Προχτές το βράδυ βγήκα για καφέ με μια παρέα έξι γυναικών, από τις οποίες γνώριζα μόνο τις δύο.
Φυσικά, πριν ξεκινήσω από το σπίτι για τη βόλτα, είχα ταϊσει τα παιδιά, είχα βάλει νερό στα πουλιά, είχα πλύνει τα πιάτα, είχα κάνει 4-5 επείγοντα τηλεφωνήματα, είχα ελέγξει το πρόγραμμα της τηλεόρασης για να πω στον άντρα μου τι καλό (δεν) παίζει για να δει, είχα φροντίσει να έχει ζεστό νερό στο θερμοσίφωνο και κρύο νερό στο ψυγείο, είχα βγάλει από την κατάψυξη το κρέας για το αυριανό μαγείρεμα και το γλυκό από το φούρνο, είχα απαντήσει αποφασιστικά στην παρατήρηση των παιδιών μου «συνέχεια πας βόλτα με τις φίλες σου», είχα βάλει στο ραφάκι τα πράγματα που έπρεπε να θυμηθεί να πάρει αύριο ο άντρας μου μαζί του, έτσι ώστε να ξέρω από πού θα τα μαζέψω όταν τα ξεχάσει για να τα πάω εγώ στον προορισμό τους και αφού σιγουρεύτηκα πως όλα πάνε καλά, στολίστηκα προσεκτικά, έκανα ένα διακριτικό μακιγιάζ και “την έκανα”.
Κίνησα, λοιπόν, για να συναντήσω τα κορίτσια στη γνωστή καφετέρια που μαζευόμαστε με τις δυο φίλες μου σε κάθε δυνατό συνδυασμό :
* μεταξύ μας
* με τους συζύγους και γκόμενούς μας ( μη νομίζετε πως βγάλατε είδηση ΄ μόνο οι δυο απ’ τις τρεις είμαστε παντρεμένες, η τρίτη έχει τους γκόμενους )
* με γνωστές ή φίλες κάποιας από εμάς
* με γνωστούς ή φίλους των δυο μας για να βολέψουμε την τρίτη σε περιόδους αναβροχιάς
* με γνωστούς ή φίλους των τριών μας και γνωστές ή φίλες κάποιας από μας για προξενιό – μη σας σοκάρει η λέξη εφόσον μόνο αυτή είναι η σωστή
* μόνη μας, με την ελπίδα να περάσει και κάποια από τις άλλες δυο.
Για να μην αποτρελαθώ από τα τραγούδια που άκουγα μες το ταξί, σκεφτόμουνα πώς να’ναι άραγε αυτές που θα γνωρίσω σύντομα και πώς να έχει εξελιχθεί μέχρις εκείνη τη στιγμή η βραδιά :
* θα φτάσω στα ανέκδοτα για ξανθές και για πέη ;
* μπας και καμιά τους έχει χωρίσει πρόσφατα και πέσω πάνω σε κλάματα, κατάρες και ανταλλαγή νομικών και ψυχολογικών συμβουλών;
* θα προλάβω κάνα κουτσομπολιό για κάποια απούσα ή για τον άντρα της;
* λες να κανόνισαν για καμιά συναυλία κι εγώ να μην μπορώ να πάω;
* έχε γούστο να μας έχει προκύψει πάλι καμιά καβαλημένη!
* ποια απ’ όλες να λέει σήμερα πως αυτό τον καιρό περνάει άσχημη φάση;
Περιττό να πω πως λίγο πριν φτάσουμε παραλίγο να σκοτωθώ – μόνον εγώ, γιατί ως γνωστόν οι ταξιτζήδες είναι εφτάψυχοι :
Ένας μαλάκας γιωταχής πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά μας χωρίς να υπολογίσει το στοπ, τη στιγμή ακριβώς που ένας ηλίθιος μηχανόβιος μας προσπέρναγε με σούζα από τα δεξιά.
