Πρόσφατα ασχοληθήκαμε με την παροιμιακή έκφραση των αρχαίων βίος ἀβίωτος. Με τον ίδιο τρόπο έχει σχηματιστεί άλλη μία παροιμία, η φράση δῶρον ἄδωρον, που συναντούμε σε έναν στίχο της τραγωδίας του Σοφοκλή Αἴας. Η φράση αυτή κατά λέξη σημαίνει δώρο που στην πραγματικότητα δεν είναι δώρο και λέγεται για κάτι που δίνεται ως ωφέλεια ή χάρη, αλλά στην πράξη είναι άχρηστο, ανώφελο.
Ο Σοφοκλής ( 497/6 ‒ 406 π. Χ. ), ο μεγαλοφυής ποιητής ο οποίος οδήγησε την τέχνη της τραγωδίας στην ύπατη τελειότητά της, γεννήθηκε στην Αθήνα και καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Σε ηλικία μόλις 28 ετών έλαβε μέρος για πρώτη φορά σε δραματικό αγώνα κατά τον οποίο νίκησε τον παλαίμαχο Αισχύλο. Έκτοτε απόλαυσε την εύνοια και την αγάπη του αθηναϊκού κοινού, διαγράφοντας μια θριαμβευτική καλλιτεχνική σταδιοδρομία μέχρι τα βαθιά του γεράματα. Συνέθεσε περίπου 120 δράματα, από τα οποία σώθηκαν ακέραιες μόνο επτά τραγωδίες.
Ο Σοφοκλής παραμένει αξεπέραστος στο κτίσιμο της πλοκής του δραματοποιημένου μύθου, με τη δημιουργία ποικίλων αντιθέσεων, συγκρούσεων, αναγνωρίσεων και της περίφημης «τραγικής ειρωνείας». Είχε την ικανότητα να ζωγραφίζει στην εντέλεια τους χαρακτήρες των προσώπων των έργων του, χαρακτήρες ιδανικού ηθικού κάλλους. Υπήρξε επίσης απαράμιλλος τεχνίτης του στίχου. Η γλώσσα του πυκνή, επεξεργασμένη με μέτρο, διαθέτει συγχρόνως και ένταση και δύναμη και πλούσια εκφραστικότητα. Στα έργα του, χωρίς να θέτει υπό αμφισβήτηση την ανεξερεύνητη θέληση των θεών, εστιάζει την προσοχή του στον άνθρωπο ως υπεύθυνο άτομο με ελευθερία βούλησης. Πλάθει ήρωες και ηρωίδες που παραμένουν προσηλωμένοι στις αρχές τους και διαλέγουν μόνοι τη μοίρα τους. Με άλλα λόγια, ο ποιητής κάνει τον τραγικό του κόσμο ανθρωποκεντρικό.
Ο Αἴας έχει ως θέμα του τον τραγικό θάνατο, την αυτοχειρία, του ομηρικού ήρωα Αίαντα του Τελαμώνιου, του βασιλιά της Σαλαμίνας, ο οποίος πήρε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας και υπήρξε ο γενναιότερος πολεμιστής ανάμεσα στους Αχαιούς μετά τον Αχιλλέα.
΄Όταν ο Αχιλλέας έχασε τη ζωή του μπροστά στα τείχη της Τροίας, οι Αχαιοί έκριναν άξιο να πάρει τα όπλα του όχι τον ανδρείο Αίαντα, αλλά τον Οδυσσέα. Ο Αίας νιώθει ταπεινωμένος από την αδικία που του έγινε και οργισμένος ορμάει με το ξίφος του στο στρατόπεδο για να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο, τον Οδυσσέα και όποιον άλλον στρατηγό βρεθεί στον δρόμο του. Όμως καταλαμβάνεται από μανία που του εμβάλλει η θεά Αθηνά και ρίχνεται στα κοπάδια του στρατού σφάζοντας τα ζώα αλλοπαρμένος, καθώς νομίζει ότι εξολοθρεύει τους εχθρούς του. Όταν συνέρχεται, κυριεύεται από ντροπή για την πράξη του και αποφασίζει αυτό που του επιβάλλουν η τιμή και η αξιοπρέπειά του· να δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του. Η γυναίκα του, η Τέκμησσα, έχοντας αντιληφθεί την απόφασή του, προσπαθεί να τον μεταπείσει. Μάταια. Λίγο αργότερα, ωστόσο, ο Αίας παρουσιάζεται αλλαγμένος. Υποστηρίζει ότι συνετίστηκε και ότι έμαθε πως πρέπει να υποχωρεί μπροστά στους ισχυρούς και τους θεούς. Η δημόσια παραδοχή αυτής της πικρής για τον ήρωα αλήθειας προβάλλεται, καθώς εξυπηρετεί το σχέδιό του να παραπλανήσει την Τέκμησσα και τους συντρόφους του, για να ξεφύγει από την επιτήρησή τους και να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Το πετυχαίνει λέγοντάς τους πως πηγαίνει στην ακροθαλασσιά για να καθαριστεί από τα αίματα και να θάψει το φονικό σπαθί ‒ αυτό με το οποίο στην πραγματικότητα θα σκοτωθεί ‒ το μισητό δώρο του ΄Εκτορα,* για να μην το ξαναδεί κανείς πια. Και συνεχίζει ‒ παραθέτουμε το απόσπασμα με τον στίχο που μας ενδιαφέρει στο πρωτότυπο:
Ἐγὼ γάρ, ἐξ οὗ χειρὶ τοῦτ’ ἐδεξάμην
παρ’ Ἕκτορος δώρημα δυσμενεστάτου,
οὔπω τι κεδνὸν ἔσχον Ἀργείων πάρα·
ἀλλ’ ἔστ’ ἀληθὴς ἡ βροτῶν παροιμία·
ἐχθρῶν ἄδωρα δῶρα κοὐκ ὀνήσιμα.
Σε μετάφραση
Γιατί εγώ, απ’ τη στιγμή που δέχτηκα το δώρο αυτό
από του πιο μεγάλου μου εχθρού, του ΄Εκτορα, το χέρι,
καλό κανένα ώς τα τώρα δεν είδα απ’ τους Αργείους·
κι είναι σωστή η παροιμία των θνητών:
τα δώρα των εχθρών είν’ άδωρα κι ανώφελα.