Η ΝΥΧΤΑ ήταν τρομαγμένη
τα πεζοδρόμια χαρακωμένα
σε κάθε γωνιά παραμόνευε το άγνωστο
σε κάθε βήμα μια λέξη
αυτή η άγνωστη λέξη
.
DIE NACHT war erschrocken,
die Bürgersteige zerkratzt,
in jedem Winkel lauerte das Unbekannte,
bei jedem Schritt ein Wort,
dieses unbekannte Wort.
*
1
ΝΑ ΚΑΤΙ πολύ απλό
που δεν μπορεί να συμβεί σε μια πόλη
Να βρεις καρφωμένο στο μανίκι σου
Ένα στάχυ
.
1
DAS IST ALSO ETWAS ganz einfaches,
etwas, das in einer Stadt nicht geschehen kann,
dass du eine Ähre findest,
geheftet an deinen Ärmel.
*
2
EΙΔΑ ΘΑΛΑΣΣΕΣ να μπαινοβγαίνουν μέσα μου
είδα σαράκια να μου τρυπάνε το κορμί σαν ηφαίστεια
είδα πάνω στις στάχτες χαραγμένη τη λέξη φωτιά
τα καράβια πολλά
θολά τα ταξίδια
ποιος θα κοιτάξει πίσω να δει την αλμύρα
ποιος θα κοιτάξει πίσω να δει τη φωτιά
Ας νυχτωθούμε
πίσω απ΄την πλάτη μας τα Σόδομα
κάνε ακόμα ένα βήμα πριν γίνεις αλάτι
κάνε ακόμα ένα βήμα πριν τυφλωθώ
.
ICH HABE MEERE gesehen, die in mich ein- und ausflossen,
ich habe Holzwürmer gesehen, die meinen Körper durchlöcherten wie Vulkane,
ich sah in die Asche geschrieben das Wort „Feuer“.
Die Schiffe sind viele,
trübe sind die Fahrten,
wer wird sich umschauen, um das salzige Wasser zu sehen,
wer wird sich umschauen, um das Feuer zu sehen?
Lass die Nacht nur über uns hereinbrechen,
hinter unserem Rücken liegt Sodom,
mach noch einen Schritt, bevor du zu Salz wirst,
mach noch einen Schritt, bevor ich erblinde.
*
Δούρειος Ίππος
ΤΟΝ ΔΟΥΡΕΙΟ ΙΠΠΟ που στέκει στην πόρτα σου
μην τον ανοίξεις
μην τον αφήσεις να μπει στην αυλή σου
και αν κάποια στιγμή δεν αντέξεις
και τον αφήσεις να μπει μέσα απ΄τα τείχη σου
το βράδυ ξαγρύπνα
σβήσε το καντήλι και αφουγκράσου τον ήχο του ξύλου
αν ακούσεις υπόκωφο ήχο
θα είναι οι σκάλες που κατεβαίνουν μέσα σου
αν ακούσεις να τρίζουν τα σκοινιά
μην αφήσεις να τυλιχτούν στο λαιμό σου
Αν το ξημέρωμα όλα ήταν όνειρο
και οι πόρτες παραμένουν κλειστές
συνέχισε την ξαγρύπνια σου
Θα βρει το κλειδί ο εφιάλτης κι ας μην του κοιμάσαι
θα τον δεις και στον ξύπνιο σου να χορεύει
πάνω σε μεταξωτές κλωστές υφασμένες
θα σου κλείνει το μάτι με ένα χαμόγελο που θα είναι
μόνο για σένα
Μην αποκοιμηθείς
οι πόρτες θα ανοίξουν
και ούτε κουβέντα
για τη σφαγή που θα ακολουθήσει
*
Das trojaniche pferd
DAS TROJANISCHE PFERD, das vor deiner Tür steht,
mach es nicht auf,
lass es nicht in deinen Hof,
und wenn du es einmal nicht aushältst,
und lässt es durch deine Mauern treten,
dann bleib wach in der Nacht,
lösche deine Öllampe und lausche auf das Geräusch des Holzes.
Wenn du einen dumpfen Ton hörst,
dann sind das die Leitern, die in dich sinken,
wenn du Seile knirschen hörst,
lass nicht zu, dass sie sich um deinen Hals schlingen.
Wenn alles bei Tagesanbruch ein Traum war
und die Tore geschlossen blieben,
bleib wach.
Der Albtraum wird den Schlüssel finden — auch wenn du nicht schläfst,
du wirst ihn auch im Wachen tanzen sehen
auf gewobenen Seidenfäden,
und er wird dir zuzwinkern mit einem Lächeln,
das nur für dich sein wird.
Schlaf nicht ein,
die Tore werden sich öffnen,
und von dem Schlachten,
das dann folgt kein Wort!
*
ΚΑΝΕΙΣ ένα βήμα μπρος
και δύο πίσω
μπαίνεις σε ένα φέρετρο γοργό
και φεύγεις
η θάλασσα μικρή στενή και ευθεία
και όλο βιάζεσαι να φτάσεις
στον μεγάλο κόλπο που σε γέννησε
και που σε θανατώνει
κι όταν φτάσεις
κόσμος πολύς τριγύρω στο λιμάνι
και είναι όλοι παιδιά της μάνας σου
που έχουν φιλιώσει με τον Άδη
.