Τώρα, πώς έγινε και αποφύγαμε τη σύγκρουση δεν ξέρω, γιατί έκλεισα τα μάτια και το μόνο που σκέφτηκα είναι πως τελικά δεν θα προλάβω να δω τα παιδιά μου να μεγαλώνουν και περίμενα το τέλος με την ελπίδα οι μελλοντικές γκόμενες του άντρα μου να τα φροντίζουν (γιατί οι τωρινές είτε έχουν τα δικά τους παιδιά να φροντίσουν είτε αδιαφορούν παντελώς για τα παιδιά του καλού τους)
Παραδόξως δεν άκουσα τον ύστατο κρότο που θα μ’ έστελνε. Μόνο το στρίγκλισμα των φρένων και κάποιες καινούργιες -για μένα- λέξεις κι εκφράσεις που έβγαιναν από το στόμα του ταξιτζή που βρωμούσε σκόρδο κι έτσι όπως τον είχα αγκαλιάσει από το σβέρκο δεν καταλάβαινα αν ήμουν έτοιμη να λιποθυμήσω από το φόβο μου ή από τη μπόχα του.
Τέλος πάντων, όλα είχαν τελειώσει αισίως! Έβγαλα το πλεκτό χαλάκι που διακοσμούσε το πίσω παρμπρίζ από το δικό μου σβέρκο το έβαλα στη θέση του και συμφώνησα με τον οδηγό που είπε «φαίνεσαι νοικοκυρά γυναίκα» και πως κανονικά εκείνος έπρεπε να τυλίξει το χαλάκι και να το βάλει στον …., ξέρετε πού, των δυο οδηγών.
Κάποτε έφτασα στον προορισμό μου, άφησα τα ρέστα πουρμπουάρ, ο ταξιτζής μου είπε με παχιά προφορά « ευχαριστώ μαντάμ και με το μπαρδόν για τα πριν » και βρέθηκα να περπατώ στον πεζόδρομο που οδηγεί στην πλατεία που είναι το στέκι.
Θέλοντας και μη, παρατηρούσα τον κόσμο που κυκλοφορούσε γύρω μου (μεταξύ μας, περπατούσα αργά-αργά απολαμβάνοντας τις σκηνές που παίζονταν τσάμπα μπροστά στα καλομακιγιαρισμένα μάτια μου ) :
* ερωτευμένοι 14χρονοι έφηβοι, κατακόκκινοι σα παντζάρια, προχωρούσαν κρατώντας το χέρι ο ένας του άλλου σαν να πρόκειται για το πολυτιμότερο απόκτημα του κόσμου. Κοιτάζονταν στα μάτια σκουντουφλώντας σε κάθε χαλασμένο μαρμαράκι του πεζόδρομου χωρίς να το παίρνουν χαμπάρι -πήγαιναν ή έφευγαν από το χαμπουργκεράδικο.
* δυο απελπισμένες μαμάδες έβγαιναν από τον παιδότοπο σέρνοντας πιτσιρίκια που δεν ήθελαν ακόμα να φύγουν και γκάριζαν με όλη τη δύναμη των πνευμόνων τους.
* ένας καλοντυμένος ώριμος κύριος, με μια δίμετρη και ναζιάρα γυναικάρα κρεμασμένη απ’ το μπράτσο του μιλώντας στο τελευταίας μόδας κινητό του αράδιαζε τους πασίγνωστους και ύποπτα γελοίους λόγους που θα τον έκαναν να αργήσει να επιστρέψει στο σπίτι.
* ένας νεαρός έβγαινε από το φαρμακείο κρατώντας θριαμβευτικά ένα κουτί γάλα 1ης βρεφ. ηλικίας σαν λάβαρο ακραίας επαναστατικής πράξης. Τα νυσταγμένα του μάτια με το περήφανο βλέμμα μαρτυρούσαν έναν πολύ φρέσκο μπαμπά.
* ερωτευμένοι 17χρονοι μισοέφηβοι έβγαζαν σχεδόν τα μάτια τους σε κοινή θέα προσπαθώντας μάλλον να τελειώνουν με τα προκαταρτικά ώστε όταν φτάσουν στο ξενοδοχείο του γειτονικού Δήμου να ξεμπερδέψουν πιο γρήγορα, εξοικονομώντας έτσι και κάνα φράγκο (συγγνώμη, ευρώ) για καπνό ή σφηνάκια ή κάρτα.
