλο του το κορμί το έλουσε και τ’ άλειψε με λάδι
και φόρεσε τα ρούχα που το κορίτσι τ’ άγαμο του έδωσε,
τότε αυτόν η Αθηνά, η γεννημένη από το Δία,
τον έκανε να δείχνει πιο ψηλός και πιο γεροδεμένος 230
και τα μαλλιά τού τα κατέβαζε απ’ το κεφάλι του σγουρά,
όμοια με ζουμπουλιού ανθό. Κι όπως όταν ολόγυρα από ασήμι
χρυσάφι έμπειρος άντρας στη δουλειά του χύνει,
άντρας που ο ΄Ηφαιστος τον δίδαξε και η Παλλάδα Αθηνά τέχνη κάθε λογής,
κι όμορφα λεπτοδουλεμένα έργα κάνει,
έτσι έχυνε εκείνη χάρη επάνω στο κεφάλι και στους ώμους του. 235
Ύστερα αυτός ξεμάκρυνε κι ήρθε και κάθισε στ’ αμμουδερό
τ’ ακροθαλάσσι,
λαμποκοπώντας από χάρη κι ομορφιά·
και τονε κοίταζε με θαυμασμό η κόρη. Ευθύς τότε λοιπόν,
γύρισε κι είπε στις θεραπαινίδες της με τις ωραίες τις πλεξούδες:
« Θεραπαινίδες με τα πάλλευκα τα μπράτσα, ακούστε με, που θέλω κάτι
να σας πω.
Ετούτος δω ο άντρας δεν ήρθε στους ισόθεους τους Φαίακες 240
δίχως να το θελήσουν όλοι οι θεοί που κατοικούν τον ΄Ολυμπο·
πρωτύτερα, αλήθεια, ασήμαντος μες στην ασχήμια του μου φάνηκε,
μα τώρα μοιάζει στους θεούς που στον απέραντο ουρανό έχουν
την κατοικιά τους.
Μακάρι ένας τέτοιος, άντρας μου να λεγόταν
που θα ’τανε του τόπου τούτου κάτοικος και θα του άρεσε εδώ να μένει. 245
Μα ελάτε, δώστε του, θεραπαινίδες μου, φαΐ του ξένου και πιοτό».