«Όσες φορές η γνώση γιγαντώθηκε πέρα από τις κεκορεσµένες συµβάσεις της ήταν που άγγιξε µέσω της ποίησης το µυστήριο».
Έκτωρ Κακναβάτος
Μέσω της Ποίησης εκφράζεται εδώ μια σχέση ιδιαίτερη, αυτή του ανθρώπου με το ζώο, συγκεκριμένα τις γάτες, είτε ως σύμβολα είτε ως συντρόφους είτε, ακόμα, κι ως αφορμή για γραφή…
Αντισυμβατικά λοιπόν, σας παρουσιάζουμε ποιήματα Ελλήνων ποιητών για γάτες!
*
Mάτση Χατζηλαζάρου, Απόγευμα
Μαύρη γάτα γυαλιστερή
λάγνα σα μάτι
κατοικίδιο
εσύ ελεύθερο
στην ηδονή έχεις
μιαν ανάσα αλλόκοτη
ήμερη ήμερη ήμερη
η ράχη σου βρίσκει
μες στο δωμάτιο
όλα τα λησμονημένα χάδια
κι αν δοκίμαζα με σένανε
τα ξόρκια μου
κι αν σε ονομάτιζα
Γριγρίτσα μου γυαλιστερή
εσύ ελεύθερη
όχι καλύτερα
να σε πω Γριγρία
γυαλιστερή μου λάγνα
Γριγρία
μαύρη σα μάτι
παίζεις καθώς γράφω
ψευτοδαγκάνεις το στιλό μου
Γριγρία λεβεντιά
ξένοιαστα ζυγώνεις
τη μελάνη ή το λόγο
παραφυλάς το θάνατο καμιά φορά
μα ποτές το ρήμα πεθαίνω
(Από τη συλλογή «Κρυφοχώρι» εκδ. Τετράδιο)
Η Μάτση Χατζηλαζάρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1914. Έκανε τρεις γάμους εκ των οποίων ο τρίτος, το 1939, ήταν με τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο Κατά την περίοδο 1948-1957 έζησε στο Παρίσι και συμβίωσε για σχεδόν δύο χρόνια με τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Πέθανε στις 16 Ιουνίου 1987. Το σύνολο του γραπτού έργου της περιλαμβάνει τέσσερις ποιητικές συλλογές (που κυκλοφορούν σε συγκεντρωτική έκδοση με τίτλο “Ποιήματα” από τις εκδόσεις Ίκαρος), και δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά. Θεωρείται η πρώτη Ελληνίδα υπερρεαλίστρια.
*
Δημήτρης Καρακίτσος, Η γάτα από ’να ψαροχώρι της Μπούρμα
Αγκαλιά με τούτη τη γάτα
Που με τα χρόνια, εικάζω, γίνεται σαν παιδί.
Όπως τα κινεζάκια τούτα στη στεριά, με
Τα κίτρινα και τα μωβ φορεματάκια
Τα κοκκινισμένα δάχτυλα.
Θα μπορεί, ας πούμε, να μιλά για τα ανόητα νιάτα μου
Για τα περασμένα χρόνια, που τότε δεν είχα γλώσσα.
Για τα ταξίδια μου – στα οποία
Πάντοτε πήγαινα τυφλός.
(Από τη συλλογή «Οι γάτες του ποιητή Δ.Ι. Αντωνίου», εκδ. Το Ροδακιό, 2012)
Ο Δημήτρης Καρακίτσος γεννήθηκε στον Βόλο το 1979. Έχει εκδώσει τα βιβλία: “Οι γάτες του ποιητή Δ. Ι. Αντωνίου” (ποίηση, Το Ροδακιό, 2012), “Βένουσμπεργκ” (διηγήματα, Αντίποδες, 2015), “Παλαιστές” (διηγήματα, Ποταμός, 2016), “Ιστορίες του Βαρθολομαίου Ολίβιε” (διηγήματα, Ποταμός, 2017).
*
Ρένος Αποστολίδης, Ποιήματα για γάτες
Μην πιστεύεις!
Μην πιστεύεις πως τάχα τα γατάκια που αγαπιούνται,
που τα τάισες χαμένα από τη μάνα τους,
τα χάιδεψες, τα μεγάλωσες,
τ’ άφησες να χαρούν τη ζέστη του σπιτιού –
μην πιστεύεις
πως τάχα «φεύγουνε μια μέρα για περιπέτεια»,
πως «ξαναγυρνάνε», «ύστερα από καιρό»,
καμμιά φορά.
