ΠΑΙΔΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Παιδική λογοτεχνία δεν είναι ιδιαίτερο είδος, αλλά ιδιαίτερη στιγμή – και γι’ αυτόν που γράφει, αλλά και γι’ αυτόν που διαβάζει.
Εγώ, βασικά, είμαι ποιήτρια. Αλλά, όπως θα έγραφα, πιθανόν, και βιβλία κηπουρικής, γι’ αυτούς που τις ελεύθερες ώρες τους ψυχαγωγούνται με τα λουλούδια που καταπιέζουν στη βεράντα τους, έτσι γράφω και «παιδικά» βιβλία, γι’ αυτούς που τις ελεύθερες ώρες τους ψυχαγωγούνται με το παιδί που καταπιέζουν μέσα τους.
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Τα παιχνίδια είναι για τα παιδιά. Μύθος. Ναι, βέβαια, τα παιδιά παίζουν. Αλλά όχι τόσο πολύ όσο οι «μεγάλοι». Εμείς είμαστε που παίζουμε ακατάπαυστα, συστηματικά, μέχρι θανάτου, τα πάντα: ακίνδυνα και επικίνδυνα παιχνίδια με τις λέξεις, τα νοήματα, τα συναισθήματα – κι αυτά τα άλλα παιχνίδια, που δεν έχουν ίχνος χιούμορ (μόνο, ίσως, ασυνείδητο μαύρο αυτοσαρκασμό): πολιτική, λόττο, διπλωματία, χρηματιστήριο, πόλεμο.
ΠΑΡΑΛΟΓΟ
Λυπάμαι για το σκοτωμένο ή σκλαβωμένο πουλί και δε χαίρομαι για τα εκατομμύρια πουλιά που ζουν και πετούν ελεύθερα.
Κλαίω για τον άνθρωπο που πεινά και για την ευκαιρία που χάθηκε και δε γελάω για τους ανθρώπους που κάνουν δίαιτα και για τις ευκαιρίες που αξιοποιήθηκαν.
ΠΟΙΗΣΗ
Η Ποίηση είναι μια βιοποριστική τέχνη. (Χρησιμοποιώ τη λέξη βιοπορισμός κυριολεκτικά.)
Είναι η τέχνη τού να συλλαμβάνεις ζώντες, ασπαίροντες υπαινιγμούς για την ερμηνεία του κόσμου, πέρα από την προσληπτική ικανότητα της συνείδησής σου. Υπονοώ περισσότερα απ’ όσα μπορώ/να φανταστώ: γράφω.
ΠΟΙΗΣΗ (2)
Η Ποίηση πρέπει να μεταδίδει, σε πρώτο ή σε δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, άμεσα και ζωντανά, κάτι που καμιά τέχνη (εκτός από τη μουσική και τον έρωτα) δεν μπορεί να μεταδώσει: μια εξωαισθητική αντίληψη των ορατών και των αοράτων.
ΠΟΙΗΣΗ (3)
Η Ποίηση ως αυτοπεριεχομένη ολότητα, είναι δημιουργός ενός μεταστοιχειωμένου σύμπαντος. Διατυπώνει δε τα πράγματα – άρα τα κάνει αλλιώς υπαρκτά, ονομάζοντάς τα με το κρυφό τους όνομα, αυτό που θα επιβιώσει της φυσικής τους ύπαρξης. Και απευθυνομένη (όπως εν μέρει και η μουσική) στην αρχέγονη σπλαγχνική συνείδηση του ανθρώπου, συλλαμβάνεται σαν είδος γνώσης, σε έκλαμψη έκστασης, εκμηδενίζοντας την προσωπική ψυχή, ανοίγοντας πύλη για τη συμπαντική.
ΠΟΙΗΣΗ (4)
Ποίηση: η πιο ανεξάρτητη από υλικά μέσα τέχνη, η πιο αναρχική και η πιο αλχημιστική. Την ονομάζω αλχημιστική –θαρρώ είναι ο μόνος ορισμός που χρειάζεται επεξήγηση– γιατί και η δράση της είναι τόσο παράξενη και μαγική, όσο και η φύση της. H γaρ εκ του μη όντος εις το ον ιόντι ωτοούν αιτία πάσα εστί ποίησις. (Πλάτων)
ΠΟΙΗΣΗ (5)
Η Ποίηση ήταν ανέκαθεν ο deus absconditus του κοινού λόγου, που εκτοξεύοντας σε μεγάλη εμβέλεια, στο μάκρος των γενεών αόρατα σπέρματα, γονιμοποιούσε αέναα την εξελισσόμενη, ζώσα γλώσσα. Όμως τώρα, ποια θα είναι η γλώσσα της ποίησης ενός, χωρίς θεούς, μέλλοντος;
Όταν όλες οι «μητρικές» γλώσσες περάσουν από το μεγάλο αγγλοσαξωνικό χωνευτήρι και συμπήξουν μια ντεσπεράντο εσπεράντο;
ΠΟΙΗΣΗ (6)
Η Ποίηση από τον καιρό που έπαψε να έχει ωφελιμιστική αξία ως μνημονικό κλειδί, θεωρείται ότι ανήκει πια σε μια παράξενη σφαίρα ενέργειας.