Δυστυχώς, τίποτα το αξιοσημείωτο δεν έπεσε στην αντίληψή μου -τα γνωστά. Κάμποσοι βιαστικοί, άλλοι χάζευαν, κάποιοι φανερά τσαντισμένοι, ένας-δυο κλαμένοι, άλλοι μ’ ένα γέλιο μέχρι τ’ αυτιά και μερικοί καμπουριασμένοι σαν να τους ζήτησε ο Οβελίξ να του κρατήσουνε το μενίρ για να πεταχτεί στο περίπτερο (Αμάν ! Καλά που σκέφτηκα τον Οβελίξ γιατί μου ‘χουν μείνει 2-3 τσιγάρα και γυναικοσύναξη χωρίς πακέτο δε λέει).
Πλησιάζοντας το περίπτερο άρχισα να καταστρώνω προκαταβολικά το σχέδιο πρόσβασης στον περιπτερά. Ας εξετάσουμε πρώτα τα δεδομένα . Έχουμε λοιπόν :
* δυο ψυγεία παγωτού και τρία αναψυκτικών στα δεξιά μου,
* ένα τρενάκι κι έναν Αλλαντίν στ’αριστερά – ακούς εκεί να θέλουν πια δυο ευρώ για να πάρουν μπροστά!
* ένα μικρό σταντ με τσόντες, ελαφρά γυρισμένο προς τον περιπτερά, πίσω απ’τον Αλλαντίν
* δυό ύπουλες προεκτάσεις των κάτω ραφιών του περίπτερου, γεμάτες με περιοδικά για το κάθε πικραμένο γούστο.
* μόνο δοκιμαστήριο δεν υπάρχει ή ξαπλώστρες με τραπεζάκια
Μέχρι να αποφασίσω ποιο δρόμο θ ’ακολουθήσω, είχα φτάσει.
Πέρασαν γύρω στα 5-6 λεπτά μέχρι να καταφέρω να πλασαριστώ μπροστά στον περιπτερά και να αγοράσω τα τσιγαράκια μου. Ε και τι δεν είδαν τα έμπειρα ματάκια μου και τι δεν άκουσαν τα εκπαιδευμένα αυτάκια μου :
* ήταν ένας με τσιμπούκι στο στόμα που ζήτησε ένα κουτάκι σπίρτα. Μέχρι να του τα δώσει, λέει «α, πιάσε και 3 πακέτα καπνό τάδε», μόλις τα πιάνει στα χέρια του ξαναλέει «δεν πιάνεις και ….», για να μην τα πολυλογώ, ο τύπος πλήρωσε στο τέλος 74 ευρώ.
* ήταν στην ουρά μια κοπέλα …εντάξει, ήταν όμορφη και με μίνι, μα δεινοπαθήσαμε μέχρι να φύγει γιατί ο περιπτεράς έσπαγε πλάκα με τους κολλητούς του που ήταν παραταγμένοι μπροστά-μπροστά: έκανε τον απρόσεχτο αφήνοντας να του πέσουν κάτω τα κέρματα… και άντε να σκύβει το κορίτσι …άντε και να παίρνουν όλοι μάτι το βρακάκι της … ώσπου δεν κρατήθηκα: την τρίτη φορά που έγινε το ίδιο σκηνικό έσκυψα εγώ, τα μάζεψα και ξεμπερδέψαμε.
Εν πάση περιπτώσει, κάποτε ήρθε και μένα η σειρά μου, πήρα τα δυο μου πακέτα, άφησα στην τύχη τους τούς πισινούς μου και άρχισα πια να παίρνω στην τελική ευθεία προς τις φίλες μου. Ήμουν πια πάνω στην πλατεία και από στιγμή σε στιγμή θα έβλεπα τα κορίτσια.
Μόλις το σκέφτηκα αυτό έβαλα τα γέλια και, αν με παρατηρούσε κανένας, θα νόμιζε πως τραβάω χοντρό ζόρι στη ζωή.
Η αλήθεια όμως είναι πως είχα μια πολυαγαπημένη θεία, αδερφή της γιαγιάς μου για την ακρίβεια, που μέχρι που πέθανε στα 77 της -να φτάσουμε τα χρόνια της και με το κεφάλι ψηλά- και κάθε φορά που καλούσε για τσάι τις φίλες της έλεγε «περιμένω τα κορίτσια το απόγευμα» και μεις σκάγαμε στα γέλια. Φυσικά δεν μας πήραν και τα χρόνια, πάντως ο άντρας μου γελάει με την καρδιά του όταν του λέω κι εγώ το ίδιο.
