«Η καημένη η ανθρωπότητα, πόσο πολύ συνηθίζει να θάβει ακόμα και τα ελάχιστα υπολείμματα της ελευθερίας της και να χτίζει στέγες ώστε να μην μπορεί να σηκώσει τα μάτια και να δει τον γαλανό ουρανό».
Έρνστ Τέοντορ Βίλχεμ Αμαντέους Χόφμαν
“Δισταχτικά και με τρεμάμενη καρδιά, παραδίδω στο αναγνωστικό κοινό αυτές τις λιγοστές σελίδες που ανάβλυσαν από τα κατάβαθα του Είναι μου τις γλυκές ώρες της σχόλης και της ποιητικής έμπνευσης: θα βρει μέσα τους ζωγραφισμένη τη ζωή, με τις ελπίδες τα βάσανά της και τους πόθους της”.
Έτσι ανοίγει την αυλαία ο Γάτος Μουρ: το κατ’ εξοχήν αυτοβιογραφικό έργο του Ε.Τ.Α. Χόφμαν, όπου τα βάσανα και οι πόνοι της δικής του καθημερινότητας περνούν στον μουσικό Γιοχάνες Κράισλερ, όπου η δική του αγάπη πυρπολεί και την καρδιά του ήρωα στο βιβλίο του.
Το “Βίος και Πολιτεία του γάτου Μουρ” είναι ένα μυθιστόρημα φαντασίας και κριτικής σκέψης.
Ο Μουρ είναι ο γάτος του εφευρέτη/μάγου της αυλής του Δούκα Ειρηναίου. Είναι ένας πολύ ιδιαίτερος γάτος μιας και ξέρει γραφή και ανάγνωση. Προβληματίζεται, οι σκέψεις του συμβαδίζουν με τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, γράφει σονέτα, ποιήματα και μικρά διηγήματα.
Δεν θα μπορούσε λοιπόν μια τέτοια σημαντική προσωπικότητα να μην αφήσει παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές των γάτων, την βιογραφία του η οποία θα ήταν μάλιστα γραμμένη από τον ίδιο… Έτσι ο γάτος θα πάρει ένα βιβλίο από την βιβλιοθήκη του κυρίου του για να γράψει στις σελίδες του τα απομνημονεύματα του. Τυχαία θα διαλέξει την βιογραφία ενός άγνωστου μουσικοσυνθέτη, του Γιοχάνες Κράισλερ!
Το αποτέλεσμα είναι αλλοπρόσαλλο και διασκεδαστικό: οι δυο βιογραφίες μπλέκονται και ο αναγνώστης διαβάζει πότε για τη ζωή του Γάτου Μουρ, πότε για του Κράισλερ! Δυο χαρακτήρων εκ διαμέτρου αντίθετων. Του ορθολογιστή, αξιοπρεπή και φιλάρεσκου γάτου και του ρομαντικού, περιθωριακού και ονειροπόλου δημιουργού Γιοχάνες Κράισλερ. Και προκύπτει ένα έργο με χαρακτηριστικά γνωρίσματα το χιούμορ, την ειρωνεία, την αντίθεση (από τη μια ο Μουρ “γάτα” της κριτικής σκέψης κι από την άλλη ο Γιόχαν Κράισλερ, ο ρομαντικός – περσόνες του Χόφμαν και οι δύο).
Ο Χόφμαν σατιρίζει μέσω του γάτου τις ιδέες του Διαφωτισμού και τον καθωσπρεπισμό, ενώ μέσω του Κράισλερ μας υπενθυμίζει ότι ο Ρομαντισμός είναι κάτι το οποίο μας συμπληρώνει ως οντότητες. Υπάρχει και το στοιχείο του υπερφυσικού – στο πρόσωπο του Δασκάλου Άμπραχαμ, ο οποίος ασχολείται με πράγματα “σκοτεινά”, ίσως και μαγικά, αλλά και κάνει περίεργα πειράματα κλεισμένος στο εργαστήρι του. Επιπλέον, δεν λείπει και η έμμεση ή και άμεση ειρωνεία προς την αριστοκρατία της εποχής του. Ο Χόφμαν, κατ’ εξοχήν παράδειγμα δημιουργού της εποχής του γερμανικού Ρομαντισμού, δε χάνει την ευκαιρία να ασκήσει δριμεία κριτική σε διάφορες εκπαιδευτικές μεθόδους της εποχής.
