Η καυστική ρήση του Γερμανού ποιητή Φρ. Χέλντερλιν: «Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σε έναν μικρόψυχο καιρό!» δεν στρέφεται βέβαια ενάντια στους ποιητές, αλλά ενάντια στις κοινωνίες μας που απαξιώνουν τους ποιητές. Για παράδειγμα στη σημερινή ελληνική κοινωνία της οικονομικής κρίσης και των επιβεβλημένων επιπτώσεων, της πνευματικής ακρισίας και της ηθικής αναλγησίας πόσοι χρειάζονται τους ποιητές; Πόσοι διαβάζουν ποίηση; Τι γνώμη έχουν για τους ποιητές; Μάλλον ότι είναι κάποιοι ονειροπαρμένοι που ζουν στα σύννεφα, στη Νεφελοκοκυγία, και που καμιά σχέση δεν έχουν με το καθημερινό παρόν. Γι’ αυτό και αδιαφορούν για την ποίηση, ειρωνεύονται τους ποιητές και η στάση τους είναι πολλές φορές απέναντί τους υβριστική. «Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», βέβαια. Δεν ξέρουν πράγματι «με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο και τι φωτιά», όπως γράφει ο Οδ. Ελύτης, είναι καμωμένοι οι ποιητές και πόσο σπουδαία υπηρεσία προσφέρουν στην πνευματική εξύψωση των κοινωνιών, στον πολιτισμό του ανθρώπου, μείζονες και minores.
Εκείνοι που μας λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια.
Με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη.
Στο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια
γράφει και πάλι ο Ελύτης. Ο καθένας ανάλογα με τις δυνατότητές του, με το τάλαντο που του δόθηκε. Όλοι μαζί, όσοι τολμούν να γράψουν ποίηση, συνεισφέρουν τον πνευματικό τους οβολό στη δημιουργία του παρόντος και το μέλλοντος. Λιγότερο ή περισσότερο ο κάθε ποιητής συνεισφέρει στην κατάκτηση της ελευθερίας της ανθρώπινης έκφρασης. Και καμιά συνεισφορά δεν περισσεύει. Υπ’ αυτό το πρίσμα θα ήθελα να πω σ’ αυτό το σημείωμα λίγα λόγια για την ποίηση της ποιήτριας Εύας Σολδάτου. Η Σολδάτου έχει σπουδάσει στην Αγγλία φιλολογία και οικονομικά κι έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές : Θροΐσματα και ψίθυροι (Εκδ. Ρόπτρον), Χρώμα και φως (Εκδ 17/8), Πριν γεννηθώ (Εκδ. Ρόπτρον) και σε πεζό λόγο: «Νυχτερινές μπαλάντες» (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα). Είναι ακόμη ζωγράφος έχοντας στο ενεργητικό της πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής.
Την ποίησή της τη χαρακτηρίζει μια θρηνητική διάθεση. Θρηνεί για την ύπαρξη, για το τελεσίδικο του μετρήσιμου χρόνου, την ανελέητη φθορά των σωμάτων. Ρίχνει μια απέλπιδα ματιά στον προδότη καθρέφτη, κυνηγάει τον έρωτα που διαρκώς όμως δραπετεύει σε μιαν αδιάφορη για τα πάθη μας πραγματικότητα. «Η Εύα Σολδάτου βιώνει τον κόσμο, φύση και ανθρωπότητα, με μιαν ιδιότυπη διαθεσιμότητα, αφού και τον αποδέχεται αλλά συνάμα και τον αντικρίζει, λες, από την όχθη μιας εξορίας, μιας προϊστορικής περιοχής, που νοσταλγεί αλλά και ξορκίζει» (Κ. Γεωργουσόπουλος).
Αυτή την υπαρξιακή ένταση της ποιήτριας, που εκφράζεται με λιτό και άμεσο λόγο, μπορούμε να τη νιώσουμε σε πάρα πολλά ποιήματά της. Παραθέτω για παράδειγμα:
Ρουφώ τον άνεμο από το ασκί του Αιόλου
Κι εκτοξεύομαι στο άπειρο καβάλα σ’ άτι ανοιξιάτικο.
Κρατώ τις καταιγίδες και διαφεντεύω τον ουρανό
Μα και τη γη μέσα από το σχήμα του ύπνου.
Μιλάω χωρίς να ακούγομαι
Φωνάζω δίχως να ερίζω
Κρύβομαι απ’ τον ήλιο
Και αφουγκράζομαι τα σύννεφα που φλυαρούν
Βροχή πριν γίνουν.
Χάνομαι στο πέρασμα της νύχτας
Και βλέπω το πρόσωπό μου—
Το πρόσωπό σας, το πρόσωπό τους—
Σε χιλιάδες καθρέφτες
Να καθρεφτίζεται, να συρρικνώνεται
Και να πεθαίνει προτού ακόμα γεννηθεί.
