Σήμερα έφερε η Λίζα τη μικρή σπίτι μου, για να πάει για βιομαγνητικό σιάτσου… λέει.
( Το συγκεκριμένο εμείς στην εποχή μας βέβαια αλλιώς το λέγαμε, αλλά έχει δίκιο το κορίτσι – κι ας μη με κοιτά στα μάτια τελευταία-, ο γιος μου το έχει παρακάνει με τις δουλειές του. Άσε που όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται όλο και περισσότερο κρυόκωλος. Ξέρω ότι μ’ αγαπά η Λίζα ΄ κι εγώ την αγαπώ πολύ κι ας λένε για τις νύφες και τις πεθερές ό,τι θέλουν).
Έχω να περάσω λοιπόν, λίγες ώρες με την δεκάχρονη μικρή μου εγγονούλα, την Ερμιόνη ( ο γιος μου επέμενε να ονομαστεί έτσι, γιατί τελικά ποτέ του δεν ξεπέρασε τη μανία του για εκείνον το Χάρι Πότερ και την παρέα του )
– Γιαγιά, έχεις παγωτά;
– Τώρα με προσβάλλεις Ερμιόνη. Είναι δυνατόν να σε περιμένω και να μην έχω στη μυστική μας κρυψώνα παγωτά;
– Γι’αυτό σ’ αγαπάω, γιαγιάκα μου! ούρλιαξε η Ερμιόνη τρέχοντας προς τη μυστική μας κρυψώνα.
Πόσο ψήλωσε! Δεν χορταίνω να την καμαρώνω! Φαντάζομαι πώς θα γίνει σαν μεγαλώσει… και τι δεν θα ΄δινα να την έβλεπα μεγάλη κοπέλα, γυναίκα κανονική με τη δικιά της ζωή!
Ποιος ξέρει πώς να ΄χουν εξελιχτεί τότε τα πράγματα. Έλα μωρή Μάχη, κρατήσου καμιά δεκαπενταριά χρόνια ακόμα, τι είναι; Άλλες είναι καλύτερες που τα κακάρωσαν αφού τους έθαψαν όλους; Απαπαπααα, με φαντάζεσαι χούφταλο;
Γιατί τώρα τι είμαι; Eεε καλά κρατιέμαι για την ηλικία μου. Έχω το σπίτι μου, τις δουλίτσες μου, το αμαξάκι μου, τα χόμπι μου…Βέβαια, το αμαξάκι πρέπει σιγά σιγά να το αποχαιρετήσω, αρκετές νέες βρισιές εμπέδωσα τελευταία.
Αλλά βρε αδερφέ, εγώ ξέρω να οδηγώ, δεν μπορώ όμως να μάθω αυτό το διάολο τον αυτόματο πιλότο: Ξεκινάω να πάω στον αδερφό μου, ωραία και καλά, δίνω τις συντεταγμένες κλπ., αλλά στο δρόμο θυμάμαι ότι δεν πρέπει να ξεχάσω να περάσω κι από την Ελπίδα να πάρω το δισκάκι για τα εννιάμερα της Μίρκας -αχ ρε Μίρκα, όλοι στο έλεγαν να κόψεις πια την ορειβασία, εσύ εκεί…τι έλεγα; Ααα ναι, και πάω ν’αλλάξω την πορεία και γίνεται στο δρόμο το έλα να δεις!
Τέρμα, αυτή η μέθοδος οδήγησης απευθύνεται σε αυστηρά προγραμματισμένους ανθρώπους, σε ρομπότ δηλαδή, σαν κι αυτά που έχουμε για το σπίτι. Άντε να αλλάξεις θέση στα έπιπλα και να μη θυμηθείς προηγούμενα να αλλάξεις το πρόγραμμα εντολών… Τρία πουλάκια κάθονταν και πλέκανε πουλόβερ, όπως λέγαμε στα χρόνια μου!
