1
Τολμηρό ερώτημα
Τον είδα μόνο στο νύχι του βράχου
και το κύμα να ρεκάζει
με τα μαλλιά λευκά αθύρματα
στον άνεμο
Πλησίασα κι άκουσα να λέει
με φωνή στεντόρεια παρότι γέρος
Lord, I am not worthy
Lord, I am not worthy
But speak the word only *
Τόλμησε να ρωτήσει αμήχανος.
Ήξερε πως λίγη σχέση είχε με θεούς και τέτοια.
“Σε ποιον Lord μιλάς εσύ ο χωρίς θεούς,
Ο του λόγου ζηλωτής;”
«Δε μιλώ», απάντησε.
«Πρόσκληση κάνω στο ανύπαρκτο.
Το υπαρκτό μου έστρεψε καιρό την πλάτη
κι ούτε που καταδέχεται
να κάτσει δίπλα μου
για μια παρτίδα τάβλι,
να πούμε δυο κουβέντες από τον στρατό,
σαν φίλοι να γελάσουμε.
Γι’ αυτό ζητώ τον λόγο,
μόνο τον λόγο:
Πώς το υπαρκτό άλλαξε σε ανύπαρκτο;»
Το χοῦς ἦν καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσῃ,
δεν είναι η απάντηση,
το ερώτημα είναι.
Αφού, ακριβώς, ανάμεσα στη χωματίλα
υπήρχε άρωμα ζωής.
*(T.S. Eliot, Ash Wednesday (1930), στ. 117-119, (T.S. Eliot – Ποιήματα, μτφ. Παυλίνα Παμπούδη , PRINTA ) σ . 72)
2.
Βιβλία στο πάτωμα
Βιβλία σωροί ξέχειλοι
στο πάτωμα
τοίχοι γραμμάτων και σοφίας
σκάλες και σκαλωσιές
ορθώνουν στο πέρασμα.
Σ΄ αυτές πατώντας θα πάω εκεί
όποτε έρθει το χαρτί κατάταξης
με σφραγίδα και τζίφρες, ξέρεις:
-Καλείστε κτλ. όπως παρευρεθείτε κλπ.-
στραβάδι εκεί
αν και γέρος, λευκίτης εδώ.
Σκάλες και σκαλωσιές
τα βιβλία στο πάτωμα
στηρίγματα ζωής στο δρόμο για το αλλού
εκεί που δεν έχει χαρτί
να γράψεις κάτι
κι αν γράψεις
δεν υπάρχει πόστα
να φέρει γράμματα σε αγαπημένους
ταχυδρομεία κλειστά
ανεπίδοτες οι εντυπώσεις
τα μυστικά, μυστικά μένουν.
Οπότε, τι καλά που στολίζουν το τώρα
σκάλες και σκαλωσιές
τα βιβλία στο πάτωμα
χαρτόδετα είτε με δέρμα στην πλάτη
με τις χρυσές βινιέτες και τα
ωραία μονογράμματα.
Παρήγορο που σε συνοδεύουν
τέτοιοι άδολοι φίλοι
στο νυν και στο επόμενο αεί
εκεί όπου ου λύπη και στεναγμός,
καθώς λένε,
και επειδή τόπος ψύξεως εκεί, λένε,
μη ξεχάσεις να ντυθείς χοντρά.
Η ζέστη υποφέρεται.
Με το κρύο τι κάνεις;
Και μη ξεχνάτε.
Σας φιλώ με αγάπη
Ως τότε, έχει καιρό πολύ πάντως
και έχει χρόνο
Άσε που μπορεί κι ο εξάγγελος
που θα φέρει το χαρτί κατάταξης
να βρει χίλια εμπόδια και να χάσει για πολύ το δρόμο.
Δεν το κρύβω:
σκόπιμα ξεκάρφωσα από την πόρτα νούμερα και τέτοια.
Φτηνό πρόσκομμα θα πεις,
αλλά πρόσκομμα.
Μια ζωή την έχουμε
Μ΄ αρέσει εξάλλου να βλέπω σωρούς
βιβλία στο πάτωμα
τοίχους γραμμάτων και σοφίας
να περιμένουν
υπομονητικά
σκάλες και σκαλωσιές.
Τι φίλοι είμαστε!
(Από την ανέκδοτη συλλογή “Εντός απροόπτων”)