Τέλος πάντων, άρχισα να διασχίζω τα κέντρα της πλατείας για να φτάσω στο «δικό μας» που, απ’όσο διαπίστωνα για μια ακόμα φορά, ήταν -φυσικά- το πιο σικ, λιτό και απόμερο, με απαλή, διακριτική μουσική και όμορφη διακόσμηση στην χειμωνιάτική του αίθουσα.
Νομίζετε ότι υπερβάλλω; Ελάτε να κάνετε μια βόλτα στην πλατεία και μετά τα ξαναλέμε :
* δεν θα συζητήσουμε για τις τρεις φίρμες μεγαλοχαμπουργκεράδικων, με το γνωστό ντιζάιν και την γνωστή πελατεία σκέτο αχταρμά…ένα μόνο σκεφτείτε: όλα εκεί είναι χάρτινα ή μαλακά πλαστικά κι όταν ο άλλος σε φέρνει σε δύσκολη θέση, δεν μπορείς να περάσεις απαρατήρητος γιατί, σφίγγοντας με το χέρι το ποτήρι πχ., λούζεσαι το περιεχόμενό του και γίνεσαι ρεζίλι…
* έχετε δει την καφετέρια με τις ροζ πάνινες καρέκλες, τα φυστικί γυαλιστερά τραπεζάκια, με τα φωτιστικά σε σχήμα φλαμίνγκο, που βάζει έξω φωνή το κάθε μοδάτο σκυλάδικο σουξέ και διαθέτει γκαρσόνες με μια υποψία ροζ στολής ;
* εκείνο το καφέ-μπαρ παραδίπλα, όπου είναι όλα κατάμαυρα – ακόμα και τα γκαρσόνια – και παίζει αδιάκοπα πάνκ ροκ και τα ρέστα, τι σας λέει ; Ποιος Χριστιανός μπορεί να μου εξηγήσει, πώς στο καλό μπορούν οι θαμώνες αυτού του μέρους να πίνουν καφέ όρθιοι και να συζητάνε με τέτοιο μαύρο οπτικό και ηχητικό πανζουρλισμό γύρω τους; Από πού τους βγαίνει η ενέργεια και η ένταση; Από το στόμα υποθέτω…
* ή το ζαχαροπλαστείο των παιδικών μου χρόνων, ίδιο κι απαράλλακτο στο αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου. Μη γελάτε, σας ρωτάω, το έχετε δει πρόσφατα; Οι ίδιες καρέκλες χιλιομπαλωμένες, τα ίδια τραπέζια για να κάνεις τραμπάλα, ακόμα και τα ίδια γκαρσόνια, που θέλουν λίγες ώρες για να βγούν στη σύνταξη. Τα βλέπεις ώρα πολλή να ΄ρχονται προς το μέρος σου κι όταν το καταφέρουν σε ρωτάνε «τι θέλετε», σα να σου λένε -το λιγότερο- « άντε πνίξου ».
Οι σκέψεις αυτές μεγάλωσαν την επιθυμία μου να φτάσω στις φίλες μου όσο πιο γρήγορα μπορώ! Τάχυνα το βήμα γιατί βιαζόμουν να απολαύσω την παρέα μου, καθισμένη στις αναπαυτικές γκρι ανθρακί μεταλλικές πολυθρόνες, γύρω από το παραλληλόγραμμο γρανιτένιο τραπέζι σε φυσικό χρώμα που μαζί με το μικρό συρμάτινο κηροπηγιάκι και το καμπυλωτό τασάκι έδινε μια νότα …απέριττης πολυτέλειας να πω, μινιμαλιστικής φόρμας…καταλαβαίνετε τώρα.
Νάτες! Ε, καλά, το κεφάλι της κολλητής μου κάνει μπαμ! Τέτοιο πυρόξανθο μαλλί με μπούκλα δαχτυλίδι δεν το πετυχαίνεις, που νάχεις τον Vidal Sassoon οικότροφο!