Ποτέ μου δεν υπήρξα αρνητική στο καινούργιο : τηλεόραση, στερεοφωνικά, walkman, video, cd, USB, βιντεοκάμερες, υπολογιστές, Ίντερνετ, ηλεκτρονικές αγορές, ηλεκτρονικές συσκευές, ψηφιακά τα πάντα, καυγάδες, προξενιά – έτσι δεν παντρέψαμε την Αναστασούλα μας; – επιστολές, φόρουμ, σόσιαλ μίντια, ιοί, ολογράμματα, παρακολουθήσεις (πάνε πια οι χαφιέδες με την καπαρντίνα και το καπέλο καβουράκι…μόνο τις Απόκριες και σε συνομιλήκους μου ηλικιωμένους βλέπεις πια τέτοια στολή) Μέχρι και σεμινάριο για ερασιτέχνες χάκερ παρακολούθησα κάποτε!
Όλα τούτα ήρθαν μετά από μένα. Στρωνόμουν, έπαιρνα τις οδηγίες, μελετούσα με ευλάβεια και, κούτσα κούτσα, πάντα γινόμουν ξεφτέρι. Με τους αυτόματους πιλότους τα έχω βρει λίγο μπαστούνια, αλλά μην ξεχνάμε πως είμαι πια γραία – μεταξύ μας.
– Γιαγιουλίνι μου! άκουσα τη μελιστάλακτη φωνούλα της Ερμιόνης
– Ορίστε, απάντησα με το ίδιο πονηρό ύφος ξέροντας φυσικά τι θα ακολουθούσε.
– Μπορώ να φάω άλλο ένα;… έλα …please γιαγιακούλα μου!
– Να φας όσα θέλεις, απάντησα και βλέποντας τα μάτια της εγγονής μου να γουρλώνουν από έκπληξη, κόντεψα να πνιγώ στα γέλια -κρατήθηκα όμως.
– Αλήθεια το λες γιαγιά; με ρώτησε διστακτικά μην πιστεύοντας προφανώς στα αυτάκια της και ξεχνώντας κάθε νάζι και κούνημα.
– Λέω ποτέ ψέματα εγώ; είπα προσπαθώντας να έχω ενοχλημένο ύφος.
– Όχι, όχι, ευχαριστώ γιαγιούλα μου, γιαγιάκα μου, γιαγιακουλιτσούλα μου εσύ! είπε η μικρή βουτώντας στον καταψύκτη.
Η Ερμιόνη μου….σάματις θα την είχαμε αν δεν υπήρχε η εξωσωματική ευγονική; Καινούργιο φρούτο κι αυτό στα χρόνια μου, σωτήριο. Βέβαια, όταν έμαθα ότι διάλεξαν το χρώμα των ματιών της και θέλησαν ντε και καλά να την βγάλουν κοκκινομάλλα, έγινα έξαλλη και δεν έχω μετανιώσει ούτε μια στιγμή γι’αυτό.
Εντάξει, υπάρχουν και χειρότερα θα μου πεις, δε βλέπεις γύρω σου τι γίνεται; Σίγουρα, αλλά με ορισμένα πράγματα δε μπορώ να συμβιβαστώ.
Ακούς εκεί να διαλέγεις τι θα γεννήσεις! Δε λες καλά που η Λίζα τουλάχιστον δέχτηκε να το γεννήσει – παλιομοδίτισα την έλεγαν τότε οι φιλενάδες της, που είδαν τα έμβρυά τους να μεγαλώνουν σε γυάλες με τα υγρά που τους είχαν πάρει και με φωνές και ήχους μαγνητοφωνημένα σε στούντιο –φρίκη!
Όχι, όχι, το Λιζάκι καλά ξηγιότανε πάντα. Μακάρι να ξέρει πόσο πραγματικά την αγαπώ.
