Η Έπη έθετε μία και μόνη προϋπόθεση.
Τα σχέδια, που οι αναγνώστες του περιοδικού θα έστελναν για δημοσίευση, έπρεπε να έχουν γίνει οπωσδήποτε με Σινική μελάνη. Εγώ τότε, αν κάτι σχετικό είχα ακούσει, ήταν για το Σινικό Τείχος που υπήρχε στη μακρινή Κίνα.
Έπη ήταν το ψευδώνυμο κάποιας κυρίας, που είχε την επιμέλεια της σελίδας η Γωνιά μας για όσους ζωγραφίζουν του περιοδικού «Η ΔΙΑΠΛΑΣΙΣ των ΠΑΙΔΩΝ». Και εξηγούμαι:
Το περιοδικό έβγαινε κάθε βδομάδα και απευθυνόταν σε παιδιά. Ήταν η συνέχεια του θρυλικού ομώνυμου περιοδικού, στο οποίο για πολλά χρόνια ήταν διευθυντής ο Γρ. Ξενόπουλος. Το είχα πρωτοδεί στο σπίτι του ξαδέλφου μου, που ήταν μεγαλύτερος από μένα, στην Ελευσίνα κάποιο καλοκαίρι. Από τότε γλυκάθηκα και το έπαιρνα ανελλιπώς, μέχρι τη μέρα που διέκοψε την κυκλοφορία του. Ζώντας σε μια μικρή κωμόπολη, πολλά χιλιόμετρα από την Αθήνα, το περιοδικό ήταν για μένα ένας μικρός παράδεισος. Τα πάντα μπορούσε ένα παιδί να βρει στις σελίδες του. Μυθιστορήματα, αστυνομικές ιστορίες, αθλητικά, ανέκδοτα, γελοιογραφίες, κόμικς, σταυρόλεξα, επιστημονικά νέα κ.ά. Η σελίδα με το μεγάλο σουξέ, όμως, ήταν οι Μικρές Αγγελίες. Εκεί τα διαπλασόπουλα, χρησιμοποιώντας παράξενα αλλά και όμορφα ψευδώνυμα όπως Ήλιος του μεσονυχτίου, Ασμοδαίος, Νταν Υπερκόσμιος, Μπούλης, Τζώρτζης Καραμπίνας κ.ά, αντάλλαζαν μεταξύ τους, σε λίγες γραμμές, απόψεις και πειράγματα. Μια άλλη σπουδαία σελίδα ήταν και εκείνη της Συνεργασίας των αναγνωστών, όπου μπορούσε όποιος ήθελε να στείλει τα πρώτα του διηγήματα, ή ποιήματα και να τα δει, εφόσον κρίνονταν αξιόλογα, δημοσιευμένα. Αρκετοί, μετέπειτα, γνωστοί συγγραφείς και ποιητές από εκεί ξεπήδησαν.
Στη σελίδα της Έπης τα παιδιά έστελναν τα σχέδιά τους και εκείνη έκανε επ΄ αυτών τις παρατηρήσεις και τα σχόλιά της. Όσα σχέδια έκρινε ότι είχαν κάποιο ενδιαφέρον τα δημοσίευε στη σελίδα της.
Από μικρός μου άρεσε και προσπαθούσα να ζωγραφίζω ό,τι έβλεπα ή φανταζόμουν. Πόθος μου, διακαής, ήταν να δω κάτι δικό μου δημοσιευμένο. Το πρόβλημα όμως ήταν η Σινική Μελάνη. Τέτοιο πράγμα ήταν άγνωστο στο ένα και μοναδικό βιβλιοχαρτοπωλείο μας. Ο πατέρας μου, όντας τότε συνταξιούχος, πήγαινε με το τραίνο, κάθε τέλος του μήνα, στον Πύργο, όπου ήταν το Δημόσιο Ταμείο και έπαιρνε τη σύνταξή του. Επιστρέφοντας, το μεσημέρι, όλο και κάτι θα μας έφερνε για δώρο, όπως τυρόπιτες, σοκολάτες ή κωκ. Στον Πύργο υπήρχε τότε και νομίζω ότι λειτουργεί μέχρι σήμερα το περίφημο βιβλιοχαρτοπωλείο του Κορκολή, που είχε ό,τι ήθελες από βιβλία ή γραφικές ύλες. Από το μαγαζί λοιπόν αυτό ο πατέρας μου αγόρασε και μου έφερε ένα μπουκαλάκι με Σινική Μελάνη και το κατάλληλο πεννάκι.
Στη σελίδα τη Έπης έστειλα και δημοσιεύτηκαν κάμποσα σχεδιάκια μου, όμως, τρία μόνον απ΄ αυτά μπόρεσα να διασώσω.
Η χαρά και η ικανοποίηση, που έπαιρνα όταν τα έβλεπα δημοσιευμένα και η επιβεβαίωση για το όποιο ταλέντο είχα στη ζωγραφική ήταν αμέτρητη.
Συνεχίζω να ζωγραφίζω μέχρι σήμερα.
Θυμάμαι τον μακαρίτη τον πατέρα μου να βάζει τα κλάματα συγκινημένος, όταν μου έφερε κορνιζαρισμένο από τον Πύργο ένα σχέδιό μου, τον Μεθύστακα.
Ο λόγος ήταν επειδή ο κορνιζάς, όταν είδε το έργο μου, του είχε πει:
«Ο γιος σου έχει ταλέντο, αν συνεχίσει θα γίνει μια μέρα σπουδαίος ζωγράφος».
Ακόμη περιμένω να γίνω…
«Νταν Υπερκόσμιος»
Τι μου θύμισες!
Άλλος όμως ήταν ο Ταν ο Υπερκόσμιος κι άλλος ο Ντάννυ (που ήταν μεγάλος, δούλευε στη Διάπλαση και νομίζω έκανε και τη θητεία του στο Ναυτικό)