Μέσα δηλαδή σε μιαν εκστασιακή κατάσταση προσπαθεί να γνωρίσει και να χαρεί την ύπαρξή της, την ποιητική της δύναμη, με την οποία μεταπλάθει το κενό σε ένα συμπαγές όλον. Έρχεται σε επαφή, κυριολεκτική και μεταφορική, με τα στοιχεία της φύσης: τον άνεμο, τις καταιγίδες, τον ήλιο, τη βροχή και χαίρεται τις επενέργειές τους στην ψυχολογία της, στην αυτοπεποίθησή της. Και όσο μέσα στον καθρέφτη της αυτογνωσίας της βλέπει το πρόσωπό της να συρρικνώνεται από τον πανδαμάτορα χρόνο «και να πεθαίνει προτού ακόμα γεννηθεί», άλλο τόσο η υπαρξιακή της ένταση μέσα στο ποίημα μεγαλώνει.
Όσο όμως κι αν υφέρπει σε πολλά ποιήματά της μια απαισιοδοξία, γνωστή άλλωστε σε όλο το ποιητικό φάσμα μετά τη δεκαετία του 1960, σε άλλα τόσα εκτινάσσεται ένας αισιόδοξος λόγος:
Υπάρχει ιδιαίτερος δρόμος μες στο σκοτάδι
Που οδηγεί στο φως.
Γι’ αυτό κράτα γερά τα γκέμια της ζωής
Που αναβλύζει από τον θάνατο
Γιατί μέσα απ’ αυτόν υπάρχεις.
Αυτοί οι στίχοι με πάνε στον αινιγματικό λόγο του Ηράκλειτου: «Η ζωή των ψυχών γεννιέται από τον θάνατό μας». Μου θυμίζουν όμως και την παρεμφερή άποψη του Αναξίμανδρου, σύμφωνα με την οποία η ζωή των ατόμων είναι ένα είδος εξορίας και πτώσης μακριά από την αρχική πηγή. Έτσι το άνοιγμα στο πέραν της ζωής είναι ένας γυρισμός στη γενέτειρα. Ζωή και θάνατος , Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο! Από εδώ πηγάζει η ευτυχία και η δυστυχία της ανθρώπινης συνείδησης. Από κάτι τέτοιες σκέψεις ίσως αφορμώνται οι παραπάνω στίχοι. Ίσως ακόμη μέσα σ’ αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο μπορούμε να ερμηνεύσουμε τον τίτλο της τελευταίας της συλλογής: Πριν γεννηθώ. Στο ομώνυμο ποίημα οι δύο τελευταίοι στίχοι είναι οι εξής:
Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πεθάνω,
Πολύ πριν γεννηθώ, υπήρχα.
Κι αφού η ποιήτρια συνειδητοποιεί ότι θάνατος και ζωή, λύπη και χαρά, νύχτα και μέρα, «οδός άνω κάτω μία και ωυτή», κατά τον Ηράκλειτο, αποστολή της είναι, με μια παράλογη, κατά Αλμπέρ Καμύ, υπέρβαση, να μεταμορφώνει, με το μαγικό ραβδί της ποίησης, τον άσχημο κόσμο των εμπειριών της σε όμορφο, να τον στερεώνει στην ιδανική του θέση:
Το σύμπαν περνάει μέσα μου
Και οι βροχές γίνονται καλοκαίρια.
Οι λυπημένες μέρες
Που στα φύλλα του καημού αφήνονται
Χαμογελούν
Γιατί εσύ στη μέση τ’ ουρανού χορεύεις
Κι η ζωή μεταμορφώνεται σε ξάστερο
Και μαγικό λιβάδι.
«Είμαι μια μέρα διπλωμένη στη νύχτα,
Φωνάζεις,
Είμαι μια μέρα που της ξέφυγε το φως…».
Η ποίηση της Εύας Σολδάτου είναι λιτή, λυρική, τρυφερή. Το συναίσθημά της σαν ρυάκι αρδεύει τα ποιήματά της. Δίπλα σ’ αυτό το ρυάκι της ποίησής της κάθεται με περισσή περισυλλογή, με ωριμότητα, με λογιοσύνη και προσπαθεί να λύσει το αίνιγμα της ζωής και του θανάτου. Στο τέλος αυτής της προσπάθειας αισθάνεται ένα είδος προσωπικής κάθαρσης:
Είναι εξαίσιο αυτό που η καρδιά μου έπαθε
Ήταν μουγκή και τραγουδάει
Ήταν νεκρή και ξαφνικά χτυπάει.
Πρόκειται για το θαύμα που επιτελεί η ποίηση, θα έλεγα εγώ τελειώνοντας αυτό το σημείωμα.
|
|
|