Καλησπέρα. Επιτρέψτε μου να αρχίσω κάπως ανορθόδοξα. Πριν σας παρουσιάσω την Χλόη και το Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, θα ήθελα να σας διαβάσω ένα από τα ποιήματα της συλλογής. Κι αυτό, γιατί – το δηλώνω – δεν έχω συναντήσει πιο επιτυχή περιγραφή, πιο ακριβή ορισμό του ποιητή, της ποιητικής διεργασίας – και του καρπού της:
Ακούστε το «Μάθημα Ζωολογίας»:
Ο ορνιθόρυγχος, αυτό το εξελικτικό ατύχημα. / Μυθιστόρημα με πλατυποδία / που κατεβαίνει σκάλες που ανεβαίνουν / με τα στενά λουστρίνια / μιας πλοκής που δεν προχώρησε ποτέ. / Ένα ποίημα / που απερίσκεπτα γεννά αυγά / με σταχτιά χηνόπουλα / χωρίς την ελπίδα κύκνου που θα γίνει. / Αδέξιο δοκίμιο / που θηλάζει τα μικρά του / άλλο με ράμφος πάπιας / άλλο με σώμα κάστορα / έχιδνας ή σκαντζόχοιρου / που θα ενωθούν σε ένα τελικά / με ευδιάκριτες όμως τις ραφές / στη γούνα κάτω από τις τρίχες. / Θα σας το τοποθετήσω αλλιώς :/ οι νηκτικές μεμβράνες ανάμεσα στα δάχτυλα / δεν τον βοηθούνε καθόλου να πετάει. /
Γι αυτό, αν κάποιο βράδυ/ εμπρός στη συνηθισμένη άβυσσο πολτού / από κομμένα δέντρα / συναντήσετε τον ορνιθόρυγχο / αγκαλιάστε τον, όσο πιο στοργικά μπορείτε. / Όπως θα διαβεβαίωνε ο Δαρβίνος / εκατοντάδες ορνιθόρυγχοι πρέπει να παρεμβληθούν / πριν η ιδέα επιτέλους γίνει πράξη.
Πρόκειται για μια ασύλληπτη σύλληψη… Η Χλόη απευθύνεται σε όλους εμάς τους εκτροφείς ορνιθόρυγχων – έχει συνειδητοποιήσει πλήρως τι συμβαίνει και το περιγράφει με ενάργεια.
Κι αυτό γιατί κι εκείνη είναι ένα παράδοξο της φύσης, μια δημιουργός: μισή σάρκινη, μισή χάρτινη. Ευάλωτη και ευαίσθητη αλλά και μαχητική, πεισματάρα και αδάμαστη. Βρίσκεται με το κεφάλι στα σύννεφα αλλά και πατάει γερά στην γη. Είναι ένα υβρίδιο βικτωριανής παραστρατημένης κόρης, με γονίδια πασιονάριας. Και, φυσικά, αρχαία ψυχή.
Γεννήθηκα το 1846, λέει, /Γράφω ακόμα.
Ορίστε, άρχισα επιτέλους την παρουσίαση της!
Λοιπόν, την Χλόη Κουτσουμπέλη την είχα καταλάβει από τότε που διάβασα το (πρώτο για μένα, πέμπτο για εκείνη) βιβλίο της, το Η αλεπού και ο κόκκινος χορός.
Και είχα πει τότε, Ναι, είναι μια Αλεπού. Όμορφη, άγρια, πανέξυπνη: ελίσσεται με γρηγοράδα στο σκοτεινό δάσος της Ποίησης, φωτίζοντάς το τόπους-τόπους με τον κόκκινο χορό της, ξεφεύγει από τις παγίδες, καταφέρνει να βρει τροφή σε πιθανά και απίθανα συμβάντα και μη συμβάντα.
Λοιπόν, αυτή η αλεπού είχε σπουδάσει νομικά. Κάτι που την έκανε να στρεψοδικεί με ευκολία, να υπερασπίζεται τα αθώα και τους έρωτες, να αντικρούει αλλότρια επιχειρήματα, να μεταστρέφει την ετυμηγορία των ενόρκων ενοχών της.
