«Οι κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα, οι μέτριοι από τα αισθήματα και οι καλοί από τη μετατροπή του τίποτε σε κάτι».
Οδυσσέας Ελύτης, Εκ του πλησίον
1.
Λειτουργεί ως εισαγωγή: «To do nothing at all is the most difficult thing in the world, the most difficult and the most intellectual». Ο αφορισμός φέρει, ως γνωστόν, την υπογραφή του μεγάλου δασκάλου του είδους, του Όσκαρ Ουάιλντ. Από το φλέγμα της αποδόμησής του περνάμε στα βαθύτερα νερά του γερμανικού καταπιστεύματος. Διακρίνω κατ΄ εξοχήν: «Τίποτα»: η ετυμηγορία της εβδομηκοστής πρώτης και τελευταίας παραγράφου του τελευταίου κεφαλαίου του πρώτου τόμου του σημαδιακού έργου του Αρθούρου Σοπενχάουερ Ο Κόσμος ως βούληση και ως παράσταση, που εκδόθηκε το 1818, όταν ο φιλόσοφος ήταν ήδη τριάντα ετών, τελειώνει, ως γνωστόν, με τη λέξη «Nichts», δηλαδή «Τίποτα». Είχα αποστηθίσει ολόκληρη τη σχετική φράση όταν μάθαινα γερμανικά, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας μου, στο Ινστιτούτο Γκαίτε των Χανίων στο διάστημα των ετών 1978-1979.Υπηρετούσα τότε ως Έφεδρος Σημαιοφόρος στο Ναυτικό Σταθμό Κρήτης, σε απόσταση αναπνοής από το χωριό του Ελευθερίου Βενιζέλου, τις Μουρνιές. Τότε έστελνα ποιήματά μου για δημοσίευση, μεταξύ άλλων, στο περιοδικό «Βαπόρι», το οποίο εξέδιδε στο Σαν Φρανσίσκο των Η.Π.Α. ο ποιητής Ντίνος Σιώτης. Κατά λέξη το σχετικό χωρίο έχει ως εξής : « Aber auch umgekehrt ist Denen, in welchen der Wille sich gewendet und verneint hat, diese unsere so sehr reale Welt mit allen ihren Sonnen und Milchstrassen – Nichts». Οι Γαλαξίες δηλαδή, όλοι οι Ήλιοι απορροφώνται, χάνονται για πάντα μέσα στο άσπρο και μαύρο φως. Δεν υπάρχει τίποτα μέσα στη μαύρη τρύπα του μηδενός μόλις περάσουμε στον Κάτω Κόσμο. Η συγκεκριμένη γνώση μεταδίδεται βέβαια σε όσους και όσες αντιλαμβάνονται τη βαρύνουσα σημασία της Βούλησης, όπως την προσδιόρισε ο Σοπενχάουερ. Περπατούσα συχνά στην προκυμαία του λιμανιού των Χανίων. Όλες τις εποχές του χρόνου και μαζί μου αυτή η φράση. Παιχνίδι κι εφιάλτης ταυτοχρόνως. Δηλαδή πότε συντροφιά και άσκηση μνήμης, αλλά και υπόμνηση της νίκης του τίποτα. Σε συμπαντικό μάλιστα επίπεδο. Ήταν η εποχή που προσπαθούσα να γνωρίσω σε βάθος την επικράτεια του γερμανικού ιδεαλισμού. Προσπαθούσα να μην υποκύψω στην ομολογούμενη δύναμη του κειμένου. Να ξεφύγω με τα συνήθη κολπάκια των νέων, οι οποίοι είθισται να προβάλουν ανά πάσα στιγμή αντιρρήσεις σε όλα σχεδόν. Απλώς δεν ήθελα να δεθώ σ΄ έναν πνευματικό κόμπο. Και ποτέ δεν αποστήθιζα το γερμανικό πρωτότυπο με κλειστά μάτια. Λες και θα με τραβούσε στις κατασκότεινες ατραπούς του εκείνο το παμφάγο Τίποτα. Τι το πιο εύκολο, ζώντας σε μια τελείως αντιμυθική εποχή. Και λίγο αργότερα η αιτιολογημένη ωμότητα του Νίκου Καρούζου, όπως εκτίθεται σε συγκεκριμένη αποστροφή στη συλλογή του Δυνατότητες και χρήσεις της ομιλίας, που κυκλοφορήθηκε το 1979, δηλαδή: «Τι μένει από όλα αυτά; / Μερικά βλακώδη κόκαλα». Ως υπόμνηση, φρονούσα, της έμμεσης ή της άμεσης επίδρασης του προαναφερόμενου φιλοσόφου, του μονόχνοτου εκείνου εργένη της Δρέσδης και της Φραγκφούρτης.
2.
Από τις πλέον εφιαλτικές συναντήσεις με το «Τίποτα» επιλέγω την εξής: «Τίποτα και κανέναν δεν φοβόταν /Ένα πρωί όμως ένα ωραίο πρωινό Νόμισε ότι είδε κάτι// Όπως είπε. Τίποτα δεν είναι /Κι είχε δίκιο /Αναμφίβολα με τη δική του λογική/Δεν ήταν τίποτα /Όμως εκείνο ακριβώς το πρωινό/Του φάνηκε πως κάποιον άκουσε /Και του άνοιξε την πόρτα/Και μετά την έκλεισε. Ουδείς είπε/Κι είχε δίκιο /Αναμφίβολα με τη δική του λογική/Δεν ήταν κανείς /Και φοβήθηκε ξαφνικά /Κατάλαβε πως ήταν μόνος/Ή μάλλον όχι τελείως μόνος/Και τότε είδε/Το Τίποτα ενώπιόν του/Αυτοπροσώπως». Πρόκειται για το ποίημα του Ζακ Πρεβέρ με τίτλο «Ένα ωραίο πρωινό», από τη συλλογή του Ιστορίες του 1946. Παρεμφερής αίσθηση: ο ριγμένος άνθρωπος, ο ερριμμένος, όπως θα μας πρότεινε ο εισηγητής της Geworfenheit Μάρτιν Χάιντεγκερ. Ο άνθρωπος τίποτα, δηλαδή.
συνεχίζεται…