Κάθε Σάββατο μας πήγαιναν για εξομολόγηση. Αν κάποιος μπορεί να μου πει γιατί, θα μου κάνει μεγάλη χάρη. Αυτή η πρακτική με γέμιζε πολύ σεβασμό αλλά και στενοχώρια συνάμα. Δε νομίζω ότι ο ιερέας του σχολείου είχε αληθινό ενδιαφέρον ν’ ακούει τις δικές μου αμαρτίες. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, δε μου ήταν καθόλου ευχάριστο να του τις λέω. Ωστόσο, η πρώτη μου δυσκολία ήταν να βρω αμαρτίες. Θα με πιστέψετε ίσως αν σας δηλώσω ότι στα δέκα μου χρόνια δεν είχα αποκτήσει ακόμη τις φυσικές ιδιότητες και τις μεθόδους που θα μου επέτρεπαν να ερευνήσω ορθολογικά τα βάθη της συνείδησής μου.
Χρειάστηκε λοιπόν, όπως είπα, να βρω αμαρτίες. Χωρίς αμαρτίες δεν μπορούσε να γίνει εξομολόγηση. Μου είχαν δώσει, είναι αλήθεια, ένα βιβλιαράκι που τις περιλάμβανε όλες. Δεν είχα παρά να διαλέξω. Αλλά και η εκλογή ακόμη ήταν δύσκολη. Υπήρχαν πράγματι τόσο πολλές απ’ αυτές εκεί ! Αλλά και τόσο ακαθόριστες σχετικά με τις μικροκλοπές , τη σιμωνία, την παράβαση καθήκοντος, την πορνεία ή τη φιληδονία! Έβρισκα και τι δεν έβρισκα σ’ αυτό το βιβλιαράκι: « Κατηγορώ τον εαυτό μου ότι έχει φτάσει στην απελπισία∙ κατηγορώ τον εαυτό μου ότι έχει ακούσει πονηρές συνομιλίες». Ακόμη όμως και αυτά με άφηναν πολύ μπερδεμένο. Γι’ αυτό το λόγο σταματούσα συνήθως στο κεφάλαιο με τις απροσεξίες: απροσεξίες στα καθήκοντα, απροσεξίες κατά το γεύμα, απροσεξίες κατά τη διάρκεια συνελεύσεων — τα ομολογούσα αυτά όλα. Το λυπηρό όμως κενό που υπήρχε στη συνείδησή μου με γέμιζε μεγάλη ντροπή: ένιωθα ταπεινωμένος που δεν είχα αμαρτίες.
Μια μέρα τελικά σκέφτηκα το κασκέτο του συμμαθητή μου Φοντανέ. « Βρήκα την αμαρτία μου!» είπα. «Σώθηκα!» Από εκείνη την ημέρα κι ύστερα ξαλάφρωνα, κάθε Σάββατο, αποθέτοντας στα πόδια του εφημέριου το βάρος της αμαρτίας από το κασκέτο του Φοντανέ. Με αυτό τον τρόπο, με τον οποίο γινόμουν αιτία να προκληθεί βλάβη σε αγαθό του πλησίον μου, αυτό το κασκέτο με έβαζε, κάθε Σάββατο για λίγα λεπτά, σε βαθιές ανησυχίες για τη σωτηρία της ψυχής μου. Πράγματι, πότε το γέμιζα με άμμο και πότε το ΄ριχνα επάνω στα δέντρα και του πετούσα πέτρες λες κι ήτανε καρπός που ακόμα δεν είχε ωριμάσει. Άλλοτε πάλι έκανα μ’ αυτό ένα σπόγγο, για να σβήσω μ’ αυτό τις φιγούρες με κιμωλία που ήταν πάνω στον μαυροπίνακα ή το ‘ριχνα από ‘να φεγγίτη μέσα σε δυσπρόσιτο υπόγειο, και όταν τελικά βγαίνοντας απ΄το μάθημα ο σημερινός μηχανικός Φοντανέ κατάφερνε να το ξαναβρεί, αυτό ήταν κουρέλι. Υπήρχε όμως μια νεράιδα που ξαγρυπνούσε πάνω απ’ τη μοίρα αυτού του κασκέτου. Και το λέω αυτό γιατί ξαναπαρουσιαζόταν την άλλη μέρα το πρωί πάνω στο κεφάλι του Φοντανέ με την απρόβλεπτη εμφάνιση ενός κασκέτου που ήταν καθαρό, ευπαρουσίαστο και σχεδόν κομψό.Και αυτό συνέβαινε βέβαια κάθε μέρα. Όσο για τη νεράιδα, αυτή ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του Φοντανέ. Αυτό ήταν αρκετό για να καταλάβει κανείς πόσο καλή νοικοκυρά ήταν. Δεν ήταν μόνο μια φορά που, ενώ εγώ γονάτιζα για να εξομολογηθώ στο ιερό βήμα, το κασκέτο του Φοντανέ βυθιζόταν, με δική μου ενέργεια, στον πυθμένα της δεξαμενής που βρισκόταν στην πιο ωραία για τις επίσημες στιγμές αυλή του σχολείου. Η θέση μου τότε ήταν πολύ λεπτή…