Ακόμα δεν με είχαν πάρει χαμπάρι. Μάλλον το είχαν ρίξει στη σοβαρή συζήτηση. Είδα το ύφος της άλλης μου φιλενάδας βαθιά προβληματισμένο και γύρω-γύρω τρεις άγνωστες φάτσες να παρακολουθούν με μεγάλη σοβαρότητα μια τέταρτη άγνωστη φάτσα που μιλούσε χαμηλόφωνα .
Οι τέσσερις στις έξι κάπνιζαν και οι άλλες δυο έδιωχναν διακριτικά τον καπνό απ’ τη μούρη τους.
Η παρέα – ως συνήθως– φαινόταν ετερόκλητη :
* καλά, τις δυο τις ήξερα, μη λέμε τα ίδια συνέχεια
* υπήρχε μια άλουστη, με μακρύ μαύρο μαλλί, τζιν παντελόνι και αντρική πουκαμίσα, χωρίς βέρα – τώρα αυτή, χωρισμένη είναι, καταθλιπτική είναι, λεσβία είναι;
* μια άλλη ήταν τόσο έντονα μακιγιαρισμένη, που τα έχασα. Συνήλθα όμως όταν πρόσεξα τα νύχια της στο χέρι που κρατούσε το τσιγάρο, γιατί κατάλαβα πως υπάρχουν και χειρότερα, ακόμα κι όταν μιλάμε για το ίδιο πρόσωπο
* το μάτι μου έπεσε μετά σε μια τόσο αδιάφορη γυναίκα, που θα μπορούσε να ήταν κι αόρατη εάν δεν φορούσε ένα Rolex που έβγαζε μάτι – μα Rolex στην καφετέρια;
* τέλος, ήτανε μια κυρία με κοντό καρέ, ταγιέρ ροδί και κολιέ πέρλα, σα να είχε βγει από τα Άρλεκιν που διάβαζα όταν ήμουνα 15χρονη – αυτή είχε το λόγο εκείνη τη στιγμή.
Έριξα και μια βιαστική ματιά στο τραπέζι :
* ένα χαμομήλι σερβιρισμένο σε μαύρη τριγωνική τσαγιέρα –της κολλητής μου σίγουρα.
* ένα ουίσκι με μπατόν σαλέ
* μια μπύρα με τσίπς
* μια σόδα με φέτες λεμονιού
* ένας γαλλικός καφές με δυο κουλουράκια
* ένα ούζο με μεζέ – μίνι σικ ποικιλία
* πέντε κινητά
* ένας πλαστικός φακός-μπρελόκ φούξια φωσφοριζέ,
* μια γαρδένια
* τρία πακέτα τσιγάρα – βαρύ, πολύ βαρύ και ένα slim light
* ένα πακέτο καπνός για στρίψιμο
* τρεις αναπτήρες άνευ αξίας και ένας πανάκριβος
Ήθελα να ταιριάξω τα ποτά και τα υπόλοιπα με τις ιδιοκτήτριές τους, αλλά δυστυχώς έγινα αντιληπτή και δεν πρόλαβα :
- Βρε καλώς τηνα κι ας άργησε, είπε η Πυρόξανθη που, από το ύφος της κατάλαβα ότι με είχε πάρει πρέφα, αλλά με άφησε να κόψω πρώτα κίνηση, ξέρει πως τρελαίνομαι για κάτι τέτοια.
- Καλησπέρα σας, απάντησα γενικώς, με το πιο ωραίο μου χαμόγελο.
- Λοιπόν, γλυκιά μου, να σε συστήσω, είπε η Γλύκα -η άλλη μου φίλη.
Από δω η Ρία, συνάδελφος από παλιά απόσπαση, η Μάνια. η κολλητή της Ρίας, προϊσταμένη νοσηλεύτρια, η Ντέλα, ξαδέρφη του Αλέκου, δικηγόρος, και η Δήμητρα, παλιά συμμαθήτρια της Ντέλας, καθηγήτρια. Κορίτσια, από δω η Μάχη
– …κολλητή της Ελπίδας και της Νόρας, εισαγωγές-εξαγωγές και ξανακαλησπέρα σας, είπα εγώ κοιτάζοντάς τες με τη σειρά κι έβαλαν όλες τα γέλια, σαν να είχα πει το πιο πετυχημένο ανέκδοτο της σεζόν.
