1
Αισθάνομαι την ποιότητα των ιριδισμών του προσωποπαγούς ιδιώματος, την υφή την άρρητη της απόφανσης. Ναι, επικοινωνώ με το απο- λογικό στοιχείο του βίου άμεσα. Η πνευμάτωση του υλικού στοιχείου, η Vergeistung του Φρίντριχ Νίτσε, συνεπάγεται την εξόφθαλμη ευεργετική ρήξη με τα φετίχ της γνώσης, με την τυποποίηση δηλαδή της πρωταρχικής αντίληψης. Η ταχύτητα πρόσληψης δεν μειώνεται. Εννοώ εδώ, μεταξύ πολλών άλλων, το εξής, όπως προβάλλεται με χαρακτηριστική επάρκεια στο Παιδικό κουρείο (2013) :«Ένα λουλούδι μπορεί να μην ερμηνεύει τον κόσμο, ερμηνεύει ωστόσο το χρώμα του που είναι μια μουσική ανεξήγητη όσο και αν δεν ακούγεται./ Ίσως γιατί οι αποχρώσεις της απλότητας επιβάλλουν σιωπή αλλά σιωπή πραγματική και όχι ενός βιβλίου που διαρκώς μηρυκάζει τις σελίδες του».
2
Τα συγκεκριμένα εκασταχού εκάστοτε στοιχεία της εξ αντικειμένου πραγματικότητας, αλλά κι εκείνα τα υλικά, τα οποία εμφανώς κατάγονται κατευθείαν από την ενδοχώρα του αμιγώς φαντασιακού δεν αντιστρατεύονται το ένα το άλλο. Ούτε εποφθαλμιούν τη βαρύτητα του όλου διαβήματος των στίχων. Επικρατεί εν ολίγοις η συνάφεια νοουμένων και απτών. Άλλωστε, όπως διατείνεται ο Ερρίκος Μπερξόν στα «Άμεσα δεδομένα της συνείδησης», «υπάρχει ένας πραγματικός χώρος, χωρίς διάρκεια, όπου όμως τα φαινόμενα εμφανίζονται και εξαφανίζονται ταυτόχρονα με τις συνειδησιακές μας καταστάσεις. Υπάρχει μια πραγματική διάρκεια, της οποίας οι ετερογενείς στιγμές αλληλοδιεισδύουν, της οποίας όμως κάθε στιγμή μπορεί να συσχετισθεί με μια κατάσταση του εξωτερικού κόσμου που της είναι σύγχρονη, και να διαχωρισθεί από τις άλλες στιγμές μέσω αυτού του συσχετισμού». Ενδεικτικά απομονώνω τον εξής αφορισμό από την «Ευσπλαχνία θανάτου» του προαναφερόμενου έργου για την εμπέδωση των συναφών εννοιολογικών πορισμάτων: «Ο θάνατος είναι σπλαχνικός. Θα / μπορούσε και να είναι βαθύπλουτος αν / και να νέμεται αυτός τα ναυάγια του βυθού του/ όπως η θάλασσα, μα όχι./ Τα ξεβράζει με κίνημα τόσο απαλό,/ μ’ ένα λίκνισμα πένθους μόλις ταράζοντας / τα νερά με επιπόλαια κύματα ή χαμόγελα αφρού. / Ο θάνατος είναι τρυφερός και αγαπάει τους υπηκόους του. /Χαρίζει εκτάσεις ύπνου απέραντες, / δωρεάν τους τρέφει και τους συντηρεί,/ με λάσπη τους στερεώνει τα μαλλιά /να μη χαλάει τη χωρίστρα τους ο αέρας».