Δε φεύγουν αυτά…
Τα πατάνε αυτοκίνητα,
τ’ αλέθουνε σκουπιδοφάγοι,
καθώς δεν πρόλαβαν τα άταχτα
να πηδήσουν έξω απ’ τον κάδο,
τα ’χουνε σκυλιά κατασπαράξει,
έχουνε ψοφήσει μόνα κι αβοήθητα
σ’ άγνωστες ασφάλτους
να! εδώ, λίγο παραπάνω,
(που δεν έφτασες ρωτώντας),
σφαδάζουν σ’ ανατομικά τραπέζια,
στερημένα κι απ’ τη λύπη σου,
που τα γιάτρεψες φυλακισμένα στο κλουβί
να θρέψει το σπασμένο πόδι τους,
που δεν τα στείρωσες,
να μη χάσουν τη χαρά της ζωής τους,
δεν τα καταδίκασες να ζήσουν στη μονιά σου,
να δεν τ’ αγάπησες καθώς σ’ αγάπησαν,
καθώς θέλανε να μην τα ξαναβγάζεις μόνα
έξω απ’ το σπίτι σου,
ξανά στο κρύο, στην παγωνιά, στο χιόνι…
Μην τα πιστεύεις, ψεύτη, αυτά!
Δεν είν’ αυτά σαν και σένα!
«Καρδιά» σαν και σένα
με την τάχα σου «αγάπη»
δεν έχουν –
μα έχουν αλήθια εσένα τον ίδιο,
με το χάδι σου
σ’ αυτό τον κόσμο
τον όλο «δόσεις» ανεξήγητες
γι’ αυτά –
τον όλο «δόσεις»
που κόβονται χωρίς καρδιά,
και ξαναδίνονται χωρίς καρδιά…
που «δεν το σκέφτηκες» ε;
καθώς σε βλέπαν έτσι τρυφερά,
με το δυσκολεμένο από πτερύγιο
στην ακρούλα
δεξί τους μάτι (σκέρτσο τους!)
γι’ αυτό τάχα τα εγκατέλειψε η μάνα τους
τα «βλαμμένα» της
κι έφυγε με τα γερά της παιδιά;
Εσύ! εσύ τα ’στειλες στις ρόδες,
στα δόντια των σκυλιών
στους κάδους, στους σκουπιδοφάγους,
στ’ ανάλγητ’ ανατομικά τραπέζια,
στις κλωτσιές των άκαρδων,
στα στόχαστρα των οδηγών
που και τη φόρα δεν κόβουν –
και τα μισούν
που τους κόβουνε τη φόρα!
(Δεν τους έχεις δει ποτέ σου, υποκριτή εσύ,
που λες πως χαίρεσαι όταν ο ταύρος
τρυπάει το θεατρίνο «ταυρομάχο»;)
Nαι!
Αυτά δεν έχουν απ’ τη δικιά σου
την ψεύτρα καρδιά!
Αυτά είναι μονάχα,
έτσι μονάχα όπως είναι,
κι έτυχες στο δρόμο τους για λίγο
και σε «δόσεις»
που δεν τα ‘σωσαν
στον άθλιο κόσμο σου
της ρόδας, της φόλας,
του κοπανισμένου του γιαλού
μες τον κιμά –
της «αγάπης σε δόσεις»,
της «αδιαφορίας σε δόσεις»
Αυτά δεν έχουν «δόσεις».
Είναι μοναχά.
Μήτε να σου νιαουρίσουνε μπορούνε πια,
βραχνοχαδιάρικα,
ξαπλωμένα εκεί σε κάποιον άσφαλτο,
σα να κοιμούνται…
Γλύτωσαν
κι απ’ τη μοναξιά που τα τάιζες
κ’ εσύ σε δόσεις
– άκαρδε! «Σε δόσεις»!
*
Έλα πίσω!
Μυκερινέ μου,
ασπρόμαυρο γατάκι που μας έφυγες,
κοιτώντας μας στα μάτια τελευταία βραδιά,
λέγοντας το βλέμμα σου
πως «δεν ήθελες ξανά στο κρύο κι απόψε»,
πώς «καλά ήτανε κι εδώ στη ζέστη
και στη σπιτική ανθρωπιά»,
πώς «κι εσύ θα μπορούσες – να!
στο κρεβάτι να ξαπλώνεις ανάσκελα
ή να στήνεσαι με τα μάτια παιγνιδιάρικα
και τα μπρος σου γαντζωμένα στην κουβέρτα,
πώς τάχα είσ’ έτοιμος να ορμήσεις, πάνθηρά μου!