Άρχισαν οι απαραίτητες μετακινήσεις καρεκλών για να βολευτώ και έτσι είχα αρκετό χρόνο στη διάθεσή μου να βάλω τα πράγματα στη θέση τους, για να μην κάνω καμιά βλακεία :
* η Δήμητρα ήτανε η Άλουστη
* η Ρία το Νύχι,
* η Ντέλα το Rolex
* και η Μάνια το Ταγιέρ.
Κάθισα δίπλα στην Πυρόξανθη, την Ελπίδα δηλαδή, έπειτα από προσεκτικό επιτελικό σχέδιο των δυο μας, οργανωμένο με τα μάτια. Πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να κλωτσιόμαστε και να κάνουμε πιο εύκολα νοήματα ;
- Αλήθεια, Μάχη, τι είδους εισαγωγές και εξαγωγές κάνεις; με ρώτησε με υποκριτικό ενδιαφέρον το Rolex.
- Παντός είδους, απάντησα πρόθυμα πετώντας στην ατμόσφαιρα το αθώα ειρωνικό ύφος μου. Φροντίζω να εισάγονται τα απαραίτητα και εξάγω τα περιττά ΄ επίσης, είμαι υπεύθυνη για την επαναεισαγωγή όσων εξάχθηκαν εκ παραδρομής όπως επίσης και για τη σωστή διαχείριση εισαγόμενων και εξαγόμενων.
Με κοιτούσαν όλες σαν χαμένες πλην των κολλητών που είχαν διακριτικά χαμηλώσει τα μάτια για να μην ξελιγωθούν στα γέλια.
- Θα μπορούσες ίσως να γίνεις λίγο πιο συγκεκριμένη ; ρώτησε λίγο εκνευρισμένη η Άλουστη. Κάτι δεν της πήγαινε καλά, δεν μπορούσε να το προσδιορίσει όμως.
– Νοικοκυρά είμαι, ρε κορίτσια! Δούλα και κυρά που λέμε, είπα.
ΚΑΙ ΕΠΕΣΕ ΝΕΚΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΕΑ…Με κοίταζαν σαν πουλί παράξενο, ίσως όπως κοίταζαν τη μάνα μου οι φίλες της όταν στη δεκαετία του ’60 δήλωνε αρχιτεκτόνισσα στις νοικοκυρές που γνώριζε σε σπίτια φιλενάδων της.
- Και τι σχέση έχουν οι εισαγωγές και οι εξαγωγές που ανέφερες, πήρε τον λόγο το Νύχι, που φάνηκε απ’το ύφος της ότι το διασκέδαζε περισσότερο απ’τις άλλες ΄ νύχι ξενύχι, το κορίτσι έχει τουλάχιστον χιούμορ -ένας πόντος στην κυρία!
- Να σας πω, προθυμοποιήθηκα. Εισάγω ψώνια, εγκυκλίους, ειδήσεις, φήμες, φίλους, ειδοποιητήρια, εξωδίκους, καινοτομίες, αναλώσιμα, παραδοσιακά ήθη και έθιμα, προσκλήσεις, πληροφορίες, καλή διάθεση… ό,τι τέλος πάντων μπορεί να μπει σ’ ένα σπίτι. Τα αξιολογώ και τα μοιράζω στους ενδιαφερόμενους.
- Είναι όμως μια πάρα πολύ καλή μανούλα, πετάχτηκε όπως πάντα η Πυρόξανθή μου να συμπληρώσει με την καλή της την καρδιά… Μόνο που, όπως πάντα, ακούστηκε σαν « μην τη βλέπετε έτσι, κάτι κάνει κι αυτή στη ζωή της »
Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή πλάκωσαν κάτι κλαρίνα στην πλατεία, άρχισαν όλες να ψάχνονται για ψιλά, με άφησαν ήσυχη και για να ανταμείψω τους καλλιτέχνες για το καλό που μου έκαναν, έριξα ένα πεντάευρο στο ντέφι.