Οπότε, από μακρού ήδη ναρκισσευομένη στον καθρέφτη της διαχρονικότητάς της, είναι ανά πάσα στιγμή ελεύθερη να ξαναπεράσει, αιφνίδια, από την άλλη όψη, στον τόπο της, το χάος.
ΠΟΙΗΣΗ (7)
Αν δούμε, όμως, ως ζωντανό οργανισμό και ως σύνολο όλη την ποίηση που έχει γραφτεί ποτέ (όπως το ήθελε ο T.S. Eliot), και δεχτούμε τη διαχρονικότητά της, καταλαβαίνουμε ότι, μ’ αυτήν ακριβώς την ιδιότητα που καταργεί τη γραμμική συμβατική ροή του χρόνου, η ποίηση μπορεί από μόνη της ν’ αποκλείει την ύπαρξη μέλλοντος.
(Δεν είναι σοφιστεία: διατυπώνω, με απαισιόδοξο τρόπο, μια αισιόδοξη σκέψη.)
Η ποίηση πάντως, αν εκλείψει, θα εκλείψει οπωσδήποτε πριν από τους ποιητές – όπως εκλείπουν τα άστρα πριν απ’ το φως τους και οι ιδεολογίες πριν απ’ τους πιστούς τους.
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ
Δεν είναι απαραίτητο να καταλαβαίνουμε τη γλώσσα της Ποίησης, χρειάζεται μόνο να είμαστε ανοιχτοί να την προσλαμβάνουμε: ουρανόθεν δ’ αρ’ υπερράγη άσπετος αιθήρ (Όμηρος)
ή:
έρος δ’ ετίναξέ μοι / φρένας, ως άνεμος κάτ όρος δρύσιν εμπέτων (Σαπφώ)
ή:
όρνιθες τίνες οιδ’ Ωκεάνω γας τ’ απύ πειρράτων / ήλθον πανέλοπες ποικιλόδερροι τανυσίπτεροι; (Αλκαίος)
Η γλώσσα αυτή, για παράδειγμα, θα μπορούσε να μας είναι «άγνωστη». Αλλά, η αίσθηση των λέξεων, η βαθύτερη ουσία τους, μας προσεγγίζει από αρχαίους, αθέατους δρόμους. Κι αυτό συμβαίνει γενικά με τη γλώσσα της Ποίησης, που ούτως ή άλλως είναι μια γλώσσα Νοημάτων, μια πρώτη γλώσσα, μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα. Η μουσική της μας υποβάλλει συγκίνηση, εικόνες, κάτι σαν νοσταλγία για κάποια πρώτη πατρίδα της ψυχής – ανείπωτα, ακαθόριστα συναισθήματα, ακόμα κι αν δεν ξέρουμε τι ακριβώς θέλουν να πουν οι στίχοι.
Γιατί, η γλώσσα αυτή είναι η δική μας: μια που ακούστηκε έτσι, άπαξ στο χρόνο, πέρασε για πάντα στο κύτταρο της φυλής.
ΠΟΙΗΜΑ
Το Ποίημα απαρτίζεται από λέξεις που η σειρά και η συναρμογή τους –η σύνταξη– είναι μη αναμενόμενη ή έστω ελαφρά διαφορετική από τον καθημερινό λόγο ή και από το λόγο της πεζογραφίας. Αυτό και μόνο, αμέσως αμέσως, δίνει την αίσθηση μιας άλλης οπτικής, ενός «κουνημένου» ή διπλοτραβηγμένου ενσταντανέ.
Οι λέξεις, πάλι, απαρτίζονται από συλλαβές. Οι συλλαβές από φθόγγους. Οι φθόγγοι από γράμματα. Κι εδώ σταματά η «υλική» υπόσταση του ποιήματος:
Τα γράμματα προέρχονται από αρχέτυπους ήχους. Οι ήχοι, από άφατα συναισθήματα.