DU MACHST einen Schritt nach vorn
und zwei zurück,
du steigst in einen schnellen Sarg
und fährst los.
Das Meer ist klein und eng und gerade,
und immer eilst du,
um die große Bucht zu erreichen, die dich gebar,
und die dich tötet.
Und wenn du dort ankommst,
stehen viele Menschen herum am Hafen
und alle sind sie Kinder deiner Mutter,
die sich angefreundet haben mit dem Hades
*
Ο γείτονας
ΣΤΟ ΚΑΨΙΜΟ ενός τόσο μικρού σπίρτου
είδα τη φλόγα της νιότης να σβήνει
στο σβήσιμο της φλόγας
είδα μαλλιά να ασπρίζουν
μάτια να κλαίνε με αίμα
με ένα σπασμένο πόδι κατάλαβα τα γηρατειά
με ένα σπασμένο χέρι
τόσες χειραψίες που πήγαν χαμένες
με ένα χαμένο δρόμο αντάμωσα τη μοναξιά
και στο σπίτι του γείτονα
τα χαμένα μου χρόνια
.
Der Nachbar
AM BRENNEN eines so kleinen Streichholzes
sah ich, wie die Flamme der Jugend verlischt,
im Verlöschen der Flamme
sah ich Haare weiß werden,
Augen Blut weinen.
Mit einem gebrochenen Bein verstand ich das Alter,
mit einem gebrochenen Arm,
so viele Handschläge, die verloren gingen.
Auf einem verlorenen Weg traf ich die Einsamkeit
und im Haus meines Nachbarn
meine verlorenen Jahre.
*
ΕΝΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ
μοιρασμένο στα δυο
είναι το σήμερα
Το αύριο
ένα ολόκληρο για τη μοναξιά
κι ένα για σένα
.
EINE ORANGE
zweigeteilt
ist das Heute.
Das Morgen
eine ganze für die Einsamkeit
und eine für dich.
*
Φωτογραφία
ΕΔΩ ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΩ γιατί όχι
εδώ που μου έστρωσες
κι όταν ξυπνήσω
να τα αφήσω όλα όπως μου τα΄φτιαξες
Εσένα θα σε πάρω μαζί μου
το σώμα και τα χάδια
θα παραμείνουνε στο άσπρο σεντόνι
εσένα όμως θα σε πάρω μαζί μου
σαν ανάμνηση ή σαν φωτογραφία
στης καρδιάς μου την τσέπη
.
Photographie
HIER WILL ICH SCHLAFEN, warum nicht da,
wo du mir das Bett gemacht hast,
und wenn ich aufwache
will ich alles so lassen, wie du es mir bereitet hast.
Dich werde ich mitnehmen,
der Körper und die Liebkosungen
werden auf dem weißen Laken bleiben,
dich aber werde ich mitnehmen
wie eine Erinnerung oder wie eine Photographie
in der Tasche meines Herzens.
*
Κάπου εκεί
Κάπου εκεί έχω αφήσει το θαύμα μου
και τα χαμένα μου όνειρα
έχω αφήσει τα χέρια μου και τα πόδια
το κεφάλι μου και όλο το σώμα
Κάπου εκεί που τα τρένα σταμάτησαν
που τα πλοία βυθίστηκαν
που οι δρόμοι κόπηκαν στα δυο
που δεν υπάρχουν στεριές μήτε θάλασσες
μόνο χρώματα από πουλιά
κάπου εκεί έχω αφήσει το θαύμα μου
σε γαλάζιες σπηλιές
μέσα στα μάτια σου
.
Irgendwo dort
IRGENDWO DORT habe ich mein Wunder gelassen
und meine verlorenen Träume.
Ich habe meine Hände dort gelassen
und meine Beine, meinen Kopf
und den ganzen Körper.
Irgendwo dort, wo die Züge hielten,
wo die Schiffe versanken,
wo die Wege abbrachen,
wo es kein Festland gibt und keine Meere,
nur die Farben von Vögeln,
dort, wo ich mein Wunder gelassen habe,
in blauen Höhlen,
mitten in deinen Augen.
*
ΜΙΑ ΥΓΡΗ μελαγχολία
με κοίταξε
την κοίταξα
στέγνωσε
.
EINE FEUCHTE Schwermut
sah mich an,
ich sah sie an,
und sie trocknete.
**
Ο Δημήτρης Χιλλ γεννήθηκε το 1975 στην Καλαμάτα. Σε ηλικία δώδεκα ετών ταξίδεψε στο όρος Σινά, ήρθε σε επαφή με τους Βεδουίνους της περιοχής και για μια δεκαετία συνδέθηκε στενά μαζί τους. Είναι κατασκευαστής παραδοσιακών μουσικών οργάνων. Από το 2006 ζει στη Μάνη με τα άλογά του. Τα ποιήματα της ανάρτησης προέρχονται από τη συλλογή ” Κιθαιρώνας”, εκδόσεις Άγρα, 2017
Dimitris Hill wurde 1975 in Kalamata geboren. Im Alter von 12 Jahren kam er bei einer Reise zum Sinai mit den dortigen Beduinen in Kontakt, denen er sich für zehn Jahre anschloss. Er fertigt auch traditionelle Musikinstrumente an. Seit 2006 lebt er mit seinen Pferden auf der Halbinsel Mani. Die Gedichte dieser Auswahl stammen aus dem Band “Kithairon” (Agra, Athen 2017)