Ο ήρωας του, γάτος Μουρ, συχνά εκθειάζει τον δάσκαλό του. Αλλά, ταυτόχρονα, ως περσόνα του Χόφμαν, αυτό το κάνει με μια λεπτοφυή ειρωνεία για τις επιβεβλημένες “αρχές της κοινωνίας”, όπως παρατηρούμε στο απόσπασμα που ακολουθεί:
«Θα πρέπει να αποδώσω τον οφειλόμενο φόρο τιμής στον δάσκαλό μου Άμπραχαμ, που για την αγωγή μου δεν ακολούθησε ούτε τον ξεπερασμένο πια Μπάσεντοφ ούτε και τη μέθοδο Πεσταλότσι, παρά μου άφησε πλήρη και απεριόριστη ελευθερία να διαπαιδαγωγηθώ μόνος μου. Έπρεπε φυσικά να ακολουθώ ορισμένες βασικές αρχές που ο δάσκαλος Άμπραχαμ θεωρούσε απολύτως απαραίτητες για την κοινωνία μας, όπως την έχει πλάσει ο Θεός να ζει σ’ αυτόν τον πλανήτη, χωρίς αυτές όλος ο κόσμος θα’ ρχόταν τα πάνω κάτω, θα έπεφτε ο ένας πάνω στον άλλο και κοινωνία δεν θα υπήρχε! Ουσία αυτών των βασικών αρχών ο δάσκαλος Άμπραχαμ θεωρούσε τη “φυσική ευγένεια”, σε αντίθεση με την συμβατική, που μας υποχρεώνει να λέμε: “Σας παρακαλώ ταπεινά να με συγχωρήσετε”, τη στιγμή που κάποιος αγροίκος πέφτει πάνω μας ή κάποιος μπουνταλάς μας πατάει το πόδι. Παραδέχομαι ότι τέτοιου είδους τσιριμόνιες μπορεί να είναι απαραίτητες στους ανθρώπους. Αλλά το μυαλό μου δεν μπορεί να συλλάβει την εφαρμογή τέτοιων κανόνων στο δικό μου γένος που γεννήθηκε ελεύθερο.»
Ο γάτος Μουρ, αποκομμένος από τον έξω κόσμο, έγκλειστος στο σπίτι, και κυρίως στο γραφείο, του δασκάλου του έχει μετατρέψει σε φυσικό του κόσμο τα βιβλία και τα συγγράμματα του δευτέρου, με τα οποία ασκείται από μόνος του στη γραφή και στην ανάγνωση. Ο δάσκαλος του, όπως φαίνεται κατά την κρίση του γάτου, είχε επιλέξει για τη διαπαιδαγώγηση του ιδιαίτερου αυτού τετράποδου, μια μέθοδο κοντά στις θέσεις του Ρουσσώ, σύμφωνα με τις οποίες το παιδί (και, εν προκειμένω, το γατί), πρέπει να είναι ελεύθερο στη φύση, αποκομμένο από τον πολιτισμό και να μαθαίνει μέσω της προσωπικής εμπειρίας και της αυτενέργειας.
Ένα “γατί” που δεν διστάζει να αποδομήσει την ανθρώπινη λογική- συνείδηση και να την αποποιείται γιατί στην ουσία πρόκειται για επίκτητη συνήθεια που δεν δίνει απαντήσεις στα μεγάλα “πώς” και “γιατί”:
«Πόσο σπάνια είναι λοιπόν σ’ αυτούς τους σκοτεινούς, πικρούς κι αναίσθητους καιρούς που ζούμε η αληθινή συμπάθεια των ψυχών. Είναι άραγε τόσο σπουδαία υπόθεση το να περπατάει κανείς στα δύο του πόδια; Και δίνει πράγματι το δικαίωμα στο γένος που ονομάζεται ανθρώπινο να εξουσιάζει όλους εμάς που βαδίζουμε στα σίγουρα με τα τέσσερα; Το ξέρω όμως, το ξέρω: μεγαλοπιάνονται, επειδή υποτίθεται πως έχουν κάτι μέσα στα κεφάλια τους, κάτι που αποκαλούν λογική. Δεν ξέρω τι ακριβώς εννοούν με αυτή την λέξη. Αλλά ένα είναι σίγουρο: αν η λογική δεν είναι παρά η ικανότητα να ενεργεί κανείς συνειδητά και να μην κάνει βλακείες, καθώς μπορώ να συμπεράνω από μερικές κουβέντες του αφέντη και ευεργέτη μου, ε, τότε δεν θα άλλαζα την θέση μου με κανενός ανθρώπου! Διότι εγώ πιστεύω ότι η συνείδηση είναι και αυτή μια συνήθεια. Έρχεται κανείς στην ζωή και την περνάει χωρίς να καλοξέρει πως. Τουλάχιστον αυτή είναι η δική μου περίπτωση. Κι από ότι ακούω, δεν υπάρχει κανένας άνθρωπος πάνω στη Γη που να γνωρίζει από δική του εμπειρία το Πώς και το γιατί της γέννησης του. Όλοι ξέρουν λίγα πράγματα σχετικά, κι αυτά από παράδοση, η οποία είναι αβέβαιη και αμφίβολη.»
