Έβγαιναν για βόλτα κάθε σούρουπο. Χειμώνα, καλοκαίρι. Καθημερινές και αργίες. Εκείνη, ψηλή, λιπόσαρκη, αγέρωχη, παρά την ορατή πια κύφωσή της, με τα άλλοτε χρυσοκάστανα μαλλιά της, λευκά τώρα, δεμένα σ’ έναν βαρύ κότσο, χαμηλά στον αυχένα της. Εκείνος, ένας γκριζόασπρος, καλοστεκούμενος για τα χρόνια του, γάτος, βάδιζε δίπλα της, το ίδιο αγέρωχος. Πού και πού, όταν εκείνη σταματούσε να ξαποστάσει για λίγο, αντάλλασσαν ματιές λατρείας και αφοσίωσης. Το όνομα της Κυρίας ήταν μάλλον συνηθισμένο και δεν το είχε συγκρατήσει κανείς. Αντίθετα, το όνομα του γάτου-συντρόφου της δεν το ξέχασε κανείς: Πιτσινέλος. «Μα, τι όνομα είναι αυτό;» αναρωτιόντουσαν και άφηναν μετέωρη την ερώτηση. Ο Πιτσινέλος πάντως, σαν να διαισθανόταν τις απορίες τους, κουνούσε ελαφρά τα κομψά αυτιά του, συντόνιζε απολύτως τα μαλακά του πατουσάκια με τα βαριά βήματα της Κυρίας και συνέχιζαν τη βόλτα τους. Ώσπου έπαψαν πια να αναρωτιούνται για το παράταιρο όνομα του γάτου και το παράταιρο ζευγάρι. Κάποιο σούρουπο η Κυρία και ο γάτος δεν βγήκαν βόλτα. Ούτε το επόμενο, ούτε το μεθεπόμενο. Το τέταρτο σούρουπο άκουσαν νιαουρίσματα σαν κάποιος να ολοφυρόταν με γατίσια φωνή. Τρόμαξαν. Έτρεξαν στο σπίτι της Κυρίας. Φώναξαν κι όταν δεν άνοιξε κανείς, έσπασαν την εξώπορτα, μπήκαν μέσα και είδαν: Την Κυρία καθισμένη στην χρυσαφένια της μπερζέρα, ντυμένη με τα ρούχα του περιπάτου, φευγάτη πια για άλλους κόσμους, και δίπλα της ο γάτος, που τον έλεγαν Πιτσινέλο, να κλαίει γοερά. Από τότε, και για αρκετούς μήνες, έβλεπαν κάθε σούρουπο τον γάτο να κάνει ακριβώς την ίδια βόλτα που έκανε με την Κυρία, ώσπου κάποτε χάθηκε κι αυτός. Πολύ αργότερα, έλεγαν ότι μόλις σουρούπωνε, διέκριναν δύο σκιές να υπερίπτανται αργά πάνω από τις στέγες σαν να περπατούσαν, πλάι-πλάι. Η μία, θύμιζε ανθρώπινη φιγούρα και η άλλη, γατίσια.