Γιατί σ’ αφήσαμε ξανά έξω στην ψάθα,
και κοίταγες απ’ το τζάμι τους άσπλαχνους
που τραβάνε πάλι αδιάφοροι για τ’ ασανσέρ τους
και σε παρατάν μονάχο στο ψιλόχιονο;
Γιατί να μη σου βάλουμε τηλέφωνο
στο καινούριο σου κολάρο για τους ψύλλους,
να μας τηλεφωνήσεις,
να νιαουρίσεις σ’ όποιους σ’ ηύραν «να μας πάρουνε»
σ’ αυτά τα ακατανόητα σημάδια – να!:
«έξι, και πέντε, και τρία κ’ ένα, κ’ εννιά,
και πάλι εννιά, κ’ έξι!»,
να ‘ρθουμε να σ’ αρπάξουμε (δε θα σε ’διναν)
και μη σε ξαναβγάλουμε απ’ τα κρεββάτια
και τις πολυθρόνες,
να γρατζουνάς όσο θέλεις τα χαλιά,
νευριασμένος γυρνώντας τ’ απ’ την πλέξη,
να κάνεις τον Ταρζάν στις κουρτίνες,
κι ας φωνάζει η «διχτατόρρισα»! –
ό, τι θες να κάνεις ασπρόμαυρό μου!
κι όλα να μας τα ξέσκιζες!
παρά έτσι που ξεσκίζεται η καρδιά μας μόνη
χωρίς εσένα μας, άταχτε, χατζηαβάτη!
Πού διάολο τρέχεις; Τι κυνηγάς;
Έλα! Και δε σε ξαναβγάζουμε πια νύχτα
στο κρύο ψιλόβροχο!
*
Οι αληθινοί αρχηγοί της 17 του Νοέμβρη
Εγώ κι ο γάτος μου ο Κεραυνός
είμαστ’ ένα ανθρώπινο λιοντάρι
κ’ ένας γάτος μαύρος πάνθηρας.
Κοιμόμαστε μαζί, αγκαλιά, τις νύχτες.
Δε βγαίνουμε να κυνηγήσουμε.
(Ίσως δε θέλουμε κι άλλο πολύ να ζήσουμε).
Κοιμόμαστε αγκαλιά
και γουργουρίζει αυτός
(μόνο τα λιοντάρια κ’ οι γάτες γουργουρίζουνε!
κανέν’ άλλο ζώο!) –
αλλά κ’ εγώ γουργουρίζω, θα λέη,
απ’ τα χρόνια βρογχικά μου,
που καπνίζω ακόμα
εξηνταέξι χρόνια!
Βλέποντας τα πράσινά του μάτια
μες το ολόμαυρο φόντο,
εγώ λέω πως αυτός είν’ ο αρχηγός
της δεκαεφτά του Νοέμβρη,
που εγώ του λέω
ποιών πτώματα να στρώνη χάμω,
για να διαβάζουνε
βαμμένες στο αίμα τους
τις προκηρύξεις μας.
Κ’ εκείνος ξέρει πως εγώ είμ’ ο αρχηγός.
Αλλ’ εμείς οι δυο δεν σκοτώνουμε,
παρά μόνο με το βλέμ’ αυτός,
καταπράσινο μες στο σκοτάδι,
με τη σκέψη εγώ,
για το σκοτάδι πάντα…
Κατά τ’ άλλα όμως τους βαριόμαστε,
τους πληχτικούς,
και γι’ αυτό ούτε τους σκοτώνουμε
γουργουρίζοντας…
Ο Ρένος Αποστολίδης (Αθήνα, 2 Μαρτίου 1924 – Αθήνα, 10 Μαρτίου 2004) ήταν συγγραφέας, φιλόλογος και κριτικός της λογοτεχνίας της μεταπολεμικής γενιάς. Από το 1951 ανέλαβε την αρχισυνταξία και την κριτική στήλη στο περιοδικό Ο Αιώνας μας, και το 1952 ίδρυσε με τον πατέρα του το περιοδικό Τα Νέα Ελληνικά, από τις σελίδες του οποίου άσκησε έντονη κριτική «εναντίον του πολιτικού και λογοτεχνικού κατεστημένου», και ιδιαιτέρως κατά της «Γενιάς του ’30», καταλογίζοντας σε αυτήν «πνευματική και ηθική ανεπάρκεια». Το 1960 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή διηγημάτων Ιστορίες από τις Νότιες Ακτές.