– Αχ γιαγιάκα μου! αναστέναζε η Ερμιόνη τελειώνοντας το δεύτερο παγωτό
“Γιαγιάκα μου”… ήμουν τυχερή τελικά σ’αυτή τη ζωή ( να δούμε η επόμενη πώς θα’ναι) Πώς να το κάνουμε, όταν ακούς για χρόνια ολόκληρα – άμα δεν αποσυρθείς γρήγορα από τον μάταιο τούτο κόσμο – να σε αποκαλούν “μαμά, μανούλα, μάνα, μανουλίτσα, έλα ρε μάνα, μαμάκα, μητέρα, μητερού, μανάρα, ‘μα,”.. σε κάθε δυνατό συνδυασμό και με κάθε τόνο και διάθεση κι αργότερα “γιαγιά, γιαγιακούλα, γιαγιάκα”… ε, τα ‘χεις δει σχεδόν όλα.
Παρατηρώ την Παυλίνα και τον Πέτρο, μεσήλικες σχεδόν πια, και δύσκολα ακόμα μπορώ να δεχτώ ότι μεγάλωσαν πραγματικά κι ότι δεν μου κάνει κάποιος φάρσα.
Σκάω από την περιέργεια για να μάθω λεπτομέρειες από τη ζωή τους, που φυσικά κι εγώ η ίδια δεν θα επέτρεπα ποτέ και σε κανέναν να ρωτήσει καν για τη δικιά μου.
Θα ΄θελα να μπω στο μυαλό τους για ν’ αντικρύσω τη σκέψη τους, να δω πώς πραγματικά σκέφτονται και τι.
Θα ‘θελα να μάθαινα τα πάντα γύρω από τα προβλήματα, τους φίλους, τα χρέη, τις συνήθειές τους κι όχι μόνο αυτά τα λίγα που καταλαβαίνω ή μου λένε όταν η κατάσταση έχει φτάσει στο αμήν.
Σαν ήταν μικρά, με το παραμικρό έτρεχαν σε μένα κλαίγοντας από θυμό ή πόνο κι εγώ τους σκούπιζα τα δάκρυα και τους έλεγα ότι πρέπει μόνα τους να τα βγάζουν πέρα, γιατί δεν θα είμαι πάντα δίπλα να τους βοηθώ. Σκέψου τους και τώρα να έτρεχαν σε μένα… θα ΄χα δέσει μια πέτρα στο λαιμό και θα είχα φουντάρει.
Κι άσε να με τρώει η περιέργεια… έτσι δεν έκανε κι η δικιά μου η μάνα εξάλλου; Με κοίταζε ώρες ώρες τόσο έντονα και καταλάβαινα ότι θα ΄δινε εκείνη τη στιγμή τα πάντα για να καταλάβει τι σκέφτομαι.
Γιατί δηλαδή, κι εμείς δεν κάνουμε το ίδιο με τους γονείς μας; Δεν σκάμε από την περιέργεια να καταλάβουμε έστω και το νόημα των όσων λέγονται ψιθυριστά από τη μαμά και τον μπαμπά; Δεν θα θέλαμε να μάθουμε ένα σωρό λεπτομέρειες κι αδιευκρίνιστα σημεία γύρω από τη ζωή τους, τις σκέψεις τους, τις επιθυμίες ή τα χαμένα τους όνειρα;
Πόσοι δεν στάθηκαν ώρες και μέρες πάνω από χαρτάκια, σημειώσεις, γράμματα, ενθύμια και φωτογραφίες με τη δικαιολογία του ξεκαθαρίσματος των προσωπικών αντικειμένων των γονιών που έφυγαν για πάντα, για να ανακαλύψουν κάτι, να συνδέσουν έναν κρίκο, να μάθουν κάτι παραπάνω για το πρόσωπο που υπήρξε -εκτός των άλλων- μητέρα ή πατέρας τους Σπάνια κάποιος μαθαίνει κάτι ουσιαστικό, συνήθως οι απορίες αυξάνονται και δεν υπάρχει κανείς για να τους απαντήσει.
Κι αν οι γονείς κάνουν το ανθρώπινο λάθος σε στιγμή μοναξιάς ή απελπισίας κι εξομολογηθούν – σαν σε φίλο ίσο προς ίσο – τον κρυφό τους βαρύ κι ενήλικο πόνο στα παιδιά τους, η μαγεία χάνεται, η ισορροπία ταράζεται, ο πόνος φεύγει για λίγο από τον έναν ώμο, θρονιάζεται όμως σε έναν άλλον, ανίκανο να τον αντέξει αν είναι ακόμα άγουρος.