Τα συναισθήματα, από α-νόητα, ασύλληπτα στοιχεία, ανάλογα προς το στοιχειώδες σωματίδιο της πυρηνικής φυσικής (το ελάχιστο) που η ύπαρξή του προβλέπεται απλώς από τη θεωρία και δεν έχει ακόμα πειραματικά επαληθευτεί.
Κάπου λοιπόν στον πυρήνα της λέξης, υπάρχει η ουσία, το τελικό άτμητο. Από αυτό εκπορεύεται η μαγική δύναμη του λόγου.
Και γι’ αυτό η Ποίηση ξεκίνησε με στίχους-ξόρκια που εξυπηρετούσαν μαγικούς σκοπούς: να απομακρύνουν το κακό ή να επιτύχουν το ποθούμενο. Μετά, πέρασε στο τυπικό των θρησκειών (ύμνοι) και μετά, ανέλαβε να διασώζει την ιστορία και την ταυτότητα της φυλής (ραψωδίες-έπη).
Η δύναμη αυτή υπάρχει πάντα. Η ουσία της λέξης, μέσω του εσωτερικού ρυθμού του ποιήματος (ή και των χρήσιμων «παραφωνιών» και κυρίως της δίεσης), μπορεί να «περάσει» άμεσα, να συναντήσει, και να συνευρεθεί με το άτμητο της ψυχής.
Σκοπός της Ποίησης είναι –το πιστεύω βαθύτατα– να διατηρεί την επαφή μας με το όλον, με τη συλλογική ψυχή, με το Ένα: Ο πρώτος που αναφέρεται ως Ποιητής είναι ο Θεός / Δημιουργός / Νους / Λόγος.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Ο Ποιητής, βιώνοντας την καθημερινότητα με εκλεκτική αφηρημάδα, αφήνει (σχεδόν ερήμην του) τα κενά να κατοικούνται προς στιγμήν (τοÜτον τe àκαριαÖον) από αυτούς τους πτητικούς, αναερόβιους υπαινιγμούς, τους προερχόμενους από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και από το χωροχρονικό της συνεχές, που συναιρούν το μυστικό/προσωπικό με το δημόσιο/κοινό, το πραγματικό με το φανταστικό, το γνωστό με το άγνωστο και που, δυνάμει, είναι το ακατέργαστο υλικό του ποιήματος.
ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Στα περισσότερα βιβλία, με απασχολούν κυρίως τα πράγματα που ανακλήθηκαν από το τίποτα για να στηθούν τα σκηνικά και να στηριχτεί η πλοκή. Λόγου χάρη αναρωτιέμαι για μια στοίβα ασπρόρουχα στο διάδρομο του ξενοδοχείου, για ένα τραπέζι που πάνω του χτύπησε τη γροθιά του θυμωμένος ο ήρωας, για δυο τρία πιάτα με αποφάγια, κι ακόμα, για τα ζώα, τα πουλιά και τα έντομα που απαθανατίζονται τυχαία, περνώντας αιφνίδια από τη σελίδα. Όχι το άλογο του Δον Κιχώτη ή η γάτα της Αλίκης. Τα άλλα, τα ανώνυμα: Οι μύγες που βουίζουν μες στην ταβέρνα, ένα κοπάδι πρόβατα που κατηφορίζουν μια πλαγιά, ένας σκύλος που ούρλιαξε κάποτε.
Ήταν κι αυτά, όλα, εκεί…
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Η Τέχνη είναι απαραίτητη γιατί όλοι έχουμε ανάγκη περισσότερες εκδοχές της πραγματικότητας. Ακόμα και οι πιο στυγνοί πραγματιστές δεν μπορούν να αποφύγουν τα σουρεαλιστικά στοιχεία στα όνειρά τους τη νύχτα. Και κανείς μας δεν ξέρει πού ακριβώς σταματάνε τα όρια μεταξύ των πραγματικοτήτων.
ΠΡΟΣΟΧΗ
Οφείλω να προσέχω ακόμα περισσότερο, καθώς διατρέχω την κάθε μου μέρα, τα πράγματα και τους ανθρώπους. Ήδη, νομίζω πως είμαι πολύ πιο παρατηρητική – σχεδόν όσο ήμουν ως παιδί.
Ωραίες και ξεκάθαρες σκέψεις, λήμματα στο γράμμα Π.
Π
Πεζό
Στέρεο
Ορθό
Αναποδογυρισμένο όμως;
Δέχεται το όλον!