*
Πολύβιος Δημητρακόπουλος, Ο Γάτος
Βρε ζούδι καψερό, που νιαουρίζεις
κι ούλο το χρόνο κοπανάς τα ίδια,
και πας ούλες τσι ρούγες και γυρίζεις
πάνου τση γειτονιάς τα κεραμίδια,
πες μου, μωρέ, αιστάνεσαι θυμό,
όντας αρχίζει εκείνος ο καβγάς,
κι έτσι έχεις και συ κρυφόν καημό,
την ώρα που τσι γάτες κυνηγάς;
Χτυπάει η καρδιά σου; Σου ’ρχεται ζαλάδα;
Σου πιάνετ’ η φωνή; Σου ’ρχονται γέλια;
Και τι τση λες, μωρέ, αφ’ την καμινάδα,
όντας περνάει με την ουρά στα σκέλια;
Κι όντας, καληώρα, παύουνε οι μουρμούρες,
και πάει με το καλό το πανηγύρι,
τση λες και χωρατά; τση κόβεις κούρες;
τση κάνεις κάποτε το νοικοκύρη;…
Άκου, μωρέ, μια συμβουλή από μένα,
κι αν ίσως στη στιγμή δεν πιάκει τόπο,
να’ ρθεις μ’ ούλα τα νύχια σου ανοιγμένα
μόμολο να με κάνεις των ανθρώπω!
Την ώρα που τση λες τα ’στήματά σου,
νιάου-νιάου, και την παίρνεις το ξοπίσω,
και κείνη φεύγει και τση σκούζεις: «-Στάσου,
στάσου, μωρή, δυο λόγια να σ’ ορίσω!»,
αν τύχει κι έτσι δα την ξεγελάσεις
και τη ζυγώσεις κάνοντας το φίλο,
την ώρα σου, βρε γάτο μου, μη χάσεις,
και βούτα τη, και δος τση ένα ξύλο!
Και ποδοκύλησέ τη μες στα χώματα,
και πάρ ’τση τον αέρα με την πρώτη –
να ιδείς, σου ξανακάνει πια καμώματα,
όντας εσύ τση κάνεις τον ιππότη;…
Τ’ άκουσες, μωρέ γάτο;… Τώρα τράβα
και φκιάσ’ τση ούλες τούτες τσι φερσίες –
κι αν δεν την έχεις δούλα σου και σκλάβα,
ναρθείς και να μου δώκεις δυο φτυσίες!
Ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος ήταν θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, μυθιστοριογράφος και δημοσιογράφος. Ήταν γνωστός επίσης με το φιλολογικό ψευδώνυμο Αρκάς (Πολ Αρκάς). Γεννήθηκε το 1864 στο χωριό Τερψιθέα Κυπαρισσίας της Μεσσηνίας. Αρχικά ακολούθησε στρατιωτική καριέρα. Το 1884, παραιτήθηκε από το στρατό και αφοσιώθηκε στο θέατρο. Έγραψε πάνω από εκατό έργα, μεταξύ των οποίων και επιθεωρήσεις, ήταν μάλιστα ένας από τους πρώτος συγγραφείς του είδους στην Ελλάδα. Ως δημοσιογράφος εργάστηκε στις περισσότερες εφημερίδες και περιοδικά της εποχής του. Ο ίδιος εξέδωσε το περιοδικό «Πρωτεύουσα». Ήταν επίσης ένας από τους ιδρυτές της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων.
Έκτωρ Κακναβάτος, Φωνή μου ράτσα υψικαμίνου
Πρώτον: σε θέλουν ακίνδυνη και να ξεχνάς
και ύστερα καλή μ’ αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.
Φωνή μου ράτσα υψικαμίνου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
από τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μεσ’ στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις φτύσ’ τους.
Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.
Ο Έκτωρ Κακναβάτος, (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιώργου Κοντογιώργη), υπερρεαλιστής ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, γεννήθηκε στον Πειραιά το Σεπτέμβριο του 1920. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εμφανίστηκε στα γράμματα το 1943 με την ποιητική συλλογή “Φούγκα”. Συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ, φυλακίστηκε και εξορίστηκε στην Ικαρία και στη Μακρόνησο. Δίδαξε σε φροντιστήρια από το 1963 έως το 1973, καθώς και στη Σχολή Μωραΐτη. Το 1979 διορίστηκε για πρώτη φορά στο Δημόσιο, από το οποίο ήταν αποκλεισμένος λόγω πολιτικών φρονημάτων. Τα ποιήματα του Έκτορα Κακναβάτου συνδυάζουν με ιδιοφυή τρόπο τον υπερρεαλισμό με την πολιτική ποίηση, με έντονες επιρροές από τα μαθηματικά και τη θεωρία του χάους. Πέθανε στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 2010, σε ηλικία 90 ετών.