Δε βαριέσαι, κανείς δε μαθαίνει να είναι γονιός…
Ένας παλιός πελάτης στο μαγαζί έλεγε συχνά μια Κινέζικη παροιμία:
Όποιος δεν έχει παιδιά έχει ένα πρόβλημα ΄όποιος έχει παιδιά, έχει χίλια προβλήματα (σκέψου πόσα προβλήματα θα είχε η κάθε Κινέζα εκείνα τα χρόνια, που γένναγε από δεν ξέρω πόσα η καθεμιά… )
Κι εγώ σκεφτόμουν τότε ότι άλλο είναι να μην μπορώ να διαλέξω τι θα φορέσω κι άλλο να μην έχω ούτε τσίτι να ρίξω απάνω μου.
– Γιαγιά, τι βράζει; ρώτησε η Ερμιόνη με περιέργεια γλείφοντας τις τελευταίες σταγόνες του δεύτερου παγωτού από τα δάχτυλά της.
– Α μπα, τίποτα, έκανα την αδιάφορη. Κοτόσουπα φτιάχνω.
– Τιιιιιιιι; Αληθινή ; τσίριξε η μικρή.
– Με ξέρεις να τρέφομαι με σκόνες και χαπάκια; θίχτηκα εγώ…
– Και πότε θα΄ναι έτοιμη ;
– Ε, σε κάνα τεταρτάκι. Αλλά εσένα τι σε νοιάζει, θα φας όλα τα παγωτά …τυχερούλα!
– Αφού ρε γιαγιά, τρελαίνομαι για αληθινή κοτόσουπα!
– Τι να κάνουμε, ρε Ερμιόνη! Κανείς δεν μπορεί να τα ’χει όλα ζωή…σήμερα διάλεξες να φας παγωτά κατά βούληση.
– Μα δεν ήξερα ότι έχεις σούπα! γκρίνιαξε η κοκκινομάλλα μου όπως ήταν αναμενόμενο. Γιαγιουλίνι μου, μπορώ να φάω κοτόσουπα; Σεεε παρακαλώ! Να, τέρμα τα παγωτά, μόνο δύο έφαγα!
– Τέλος πάντων, αφού έφαγες μόνο δύο….άντε καλά! είπα εγώ, η μεγαλόκαρδη και πνίγηκα στα φιλιά της μικρούλας μου.
Μωρέ μωράκια είναι ακόμα σ’αυτή την ηλικία!
Θυμάμαι και την Παυλίνα στα δέκα της, ντάλε κουάλε ήτανε. Γιατί ο Πέτρος πήγαινε πίσω; Γελούσαμε με το Γιάννη σαν τα βλέπαμε από τη μια να ψηλώνουν μέρα με τη μέρα και να φοράνε παπούτσια σα βάρκες κι από την άλλη να πιστεύουν στον Άγιο Βασίλη και να κλείνουν τα μάτια για να μην τους τα διαβάσουμε, όταν έκαναν καμιά αταξία….
Ο Γιάννης μου! Πανύψηλος, μελαχρινός, με τέτοιο ίσιο μαλλί, γεροδεμένος – με σήκωνε με το ένα του χέρι και εγώ γελούσα και φοβόμουν. Και τι μπλε μάτια ήταν αυτά!
Δεν περνάει μέρα που να μην τον σκέφτομαι, λογικό είναι μετά από τα τόσα χρόνια που περάσαμε μαζί.
Άλλοτε τον θυμάμαι όπως τον πρωτογνώρισα, φοιτητή, με μια φυσαρμόνικα πάντα στο τσεπάκι. Άλλοτε όταν γεννήθηκε η Παυλίνα, με τα πρώτα του παχάκια, πιο αραιωμένα τα κοντοκουρεμένα του μαλλιά και το ίδιο πάντα χαμόγελο. Άλλοτε όταν γεννήθηκε ο Πέτρος…Άλλοτε όπως ήταν όταν έφυγε, αποφασισμένο, καμαρωτό αλλά και λυπημένο.