Γιατί, ως ποιήτρια, είναι συνέχεια υπόδικος, διάδικος και δικαστής ταυτόχρονα, σε μια ισόβια δίκη με κατηγορούμενο τον άλλο της εαυτό που τον έχει υπό επιτήρηση.
Αν υπήρξε έγκλημα, λέει, / δεν είμαι εγώ αυτός που θα αποφανθεί / Υπήρξε όμως συγκάλυψη, λέει, /σαν να μην έγινε. / Σαν να μην –
Και φυσικά, μιλάει για την Ποίηση…
Η Ποίηση όμως δεν συγκαλύπτει, απλώς καλύπτει με ένα θαυματουργό ιαματικό υμένιο τα τραύματα του βίου.
Επίσης, αυτή η αλεπού είχε και μια μακρά θητεία στον τραπεζικό τομέα. Εκεί, πιθανόν έμαθε να αποταμιεύει αισθήματα και να επενδύει με ρίσκο τα κεφάλαιά τους σε σταθερές αξίες – τις ιδιωτικές, τις δημόσιες αλλά και τις ενδοκειμενικές της σχέσεις:
Τώρα, στην πλοκή της χάρτινης ζωής της παίζει ρόλους κόρης, αδελφής, ορφανού, ερωμένης, συζύγου, μητέρας (πολλές φορές όλους μαζί, αξεδιάλυτα).
Παίζει κι εδώ, στο τελευταίο της βιβλίο, στο Σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, κι όπως το συνηθίζει φορά συχνά συγγενείς της περσόνες: μπορεί να είναι ταυτόχρονα η γυναίκα του Λωτ, η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, η λαίδη Λάζαρος της Πλαθ, η Μίλενα, η Βαλεντίνα, η Αδελαίδα, η Εριφύλη, η Περσεφόνη, η μικρή Γουέντυ, η κ. Στήβενς, οι τρεις δεσποινίδες Μέντοουζ, η κ. Γουότερμπριτζ, η γυναίκα ύψιλον, η Άλκηστις, η Πηνελόπη, η Αντιγόνη (όλες, ύλη αραιή από αέρα και φωτιά). Όλες διαφορετικές εκδοχές του πένθους ή της διεκδίκησης.
Αυτό το κάνει απολύτως νόμιμα – γιατί ο μαύρος μίτος της γραφής οφείλει να περνά μέσα από τα κενά όλων των θηλυκών κηδεμονικών της φαντασμάτων, κομπάρσων ή πρωταγωνιστριών, στις παράλληλες ζωές της.
Ναι, η Χλόη, έχοντας και την αγάπη του θεάτρου, σκηνοθετεί πολλές παράλληλες και επάλληλες ζωές, που τα κενά της μιας ακυρώνουν τα κενά της άλλης.
Οι άξονες στο στήσιμο των σκηνών τους, όλοι λοξοί και έκκεντροι, είναι η απώλεια, το πένθος, η αγάπη, η προδοσία –
Στα διαλείμματα αυτών των οιονεί παραστάσεων, η Χλόη κυκλοφορεί αμερόληπτη σε ασύμβατους χρόνους ταξιδεύει ως λαθρεπιβάτης, κάνει πλαστοπροσωπίες, μπαινοβγαίνει σε σελίδες ξένες, σε ένδοξους οίκους, σε ανύπαρκτα δωμάτια, αναστατώνει την κουζίνα, βρίσκεται ταυτόχρονα και στο εδώ και στο αλλού.
Και, βεβαίως, συνομιλεί ισότιμα με συγγραφείς και με ήρωες.
Τους κάνει δικούς της, χτίζει ολόγυρα τα ποιήματα της, και τους κατοικεί. Για όσο τους χρειάζεται χρησιμοποιεί με άνεση σύμβολα και συμβολισμούς ως καθημερινά σκεύη, εργαλεία και όπλα. Η ποίηση της διαποτίζεται από έναν σουρεαλισμό, ήμερο, κατοικίδιο, κολυμπά μέσα του νωχελικά, σαν σε αμνιακό υγρό.
Εκ παραλλήλου, καθώς γράφει η Χλόη, χαρτογραφεί μια έρημο πυκνοκατοικημένη (από τους ανθρώπους της, ζωντανούς και νεκρούς), έρημο που εκτείνεται από τα γήινα πόδια της ως τους φανταστικούς Αντίποδες, καλύπτοντας γνώριμους αλλά και μυθικούς, ονειρικούς ή μυθιστορηματικούς τόπους. Και δεν σταματά να την εξερευνά. Στις νοερές διαδρομές της σαρώνει τα πάντα.