Γιάννης Σκαρίμπας, «Το βάζο»
Θεέ μου! Κίνα! Και στραβίζω σαν νειογέννητο
γατί. Σινό πενάκι – «κάνθος»
δόντι, μύτη – εκεί – ζωγραφισμένη
ως άνθος.
Σε μια κάμψη το ποδάρι μου – ίδιο ξίφος-
στο πορσελανί μου χαμογέλιο,
με τα μάτια παρδαλά – Θεέ μου τι ύφος
τέλειο!
Να πηδήξω από το βάζο μου; Τι φόρμα
ενός σκίτσου – κίνησης σαν τόξο –
φως το γόνα, φως το πήδημα, ως θα όρμα
στα όξω.
«Γεννήθηκα το 1893 στο χωριό Αγια-Θυμιά της Παρνασσίδος – πρώην Δήμου Μυωνίας. Το δημοτικό μου σκολειό το πέρασα στην Ιτέα των Σαλώνων. Το Σχολαρχείο στο Αίγιο και το Γυμνάσιο στην Πάτρα. Εδώ (στη Χαλκίδα) ελθόντας για στρατιώτης (κληρωτός) το 1914 παντρεύτηκα (… εξ’ έρωτος). Έκτοτε, σχεδόν δεν ‘‘το κούνησα’’ από την πόλη ετούτη = τη Χαλκίδα. Έκανα οικογένεια (παιδιά, νύφες κι εγγόνια) και μνέσκω ακόμα, γράφοντας Λογοτεχνία και Ιστορία. Αλλά και Ποίηση και Θέατρο.
Τώρα υπέρ τα 84 μου χρόνια γεγονώς, εφησυχάζω (σχεδόν μόνος) στο σπιτάκι μου, ζων ‘‘αεί -μη- διδασκόμενος’’, εν αναμονή του ‘‘εσχάτου-μου-μαθήματος’’, ευχαριστώντας εκείνο που ονομάζουμε Θεό, ‘‘για τα βουνά και για τα δάση που είδα…’’ (του Ζαχ. Παπαντωνίου).
Και για το ακριβές των παραπάνω αυτών μου ασημάντων, υπογράφομαι,
ο ταπεινότατος
Γιάννης Σκαρίμπας»
*
Όλγα Παπακώστα, Από το «Όχι ακόμη Κάρμεν»
Εγώ δεν είμαι Άργος. Όταν τον είδα να μπαίνει στην αυλή μετά τόσα χρόνια, του γύρισα επιδεικτικά την πλάτη. Ξόδεψα επτά ζωές στα γόνατα της Πηνελόπης περιμένοντάς τον. Βαρέθηκα τον χτύπο του αργαλειού και τα ψαροκόκαλα των μνηστήρων. Πάω να πεθάνω κάπου ήσυχα, να ξεχάσω το χάδι του.
Η Όλγα Παπακώστα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1966. Έχει σπουδάσει κλασική φιλολογία στο ΑΠΘ και έχει μεταφράσει τις “Τουσκουλανές Διατριβές” του Κικέρωνα για τις εκδόσεις Ωκεανίδα. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
*
Κώστας Μόντης: Ένα σκοτωμένο γατάκι στην άσφαλτο
Είναι πια, βέβαια, θέαμα κοινό στη λεωφόρο
τα μικρά γατάκια
που πάν να διασχίσουν και τα σκοτώνουν τ’ αυτοκίνητα.