Ο μεγάλος συγγραφέας, πατέρας του φανταστικού, Ε.Τ.Α. Χόφμαν, γεννήθηκε στις 24 Ιανουαρίου του 1776, στο Καίνιγκσμπεργκ της Πρωσίας. «Είμαι αυτό που φαίνομαι, ενώ δεν φαίνεται ό, τι είμαι, ο εαυτός μου είναι ένα αξεδιάλυτο αίνιγμα, είμαι σε διάσταση με το εγώ μου»
Έτσι περιγράφει ο ίδιος ο Χόφμαν την ύπαρξή του – και ο βίος του καθόλου δεν αντικρούει αυτή την απόφανση. Ο Ερνστ Τέοντορ Βίλχελμ Αμαντέους (προς τιμήν του Μότσαρτ) Χόφμαν ήταν μια ακόμα περίπτωση καλλιτέχνη με πληκτική δουλειά, ενός πνεύματος που ασφυκτιούσε και ταυτόχρονα τρεφόταν από την αντίδρασή του στις συμβάσεις και τους περιορισμούς του περίγυρού του. Ο Χόφμαν με το έργο του οδηγεί σε διχασμό ακόμα και τους μελετητές: τυπικά, ανήκει στους Ρομαντικούς. Μόνο που ο Χόφμαν ουδέποτε κατέφυγε στα γνωρίσματα του Ρομαντισμού, σε ιδεώδεις μορφές της φύσης και του ανθρώπου, αλλά στα πιο ζοφερά βάθη του υπερφυσικού, περιγελώντας συστηματικά τις ανθρώπινες αδυναμίες και τα υψηλά πάθη. Πάνω απ’ όλα, υπήρξε ένας πρωτεργάτης του Φανταστικού και της λογοτεχνίας Τρόμου.
Μεγαλωμένος σε μια άχαρη οικογένεια, με έναν καταπιεστικό θείο και μια καταθλιπτική μητέρα, βρήκε το αντίβαρο που είχε ανάγκη σε κάθε λογής καλλιτεχνικές δραστηριότητες: μουσική, ζωγραφική, γράψιμο. Ήταν καλός σε όλα, ήθελε να γίνει καλλιτέχνης, παρ’ όλα αυτά σπούδασε νομικά και έπιασε δουλειά στο ανώτατο δικαστήριο του Καίνιγκσμπεργκ ως ένας ακόμα Πρώσος γραφειοκράτης. Ό,τι ακριβώς κάνει, δηλαδή, και η έτερη περσόνα του, ο αρχιμουσικός Γιόχαν Κράισλερ, μέσα από τον οποίο “αυτοβιογραφείται” ο συγγραφέας μας. Σύντομα, βέβαια, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Καίνιγκσμπεργκ λόγω της σκανδαλώδους σχέσης του με μια κυρία της καλής κοινωνίας, μαθήτριά του στο πιάνο. Ήταν η πρώτη από μια μεγάλη σειρά αναγκαστικών μετακινήσεων για τον Χόφμαν: από το Καίνιγκσμπεργκ στο Γκλούγκαου, από εκεί στο Βερολίνο, από το Βερολίνο στο Πόζεν, και μετά από την ατυχή δημοσιοποίηση μιας σειράς σκίτσων, όπου ο Χόφμαν σατίριζε αξιωματικούς του στρατού, στο Πλοκ και στη Βαρσοβία.
Ο Χόφμαν πάνω στον γάτο Μουρ πολεμάει την Πρωσσική γραφειοκρατεία
Ο ίδιος ο Χοφμαν ήταν μουσικός, ζωγράφος και συγγραφέας. Παράλληλα όμως ήταν και δημόσιος υπάλληλος. Ήταν ένας καλλιτέχνης ο οποίος πάσχιζε να συμβιβάσει τη δημοσιοϋπαλληλική του ιδιότητα με την θυελλώδη δημιουργική του φύση. Αισθανόταν απέχθεια για τις μικροαστικές αντιλήψεις και τον καθωσπρεπισμό, κάτι το οποίο διαφαίνεται σε όλα του τα βιβλία.