Η γη επίπεδη, η Άνοιξη σφαιρική, λέει. Ο χρόνος λαγός, Νεκρή θάλασσα οι αναμνήσεις. Το φεγγάρι είναι από τυρί, αλλοιώνεται εύκολα. Τα πιατάκια του γλυκού χαμογελάνε ραγισμένα. Τέλος, τα λουλούδια μπλα μπλα – λέει. Δηλαδή παντού, η ελαφρότητα των λέξεων αποφορτίζει τα νοήματα από το βάρος τους και τα κάνει προσιτά, όπως τα λουλούδια την χαράδρα.
Ανάμεσα σε όλα αυτά τα παρακείμενα καλπάζει μια μνήμη που ασθμαίνει σ’ όλο τον κόσμο αναζητώντας μιαν αλήθεια – την αλήθεια για την προδοσία, που «σπάνια έχει αντικείμενο και σχεδόν ποτέ της υποκείμενο». Προδοσία από τη ζωή ή από εραστή; Το ίδιο μετράνε.
Οι τρεις εραστές που αναφέρει στο βιβλίο ήταν ο Ιούλιος Βερν, ο Λιούις Κάρολλ και ο Φραντς Κάφκα. Αυτοί την γονιμοποίησαν
Από τότε γράφτηκαν πολλά ποιήματα, λέει.
Η Χλόη είναι εύκρατη και γόνιμη. Τα ποιήματά της είναι γεμάτα σποράκια με φύτρο, τα σπέρνει με χάρη, λίγο απρόσεχτα: κάποια θα κατορθώσουν αυτό που ποθούν. Λαχταρούν τα μισά να πεθάνουν, να γίνουν κόκκοι αλατιού, τ’ άλλα μισά να πολλαπλασιαστούν ανεξέλεγκτα και να κατακυριεύσουν τη λογική της. Δεν θέλει να μεγαλώσει , την πονά πάντως συχνά το ράγισμα ανάμεσα στα δυο ημισφαίρια του κρανίου, δεν μπορεί να τα συναρμολογήσει εύκολα, αγωνίζεται, αυξομειώνει το μέγεθός της. Ο κόσμος είναι ένα φαρμακωμένο γλυκό, φάε με, πιες με, την προκαλεί συνέχεια. Εκείνη όμως, που βλέπει κι από την άλλη μεριά του γυαλιού την πραγματικότητα να διαθλάται σε μια σειρά παραμορφωτικών καθρεφτών, ξέρει πως πρέπει να σπάσει για να βγει.
Χαρακτηριστικό όλων των βιβλίων της Χλόης και ιδιαίτερα αυτού του τελευταίου, είναι η τεχνική της για την πρόσληψη και οικείωση του παράδοξου και του αλλόκοτου: άρρυθμες αλλά τακτικές ορθολογικές, στέρεες παρεμβολές, ως συνεκτική ύλη των φλούο, ρευστών εικόνων της.
Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ (σημείωμα αυτοχειρίας; Σημείωμα εγκατάλειψης;), το σε χαρτί ήδη κιτρινισμένο, πού το απευθύνει; Σε έναν αγαπημένο; Σε ένα ξένο; Σε έναν αγαπημένο και σε έναν ξένο. Σε έναν αγαπημένο ξένο. Στον αναγνώστη.
Τι μήνυμα μεταφέρει; Γιατί απολογείται; Τι εξηγεί;
Απλώς, το ανεξήγητο. Επειδή δεν είναι σημείωμα, είναι ποίημα…
Και το υπονομεύει η ίδια γράφοντας:
Ποτέ μην εμπιστεύεσαι αυτούς που αφήνουν ποιήματα, εννιά φορές στις δέκα τα επινοούν. (Εντάξει, παραφράζω λίγο τον στίχο της.)
Κλείνοντας, δηλώνω πως η Χλόη Κουτσουμπέλη είναι ολόκληρη μια συλλογή ποιημάτων που συνεχίζει να γράφεται…
(ομιλία στο «Επί λέξει», 16/1/19)