Όμως αυτό
έτσι που άπλωσε απαλά
το μπροστινό του ποδαράκι στην άσφαλτο
σα χεράκι κοιμισμένου παιδιού στο στήθος μας,
όμως αυτό
έτσι που αγκάλιασε την άσφαλτο,
έτσι που κάτι της ζήτησε…
Ο Κώστας Μόντης (1914 -2004) υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Κύπριους ποιητές. Γεννήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 1914 στην κατεχόμενη σήμερα από τα τουρκικά στρατεύματα Αμμόχωστο. Έγραψε επίσης μυθιστορήματα και θεατρικά έργα.. Βιβλία του έχουν μεταφρασθεί σε πολλές γλώσσες. Το 1980 τιμήθηκε με τον τίτλο του «δαφνοστεφούς ποιητή» (Poet Laureate) από την Παγκόσμια Ακαδημία Τεχνών και Πολιτισμού. Το 1997 ανακηρύχθηκε Επίτιμος Διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Το 2000 η Ακαδημία Αθηνών τον ανακήρυξε αντεπιστέλλον μέλος της, ενώ το 2001 ανακηρύχθηκε Επίτιμος Διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Επίσης, προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ. Απεβίωσε την 1η Μαρτίου 2004 στο σπίτι του στον Άγιο Δομέτιο, σε ηλικία 90 χρόνων.
*
Μίλτος Σαχτούρης: Καπνός ή γάτα
Καπνός ήταν
ή γάτα;
όταν αυτός κατρακύλησε
τα σκαλοπάτια
βλέποντας
καπνό ή γάτα
κύλησε
στο τελευταίο σκαλί
κι ήτανε πια νεκρός.
Ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης (1919-2005), δισέγγονος του ναυάρχου της Επανάστασης του 1821 καπετάν Γιώργη Σαχτούρη, είχε καταγωγή από την Ύδρα. Το 1937 εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά το 1940 την εγκαταλείπει για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Μετέφρασε ποιήματα του Μπρεχτ. Τιμήθηκε με τρία Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας. Το 1956, τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο “Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές” από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του “Όταν σας μιλώ”, το 1962 με το Β΄ Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του “Τα στίγματα”, το 1987 με το Α΄ Κρατικό βραβείο ποίησης για το έργο του “Εκτοπλάσματα”, και η τελευταία βράβευσή του ήταν το 2003, με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το σύνολο του έργου του Τα ποιήματα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Πέθανε στην Αθήνα την Τρίτη 29 Μαρτίου 2005.
*
Ανδρέας Εμπειρίκος: Φωτιά χωρίς λάδι
Φωτιά χωρίς λάδι
Γάτα στη σκάλα με χλιδή
Γατί μεσ’ στο κρεββάτι σαν γυναίκα
Γυναίκα σαν γατί στο χάδι των χεριών μου
Χέρι που ξέρεις να γλυστράς
Όταν χαϊδεύεις των θηλυκών χωρών τα ρόδα
Σαν ρόδα καρρότσας που κυλά
Στα πέταλα των ρόδων και των ίππων
Σαν προσευχή δερβίση που γοργογυρνά
Και τέλος εν εκστάσει πίπτει
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 1901 στη Μπράιλα της Ρουμανίας. Ο Σπούδασε Φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία ενώ παρακολούθησε και μαθήματα οικονομικών στο πανεπιστήμιο. Το 1926 έφυγε για το Παρίσι όπου αποφάσισε να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1931 και αφιερώθηκε τόσο στην λογοτεχνία αλλά και στην ψυχανάλυση την οποία ασκούσε επαγγελματικά. Ενστερνίστηκε σε μεγάλο βαθμό τον Μαρξισμό και δήλωνε κομμουνιστής, αλλά κατά τον εμφύλιο δήλωνε πλέον «αριστερός» και όχι κομμουνιστής. Το έργο του Εμπειρίκου έγινε δεκτό είτε με τον πλέον άκρατο ενθουσιασμό, είτε την πλέον βίαιη επίκριση. Στο πιο γνωστό του βιβλίο, τον «Μέγα Ανατολικό» ο Εμπειρίκος επιχειρεί να κάνει μια σύνδεση της ερωτικής με την πολιτική ουτοπία.
*
Γιάννης Βαρβέρης: Λίγο πριν
Πριν βρέξει οι γάτες απορούν ως μιαν ανάσα
τα υπόστεγα μιλούν για τη βροχή
πήδος στον τσίγκο πήδος στην ταράτσα
λουφάζει η γάτα πριν σαλτάρει
σ’ άλλα παλιοσίδερα.
Αγκάλιασε τον κούκλο της η Ελβίρα
πάνω απ’ το τούλι απλώνεται λουλάκι ως πέρα
στο δώμα ξέμεινε μικρό κουνούπι λίγο να τρομάζει
σαλεύει το χεράκι και ραγίζει έν άρωμα.
Με τη βροχή με το νερό
οι φτωχοί κούμπωσαν την προσευχή στον κόρφο
και σβήσανε σαν τα χαμόγελα