Η βραδιά δυστυχώς δεν έκρυβε εκπλήξεις, μάζεψα όμως υλικό για τα αυριανά μου τηλεφωνήματα :
* πράγματι η Άλουστη μόλις είχε χωρίσει. Μάθαμε τα πάντα σχεδόν για τον 15χρονο έγγαμο βίο της αλλά το πιο αηδιαστικό ήταν το ότι ο πρώην της κατουρούσε συστηματικά πάνω στο καπάκι της τουαλέτας. Ίσως και το ότι πάντα μετά το σπάνιο κι ανούσιο πλέον σεξ που έκαναν, εκείνος πόρδιζε ασταμάτητα για κάνα πεντάλεπτο
* η Γλύκα μας ανακοίνωσε συγκινημένη ότι τελικά θα μπορέσει να αγοράσει τα επώνυμα πλακάκια μπάνιου που είχε βάλει στο μάτι για το καινούργιο της εξοχικό. Κρίση ξεκρίση, τσάκωσε γερή μίζα από μια υπόθεση που αρχικά δεν της είχε γεμίσει το μάτι.
* η Ντέλλα στο προαύλιο της Ευελπίδων πριν από μια δίκη τα ’χε ρίξει σε κάποιον -καλοστεκούμενο γιάπη υποθέτω- αλλά μετά από λίγο ανακάλυψε ότι ο τύπος ήταν ο αντίδικος, γεγονός που τη χάλασε. Άσε που έχασε τη δίκη και βρίστηκε με τον πελάτη της. Εντάξει, ήταν και παντρεμένος ο τύπος…
* η Πυρόξανθη ήταν συγχυσμένη γιατί την είχε φυσήξει ο αέρας με αγένεια, πράγμα που ήταν βέβαιη πως δεν θα συνέβαινε ποτέ στην Ελβετία ή στη Γαλλία.
* η Μάνια δουλεύει για να μεγαλώνει την προίκα της… σ’όποιον δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο Διάολος βαφτιστήρια…
Καταλαβαίνετε, τα είπαμε όλα! Μιλήσαμε κυρίως για άντρες και συμφωνήσαμε μέσες άκρες στο ότι εξακολουθούν να είναι γουρούνια και ότι οι Ελληνίδες αγορομάνες είναι υστερικές -εκτός φυσικά από εμένα-, διαφωνήσαμε όμως στο εάν ο Αλκίνοος Ιωαννίδης είναι καλύτερος από τον Παντελή Θαλασσινό, είπαμε για κάποιες προσφορές στα μαγαζιά, λυπηθήκαμε την Αντζελίνα Τζολί που αδυνάτισε έτσι, αναρωτηθήκαμε πότε επιτέλους θα λήξει το Παλαιστινιακό ζήτημα και το Κυπριακό –αφήστε που μάλλον μόνο εμείς, οι Παλαιστίνιοι και οι Κύπριοι θυμόμαστε πως υπάρχει ακόμα τέτοιο ζήτημα-, κοντέψαμε να σφαχτούμε για το εάν το προσφυγικό ή το μεταναστευτικό ή και τα δυο μαζί είναι η πηγή όλων των δεινών, συμφωνήσαμε όλες για το πόσο μαλάκας είναι εκείνος ο λεβέντης, ανταλλάξαμε δίαιτες, μας εξήγησε η Ρία πώς διατηρεί τα νύχια της έτσι -λες και θα θέλαμε να τη μιμηθούμε-, εξομολογήθηκα εγώ πόσο δαπανηρό είναι να μεγαλώνουν κάθε τρεις μήνες τα πόδια των παιδιών (καλά να ‘ναι) και να τρέχουμε για καινούργια παπούτσι -λες και τους ενδιαφέρει-, βρίσαμε τις 14 τελευταίες κυβερνήσεις, βάλαμε στοίχημα για το ποιος θα βγει πρώτος στις επόμενες, διακρίναμε κάποιες ατέλειες στο τελευταίο λίφτινγκ που έκανε μια κοινή γνωστή, φιληθήκαμε σταυρωτά λέγοντας τι ωραία που περάσαμε και η καθεμιά τράβηξε το δρόμο της σέρνοντας τον πόνο της!
Δεν θυμάμαι ποια, μα κάποια φώναξε φεύγοντας:
– Αχ όχι, μωρέ, ξεχάσαμε να βγάλουμε και καμιά σέλφι! *
Εγώ πάντως δεν ξαναπήρα ταξί. Το ‘κοψα με τα πόδια, για να πάρω λίγο αέρα.
(2002)
* επίκαιρη προσθήκη!