Έτσι ήταν πάντα ο Γιάννης: Έκανε ότι διάολο γούσταρε.
Πόσες φορές ρωτούν τα εγγόνια μου για τον παππού τους και ειλικρινά δεν ξέρω τι να τους απαντήσω. Άραγε οι γονείς τους τι να τους έχουν πει ;
Θα ήταν πιο εύκολο εάν είχαμε χωρίσει ή εάν είχε πεθάνει.
Τώρα τι λένε; Πώς δικαιολογούν τ’ αδικαιολόγητα; Είναι απορίας άξιο πώς έμαθα να ζω κάτω απ’αυτές τις συνθήκες. Και να μην τολμώ να το κουβεντιάσω με τα ίδια μου τα παιδιά…
…Ο πρώτος Έλληνας, λέει, που επιβιβάστηκε στο διαστημόπλοιο τάδε της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, για ένα διερευνητικό ταξίδι που θα διαρκέσει -εάν ολοκληρωθεί- 150 χρόνια…τρέχα γύρευε και Νικολό καρτέρει!
Ο βασικός όρος ήταν να είσαι υγιής, 35-40 ετών και να έχεις αποκτήσει παιδιά, ώστε όταν γυρίσεις (….) να συναντηθείς με τους μακρινούς απογόνους σου και να εργαστείς για ένα διάστημα στην αποτίμηση των αποτελεσμάτων του προγράμματος.
Βλέπετε, όταν θα επιστρέψει, θα είναι μόλις 3 χρόνια μεγαλύτερος απ΄όσο ήταν όταν έφυγε. Μην με ρωτήσετε πώς γίνεται αυτό, διότι το μόνο πράγμα που αρνήθηκα πεισματικά να μάθω όλο αυτό το διάστημα είναι ό,τι έχει σχέση με αυτό που έκανε ο Γιάννης. Με αυτό που έκανε σε μένα και στα παιδιά του.
Μόλις άκουσα τότε την αναγγελία του προγράμματος στην τηλεόραση και την προκήρυξη του διαγωνισμού, γύρισα και τον κοίταξα: Μόλις αντίκρυσα το βλέμμα του, ήξερα.
Όλες μου οι ελπίδες έπεσαν τότε στη Θεά Τύχη. Τι στο διάολο, τόσοι μπήκαν στην προκριματική φάση, το Γιάννη θα διαλέξουν;
Έλα που τον διάλεξαν! Κι έφυγε για πάντα -τουλάχιστον για το δικό μας «πάντα».
Και μείναμε πίσω, εγώ, η …ηρωική σύζυγος και μητέρα, που δεν βρήκα το θάρρος να τον κάνω ρεζίλι σε τόσες και τόσες συνεντεύξεις και εκπομπές που με κάλεσαν τότε να μιλήσω, και τα παιδιά μας, που αισθάνθηκαν – εκτός όλων των άλλων – αναγκασμένα να αφήσουν απογόνους πίσω τους, μπας και κάποιος απ’ αυτούς γνωρίσει τον… μπαμπάκα.
Μόνο στον Πέτρο έπιασε το παραμύθι και την πλήρωσε το Λιζάκι με τις αλλεπάλληλες εξωσωματικές που έκανε για να γεννήσει τρία παιδιά. Η Παυλίνα μεγαλώνοντας δήλωνε από την αρχή στις καινούργιες γνωριμίες της ότι ο μπαμπάς της πέθανε και αρνήθηκε να κάνει παιδιά. Όσο για μένα, από ένα σημείο και μετά, δήλωνα ότι χώρισα.
Και οι τρεις μας είχαμε δίκιο, απλά ο καθένας βίωσε με τον δικό του τρόπο το πένθος του αποχωρισμού.