3
Προκαθορίζοντας τη λειτουργική ολοκλήρωση του πρωταρχικού κειμενικού σχεδίου, η τακτική του ρήματος προβάλλει καλειδοσκοπικά κρίσιμες στιγμές της αναστοχαζόμενης ύπαρξης, ιδίως σε ό,τι αφορά το πέρασμα από το διφορούμενο νυν στο μέγα άδηλον του επέκεινα. Το τελικό ποίημα αναλαμβάνει το πρόσθετο βάρος να αποτυπώσει δομές του διευρυμένου φαντασιακού παράγοντα, χωρίς ν’ αφήνει ανεκμετάλλευτη την παραμικρή σημασιοσυντακτική ικμάδα. Έστω παράδειγμα: «Αν ήταν όλα πλήρη νοήματος θα έφτανε να δώσω ένα ζεστό φιλί στους ηττημένους. Και αν ήταν πράγματι όλα πλήρη νοήματος η μουσική θα έμοιαζε δίχτυ ξηλωμένο από παντού με ξέπλεκα τα κύματά της βουρκωμένα. Ενώ αν ήταν όλα πλήρη νοήματος τα δάχτυλα χωρίς την γύρη της αφής δεν θα ήξεραν τα χρώματα να ξεχωρίσουν». Πρόκειται για την κομβική ετυμηγορία με τίτλο «Χωρίς την γύρη της αφής», όπως απαντά στη συλλογή του 2016 Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου.
4
«Εξάλλου εγώ δεν είμαι παρά η αφανής προέκταση των αποστάσεων που διάνυσα μαζί και η άγονη διασταύρωσή τους και το βουβό σημείο συνάντησης αυτουργών ζωής που αμήχανα ορίζεται όπως όταν αιφνίδια παγώνει η λίμνη του μαξιλαριού και το κεφάλι αγέρωχα προτάσσει μέτωπο αρυτίδωτο ή νερό που μονίμως ακροβατεί απλησίαστο από τη μια μορφή του στην άλλης». Η δήλωση κατατίθεται στο Έκτακτο δελτίο καιρού, το οποίο κυκλοφορήθηκε το 2017. Το ποιητικό υποκείμενο επείγεται να ακυρώσει εκ προοιμίου το δεδομένο πλαίσιο των ψευδαισθήσεων, καθώς προετοιμάζεται να αναβαθμισθεί σε οραματικό Εαυτό. Η συγκλήρωση των δομών του εγώ, του άλλου και του Πράγματος είναι όντως εφικτή. Η ομολογία πίστης στη δυνατότητα συνειδητής αυθυπέρβασης της κρίσιμης, πρωτοβάθμιας εντύπωσης και της συνακόλουθης αναβάθμισής της σε Υπεραίσθηση τεκμαίρεται άλλωστε σε πλείστα όσα σημεία των ποιητικών κρυσταλλώσεων. Από την αρχή ως το τέλος των εξομολογήσεων το ποιητικό ρήμα διατηρεί το δικαίωμα να αποφαίνεται και εκ μέρους μιας απώτερης, καθόλα υπαρκτής συλλογικής ψυχής.
5
«Ένας ευαίσθητος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να λιμοκτονεί στη θέα του φθινοπώρου, όταν η κάθε ιθαγένεια ταλαντεύεται ανάμεσα στη στέρηση και την ιδιοτελή φιλανθρωπία. / Ή ανάμεσα στο σαν ψεύτικο όμορφο και στο αληθινό ηλιοβασίλεμα της μακρινής πατρίδας του άστεγου». Μαθαίνω, συν τοις άλλοις, να διαβάζω εδώ, στο Παιδικό κουρείο, τη λέξη άστεγος ως κυριολεξία που αφορά το είναι εν γένει. Δεν υφίσταται αντίφαση. Το ον αναπαράγεται, αναβαθμίζεται. Η μεταφυσική τίθεται στην υπηρεσία μιας εξομάλυνσης των αγκυλώσεων της κατεστημένης πρόσληψης του κόσμου και των όποιων συμφραζομένων του. Οι αλληλουχίες