«Τις καθημερινές, στη διάρκεια της μέρας, είμαι νομικός και, στην καλύτερη περίπτωση, λιγάκι μουσικός. Τις Κυριακές, εξαρτάται. Και τα βράδια, είμαι ένας πλακατζής συγγραφέας, μέχρι αργά τη νύχτα». Στη Βαρσοβία ο Χόφμαν κατάφερε για πρώτη φορά, στα 28 του πια, να ξεφύγει από την επαρχιώτικη ζωή, να διαβάσει συστηματικά λογοτεχνία και να έρθει σε επαφή με έναν πραγματικό κύκλο καλλιτεχνών. Βέβαια, η Ιστορία είχε άλλα σχέδια: στις 28 Νοεμβρίου του 1806 ο Ναπολέων κατέλαβε την Πολωνία και όλοι οι υπάλληλοι της πρωσικής γραφειοκρατίας έχασαν τη δουλειά τους. Ο Χόφμαν κατέφυγε στο Βερολίνο, όπου για ενάμιση χρόνο ζούσε εξαθλιωμένος, με δανεικά από φίλους και γνωστούς αλλά γράφοντας μανιωδώς μουσική.
«Σχεδόν πάντα, τα πράγματα που τελικώς συμβαίνουν είναι τα πλέον απίθανα»
Στην ουσία, ο Χόφμαν αφιερώθηκε στη λογοτεχνία από το 1812 και μετά, δημοσιεύοντας δύο μυθιστορήματα, Το ελιξίριο του διαβόλου (δύο τόμοι, 1815-16) και τη Ζωή και Απόψεις του Γάτου Μουρ (επίσης δύο τόμοι, 1820-22) και πάνω από πενήντα διηγήματα, μέχρι το θάνατό του το 1822. Στις ιστορίες του, τα υπερφυσικά, συχνά μακάβρια και ταυτόχρονα αστεία γεγονότα, δεν συμβαίνουν σε μαγεμένα δάση και καταραμένους πύργους αλλά στο οικείο, σχεδόν μπανάλ περιβάλλον των πρωσικών πόλεων. Ο Χόφμαν μεταφέρει τον τρόμο από εκεί όπου έως τότε ανήκε, στα αστικά σπίτια και στα παιδικά δωμάτια μεγεθύνοντάς τον. Είναι, χωρίς αμφιβολία, ο προπομπός της κλασικής και πολυσήμαντης φράσης του Κάφκα από τη Μεταμόρφωση: «Es war kein Traum», «Δεν ήταν όνειρο».
Οι ήρωες του Χόφμαν, και μαζί τους οι αναγνώστες του, δεν είναι ποτέ σίγουροι αν οι καταστάσεις που βιώνουν είναι πραγματικές ή απλώς αποκύημα μιας εντελώς δικής τους τρέλας. Τα πάντα μπορούν να συμβούν (και συμβαίνουν) χωρίς εξηγήσεις, σαν κάτι που ασφαλώς εντάσσεται στα πλαίσια του δυνατού. Ο κόσμος του Χόφμαν κατοικείται από όντα-υβρίδια μισο-φανταστικά, μισο-πραγματικά (όπως ο Άνθρωπος με την Άμμο, ο Sandman του μύθου και του ομώνυμου διηγήματος, που επιστρέφει στη ζωή του νεαρού Ναθάνιελ ως παλιός φίλος του νεκρού του πατέρα), από χαρακτήρες εκ πρώτης όψεως συνηθισμένους αλλά στην πραγματικότητα απειλητικούς ή γκροτέσκους, ακόμα και από μηχανικές γυναίκες («αυτόματα») που εύκολα περνούν, στην κοντόφθαλμη κοινωνία και στα τυφλωμένα μάτια των ερωτευμένων νεαρών, για ζωντανές δεσποσύνες. Και η ψευδαίσθηση ολοκληρώνεται με τον συγγραφέα να αντιμετωπίζει με άκρα σοβαρότητα τα «τέρατά» του και με μια ολοφάνερη διάθεση γελοιοποίησης τους αφελείς του, «φυσιολογικούς» ήρωες. Ο Χόφμαν ως συγγραφέας έχει επιβιώσει με πολλούς, άμεσους και έμμεσους τρόπους στη δυτική καλλιτεχνική δημιουργία. Πέρα από την επιρροή σε συγγραφείς όπως ο Πόε, ο Γκόγκολ, ακόμα κι ο Κάφκα, οι ιστορίες του υπάρχουν παντού: στον «Καρυοθραύστη» του Τσαϊκόφσκι, στην πασίγνωστη όπερα του Όφενμπαχ «Ιστορίες του Χόφμαν», ακόμα και σε ένα δοκίμιο του Φρόυντ («Das Unheimliche»).
372