Βρήκα το θάρρος να προχωρήσω, να μεγαλώσω μόνη μου τα παιδιά μας υπενθυμίζοντας στον εαυτό μου κάθε φορά που απελπιζόμουνα πως, έτσι κι αλλιώς, ο Γιάννης υπήρξε πάντα αυτό που λένε «χαμένος στο διάστημα»…
– Έλα ρε γιαγιά, πότε θα σερβίρεις;
– Δεν έχω ακόμα ειδοποίηση ότι το φαγητό είναι έτοιμο, Ερμιόνη μου.
Αχ, τι σωτήρια μέθοδος είναι αυτή με τα κουδουνάκια που βαράνε όταν είναι έτοιμο το φαί, όταν αρχίζει να καίγεται ή όταν πια απανθρακώνεται και καλείται αυτόματα η πυροσβεστική (εάν δεν διαθέτεις αυτόματο σύστημα πυρόσβεσης).
Πόσες ώρες από τη ζωή μας δεν έχουμε ξοδέψει εμείς οι παλιές πάνω από μια κατσαρόλα και πίσω από ένα τζάμι φούρνου, για να ακούσουμε άπειρες φορές κάτι σαν το “πάααλι ωμές είναι οι μελιτζάνες;”
– Αλήθεια, Ερμιόνη, έφερες να κάνεις εδώ τα μαθήματά σου σήμερα ή θα έρθουν να σε πάρουν τ’αδέρφια σου νωρίς;
– Ο Χάρης έχει δυο τηλεδιαγωνίσματα το απόγευμα και η Μαριάννα θα πάει με τη Λουκία σ’ένα sex shop για την εργασία της και θα αργήσουν.
– Τι είπες, παιδί μου; ψιθύρισα μάλλον ψάχνοντας να βρω καρέκλα να κάτσω.
– Είπα ότι ο Χάρης έχει…… ,άρχισε να ξεφωνίζει η Ερμιόνη.
– Μην ουρλιάζεις, παιδί μου, ακούω μια χαρά! Πού είπες ότι έχει να πάει η Μαριάννα ;
– Σ’ένα sex shop με τη Λουκία.
– Και για ποιο λόγο είπες ;
– Έχουν μια εργασία για το μάθημα της Αισθητικής Αγωγής.
– Ορίστε;
– Μια εργασία ρε γιαγιά, ώχουουου. «Η χρήση της παραδοσιακής τετραχρωμίας στην καταναλωτική πορνογραφία», απάντησε στην ψύχρα η μικρή κοιτάζοντάς με με ένα βλέμμα ανάμικτης έκπληξης, θυμού και ανίας .
– Καλά παιδί μου, μην κάνεις έτσι, μια ερώτηση έκανα γιατί δεν κατάλαβα, είπα ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία μου.
ΜΠΛΟΟΟ, ΜΠΛΟΟΟΟ, ΜΠΛΟΟΟΟΟ, ΜΠΛΟΟΟΟΟΟ
Να ‘σαι καλά καμπανάκι μου -ή ότι στο διάολο είσαι- μ’ έσωσες !!
– Έτοιμη η κοτόσουπάαα μας ! δήλωσα υπερβολικά ενθουσιασμένη από το γεγονός.
– Γιούπι! ξεφώνισε πραγματικά ενθουσιασμένη η Ερμιόνη λησμονώντας πάραυτα και τετραχρωμίες και πορνογραφίες και χούφταλα με σκωροφαγωμένο εγκέφαλο.
Η Μαριαννούλα μου σε sex shop στα 13 της για σχολική εργασία!΄ Παναγία μου, τι άλλο θα δουν τα μάτια μου ;
Aχ μανούλα μου, μπαμπάκα μου, γιαγιάδες και παππούδες μου, πόσο σας καταλαβαίνω όλο και περισσότερο, όσο κοντεύει η ώρα να τα ξαναπούμε κι από κοντά…
Αχ ρε Γιάννη, να ‘σουνα εδώ να ‘βλεπες! Για γύρνα πίσω σε εκατοντόσα χρόνια και τα λέμε……..
Ενδιαφέροντες εσωτερικοί διάλογοι ,σε μία εποχή που ετσι κι αλλιώς αλλάζει..