απροσδόκητων αφορισμών, οι αμφισημίες των κρίσιμων φαινομένων του βίου, οι κύριες ανταποκρίσεις μεταξύ ύπαρξης και μη ύπαρξης και βεβαίως οι διαχρονικές, υποδόριες σχεδόν πάντα, διασυνδέσεις υποκειμένων και αντικειμένων επιβεβαιώνονται, αποτυπώνονται και ταξινομούνται με υποδειγματική νηφαλιότητα. Ή, όπως συμβαίνει φέρ΄ ειπείν στο Έκτακτο δελτίο καιρού, η προσάρτηση του δήθεν ανοίκειου στοιχείου συνεισφέρει πολλαπλώς στη διεύρυνση της δημιουργικής, ήτοι της ποιητικής όρασης. Δηλαδή κατά λέξη: «Αποκαλώ επιδημία της πέτρας το τελευταίο βλέφαρο ενός βάρους κοιμισμένου στην καρδιά του αυτό το αδέκαστο σύμβολο ουρανού συννεφιασμένου από διαρκείς εκκλήσεις βοηθείας όσο απλώνονται κατά μήκος οδών ακυβέρνητων στην αχαλίνωτη ορμή του μετάλλου» και «της ακοής σου οι λόφοι από κεριών σταξίματα επειδή δεν βρέθηκαν οι κόρες του νεωκόρου να σε φροντίσουν κι έτσι αχτένιστη έμοιαζες φυκιών σχεδίασμα πρόχειρο ή βροχής τσαλακωμένη ορμή». Φρονώ ότι οι γραμματικές εικόνες η μία μετά την άλλη καταδηλώνουν, ότι η γλώσσα δεν επιχαίρει από στροφή σε στροφή, επειδή φτάνει εδώ πανηγυρικά στα άκρα των τεταμένων εμπεδώσεών της, αλλά μέσα από το ξέσπασμά της συμμετέχει κι αυτή στην καταβύθιση του εγώ στην ίδια του την οιμωγή, που είναι, οίκοθεν νοείται, η οιμωγή του είδους μας ενώπιον μιας σαφώς αδιάφορης φύσης για όσα συμβαίνουν στον άνθρωπο, υποψιασμένο ή μη περί της ματαιότητας του κόσμου.
6
Στο Παιδικό κουρείο το τοπίο προκύπτει ως μεγέθυνση του ονειρικού, ατομικού καταπιστεύματος. Ενοικώ σ΄ αυτό από την πρώτη αναγνωστική επαφή. Το δε μέγα πρόβλημα του χρόνου, ως καθαρά οντολογικής παραμέτρου, αναφαίνεται ως διηνεκής γόρδιος δεσμός. Ή ως επτασφράγιστο βιβλίο, το οποίο μπορεί ν’ ανοίξει φαντασιακά σ’ έναν άλλο κόσμο παραστάσεων, πιθανώς ειλικρινέστερων. Επαφίεμαι εν συνεχεία στη φιλότητα του ευφυώς επιλεγμένου ρήματος. Τα όσα συν-βιώνω συνιστούν ασφαλώς υπόθεση παραγωγικών ωσμώσεων. Κοντολογίς, το τοπίο δεν παρωδεί την πραγματικότητα. Απλώς την προεκτείνει ευεργετικά. Ξεχωρίζω εν προκειμένω τα ακόλουθα: «Κι όμως χιονίζει στην καρδιά κατακαλόκαιρου. Σκύβω στις φλέβες του φλεγόμενου μεσημεριού που επιμένει να εμπιστεύεται τον Ιούλιο κι ακούω να τρίζει το λευκό κάτω από τα πατήματα των αμέριμνων κολυμβητών. Το κύμα ας σβήνει τα ίχνη τους με ιλαρότητα ίσως αλλά όχι θριαμβικά. Στο κάτω της γραφής ποτέ φωτιά δεν διάρκεσε πέρα από την ύλη που την έθρεψε, ούτε ηλικία ένιωσε ντροπή μπροστά στων ημερών της την υπέρβαση. Άσε η ψυχή νερό που πάγωσε αλλά κι έγκλειστο στο σχήμα του ακόμη αγωνιά, με τρόμο υπολογίζοντας των πιθανών σχημάτων του το εφήμερο της τήξης το άπλωμα».