Ποιο ήταν, αλήθεια, το συναίσθημα που με έκανε εχθρικό απέναντι σ’ αυτό το κασκέτο; Σίγουρα η εκδίκηση. Ο Φοντανέ συνήθιζε να με καταδιώκει εξαιτίας μιας παλιάς και ασυνήθιστης, σχολικής σάκας, την οποία ένας θείος μου, με πνεύμα οικονομίας άνθρωπος, μου είχε χαρίσει για μεγάλη μου δυστυχία. Αυτή όμως ήταν πάρα πολύ μεγάλη για μένα και εγώ πάρα πολύ μικρός γι’ αυτή. Κοντά σ’ όλα τούτα αυτή η τσάντα δεν έμοιαζε καθόλου με σχολική σάκα, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν ήταν μια τέτοια τσάντα. Αυτή ήταν ένας παλιός χαρτοφύλακας που άνοιγε σαν ακορντεόν και στον οποίο ο τσαγκάρης του θείου μου είχε προσθέσει ένα λουρί. Αυτός ο χαρτοφύλακας μου ήταν πολύ μισητός. Και μάλιστα όχι χωρίς λόγο. Αλλά εγώ σήμερα δε νομίζω ότι ήταν τόσο άσχημος για ν’ αξίζει την κακομεταχείριση που είχε υποστεί. Ήταν από κόκκινο μαροκινό και είχε γύρω στις άκρες του μια χρυσή ταινία με στολίδια. Πάνω απ’ τη χάλκινη κλειδαριά είχε μια κορόνα και ξεφτισμένα οικόσημα. Το εσωτερικό του το κάλυπτε ένα ξεθωριασμένο μεταξωτό ύφασμα που ήταν κάποτε σε χρώμα μπλε. Αν τον είχα ακόμη αυτόν τον χαρτοφύλακα, με πόση αλήθεια προσοχή θα τον εξέταζα! Φέρνοντας στη μνήμη μου την κορόνα, η οποία έπρεπε να ήταν βασιλική, και τον θυρεό, που επάνω του έβλεπε κανείς ακόμα ( εκτός αν εγώ τους είχα ονειρευτεί ) τρεις κρίνους μισοσβησμένους από χτυπήματα σουγιά, καταλήγω στο συμπέρασμα σήμερα ότι αυτός ο χαρτοφύλακας ήταν αρχικά χαρτοφύλακας ενός υπουργού του Λουδοβίκου ΙΔ΄.
Αλλά ο Φοντανέ, ο οποίος δεν έτρεφε καθόλου σεβασμό για το παρελθόν, δεν μπορούσε να με βλέπει με αυτόν στη ράχη και να μην του ρίχνει μπάλες χιονιού ή ινδοκάστανα , ανάλογα με την εποχή, και λαστιχένια τόπια όλο το χρόνο. Είναι αλήθεια ότι οι συμμαθητές μου αλλά και ο Φοντανέ ο ίδιος δεν είχαν παρά μόνο μια αφορμή δυσαρέσκειας για να εναντιώνονται στη σχολική μου σάκα: την παραδοξότητα που τη χαρακτήριζε. Πράγματι, αυτή δεν ήταν σαν τις άλλες. Από εκεί και όλες οι συμφορές που με βρήκαν εξαιτίας της. Τα παιδιά όμως έχουν μια κτηνώδη αντίληψη για την ισότητα. Δεν ανέχονται τίποτα το διαφορετικό ή πρωτότυπο. Την παιδική αυτή νοοτροπία ο θείος μου, που μου έκανε αυτό το ολέθριο δώρο, δεν την είχε αρκετά προσέξει. Η σχολική τσάντα του Φοντανέ ήταν φριχτή. Τα δυο μεγαλύτερα αδέλφια του την είχαν σύρει τόσο πολύ επάνω στα θρανία του Λυκείου, ώστε αυτή η σάκα δεν μπορούσε να είναι βρόμικη. Το δέρμα της είχε τελείως γδαρθεί και στραπατσαριστεί. Οι πόρπες — που δεν υπήρχαν πια — είχαν αντικατασταθεί με σπάγκους. Αλλά καθώς αυτή δεν είχε τίποτα το αξιοθαύμαστο, ο Φοντανέ δεν ένιωθε γι’ αυτό ποτέ δυσάρεστα. Όσο για μένα, μόλις έμπαινα στην αυλή του σχολείου με τη σάκα μου στη ράχη, βρισκόμουν στη στιγμή κυκλωμένος από κάθε πλευρά και ριγμένος με βίαιο τρόπο μπρούμυτα κάτω, κουφός απ’ τα ξεφωνητά τους. Ο Φοντανέ μου φώναζε τότε να κάνω τη χελώνα και καβάλαγε πάνω στο καύκαλό μου. Αυτός δεν ήταν βέβαια πολύ βαρύς∙ αλλά εγώ ένιωθα ταπεινωμένος. Αμέσως όμως σηκωνόμουν πάλι όρθιος και πήδαγα με μανία στο κασκέτο του.
Ωστόσο, το κασκέτο του Φοντανέ ήταν – αλίμονο ! – πάντα καινούριο και η δική μου σάκα πάντα τελείως άφθαρτη. Και οι σκανταλιές;… Αυτές δεν είχαν τελειωμό και αλυσοδένονταν η μία με την άλλη, όπως τα φονικά στον οίκο των Ατρειδών.