7
Αξίζει να επισημάνω τι έχει προ ετών πιστοποιήσει ο ποιητής Γιάννης Κοντός, διαβάζοντας κατανυκτικά το πεζογράφημα Νερό, έργο του τιμώμενου σήμερα ποιητή, το οποίο εκδόθηκε το 2011: «Γεγονότα φανταστικά ή πραγματικά τροχίζουν το οπτικό νεύρο και τη µνήµη του ήρωα και δημιουργούν αλυσιδωτές αντιδράσεις φόβου και περιπέτειας. Αυτή η επανάληψη: εικόνων, συναισθημάτων, φωνών, ύδατος, ψιθύρων, γέλιου και θορύβου είναι το προσάναμμα για μεγάλη περιπέτεια του ανωνύμου και τυραννισμένου αυτού ανθρώπου, που, τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσε ο καθένας να πέσει σε αυτήν την παγίδα. Σαν σε δάσος με οργιώδη βλάστηση ενός μυστηριώδους νησιού, ενώ να είναι ένα απλό και κοινό διαμέρισμα στο κέντρο ας πούμε της Αθήνας – αν και δεν κατονομάζεται. Στο τέλος η αποκάλυψη των ψυχοφαρμάκων που τον οδηγούσε σ’ αυτό το τούνελ, σ’ αυτή την κεντρική στοά του τρόμου. Λες και γυρίζει ασπρόμαυρη ταινία φόνου που δεν επιτελείται. Και όλα αυτά με µια γλώσσα που ρέει, που κελαηδεί. Θα έλεγα µια γλώσσα που από τα έγκατά της ακολουθεί τους ρυθμούς του σολωμικού λόγου. «Με το πρόσωπο στον τοίχο», όπως στα ποιήματα του Μίλτου Σαχτούρη. Να πηγαίνει, να έρχεται, να χτυπά καµπανάκι και πάλι απ’ την αρχή. Μια επανάληψη που είναι μεγάλη περιπέτεια. Αυτό το βιβλίο του Κώστα Παπαγεωργίου είναι ένα εκμαγείο από πορσελάνη που απότομα νυχτώνει. Και οι σκιές και οι κόγχες έχουν πολλές ερμηνείες και πολλά ταξίδια της ψυχής. Τα πρόσωπα ιχνογραφούνται µε αχνές γραµµές και υπάρχει η ελευθερία του αναγνώστη να τα δημιουργεί ξανά και να τα επεκτείνει. Και φυσικά στο κείμενο υπάρχει μουσική». (Ιδέτε το ένθετο «Βιβλιοθήκη», της εφημερίδας Ελευθεροτυπία, από 11 Ιουνίου 2011).
8
«Αφρός φεγγαριού στις άκρες του στόματος. Ο κρόταφος από μνήμης φιλάργυρος / το φως συγκρατεί γιασεμιού λευκό πέταλο /που ριγεί στις άδηλες εκπνοές του δέρματος. / Στα χείλη λέξεων υπολείμματα, λειψές ανάσες,/ αιχμές, καμπύλες ήχων και ζωύφια που πάγωσαν/ στη θέα μπροστά της πύλης των νοημάτων./ Ο αέρας τέφρα νερού. Μετέωρα σταματημένος/ σαν από αιφνίδιο αλτ λουφάζω ένας ίσκιος/ βαρύς απ’ όλα όσα δεν πρόλαβα να φυγαδεύσω». Οι λέξεις στο σημαδιακό από πολλές απόψεις Παιδικό κουρείο, αλλά και στα μετέπειτα έργα του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, ανάγονται στα ενδότερα των μεταφορών. Δεν προκαλούν αντιστάσεις. Λειαίνουν το έδαφος για μιαν περαιτέρω οριακή συναντίληψη. Η κειμενική μέθεξη δεν είναι απλώς δυνατή, αλλά καθόλα συναρπαστική.