κι η φρίκη δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει»
(Γιώργος Σεφέρης, «Τελευταίος Σταθμός»)
Ο Πάνος Καπώνης μας είναι γνωστός περισσότερο ως ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας, στην παρούσα περίσταση, όμως, που εξέθρεψε η περιρρέουσα πολιτικο-κοινωνική ατμόσφαιρα εμφανίζεται ως πεζογράφος, με τον εμβληματικό τίτλο του βιβλίου του, Η ΄Υβρις.
Ο Καπώνης είχε πάντα λόγο πολιτικό· τώρα, όμως, αποδεικνύεται ιδιαιτέρως διεισδυτικός ερευνητής και πολιτικοκοινωνικός παρατηρητής. Η γενική κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει η χώρα τα τελευταία χρόνια και τα παρεπόμενά της, που τον πληγώνουν και τον εξοργίζουν, θα πρέπει να ήταν η μίζα που έθεσε σε κίνηση τη συγγραφή του. Με όρους τραγωδίας, η διαπραχθείσα Ύβρις, τον προκαλεί να μιλήσει.
Στο βιβλίο του, λοιπόν, ασχολείται με την Ελλάδα όπως εξελίχτηκε στο χρονικό διάστημα από τη μεταπολίτευση ως την περίοδο της κρίσης και μέχρι το 2012, οπότε σταματά η αφήγηση. Το υλικό του, που πηγάζει κατευθείαν από τα πραγματικά γεγονότα, μεταπλάθεται δημιουργικά και του παρέχει την αναγκαία μάσκα για να καταγγείλει πρόσωπα αληθινά και πολιτικές πράξεις, Τράπεζες, κόμματα και οργανισμούς. Ξεκοιλιάζει το θηρίο, διαβάζει τα εντόσθια και, σαν άλλος Τειρεσίας, καταγγέλλει το κακό που το βλέπει ολοζώντανο μπροστά του. Θυμώνει με την συμπαιγνία στην πλάτη του, για άλλη μια φορά, εξαπατημένου λαού. Εν ολίγοις, η διαχείριση της εξουσίας, η διαφθορά και η διαπλοκή σε συνδυασμό με την ατιμωρησία που οδήγησε μια χώρα στον κοινωνικό αποκλεισμό, η απελπισία και τέλος η κατάρρευση σε όλα τα επίπεδα είναι ο καμβάς που πάνω του θα κεντήσει τις λεπτομέρειες αυτής της από χρόνια, προετοιμαζόμενης οικονομικής κατάρρευσης της χώρας που αποκάλυψε πως πίσω από το χάρτινο σκηνικό της ευημερίας, χυδαίοι άνθρωποι κινούσαν τα νήματα, με στόχο την εξουσία και το προσωπικό κέρδος. Καμουφλάζ δημοκρατίας, ασυδοσία, αλαζονεία εκείνων που κατάφεραν να κρατούν ηνία, γιουρούσι στο δημόσιο χρήμα, ρουσφετολογία, γενιές ψηφοφόρων που γαλουχήθηκαν με την κοινωνική ανοχή, διαπλοκή που αποτέλεσε μέσο επιβίωσης, ατιμωρησία που οδήγησε στη διαστρέβλωση τους συστήματος και κάθε αληθινής αξίας, ανάδειξη σε κουλτούρα της απαξίας, ανηθικότητα που έφερε στον αφρό τους λίγους «τυχερούς» που απολάμβαναν με πλάγιους τρόπους αυτά για τα οποία άλλοι μοχθούσαν και δεν μπορούσαν.
Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, Μάρκος Κατάνης, μέρος του μεταπολιτευτικού χώρου και μέλος, από της ιδρύσεώς του, του Κοινωνικού Κόμματος, επειδή προβλέπει ότι η μετάλλαξη του φιλόδοξου προγράμματος, για εύκολο πλουτισμό, θα καταλήξει σε βάρος του λαού, αποχωρεί από τον πολιτικό χώρο, διατηρεί όμως κάποιες επαφές με παλιούς συντρόφους, παιδιά του ελληνικού λαού, καλά χωμένους στο σύστημα και την εύκολη λεία. «Όλοι αυτοί οι κύριοι, που βγαίνουν από τα σπλάχνα (καθώς λένε) του αγωνιζόμενου Έθνους, δεν μας καλυτερεύουν, μας κάνουν χειρότερους», έγραφε ο Σεφέρης στις 22 Σεπτέμβρη 1944 (Μέρες Δ΄ 359) και θαυμαστά ταιριάζουν όλα και στην παρούσα περίσταση.
Ο Κατάνης, λοιπόν, που δεν αντέχει να βλέπει την καταστροφή, βγαίνει από το παιχνίδι και αποσύρεται στον ιδιωτικό του βίο, ενώ οι άλλοι κάνουν ότι δεν βλέπουν το πείραμα των Μεγάλων Δυνάμεων, από τη μία, και τις βουλιμικές ορέξεις των πολιτικών της χώρας, από την άλλη. Έτσι σαν άλλος Δύσκολος του Μενάνδρου ή Μισάνθρωπος, του Σαίξπηρ και του Μολιέρου, πάντα οι συνθήκες ευνοούν τη γέννηση ενός τέτοιου, φεύγει μακριά από τον κόσμο, ιδιωτεύει, και αναζητά το νόημα της ζωής στην ενασχόλησή του με την αρχαιότητα και τον μυστικισμό, με τον οποίο είχε μια παλιά εμπειρία ως φοιτητής, στη Δήλο. Αναζητά τον καρμικό έρωτα και τον βρίσκει στο πρόσωπο της Μάρθας, η οποία βγαίνει από το ίδιο σύστημα με ανάλογες εμπειρίες και έχει χωρίσει πρόσφατα από τον έκφυλο, γυναικά που κινεί καλά τα νήματα της διαπλοκής, Έκτορα.
Στα πρόσωπα, που συνθέτουν τον χορό στη σύγχρονη τραγωδία, περιλαμβάνονται ο Αχιλλέας που παρενοχλούσε σεξουαλικά τη Μάρθα, πλάι στον οποίο εκείνη θήτευσε ως γραμματέας, η γυναίκα του Αχιλλέα η Δέσποινα, που ξοδεύει ασύστολα στο καζίνο και συναναστρέφεται με πλούσιους επιχειρηματίες για την εξεύρεση περισσότερων χρημάτων. Ο Οδυσσέας Κόρφης, που παριστάνει τον ποιητή, καλά μπλεγμένος και αυτός στα σκάνδαλα και τη διαπλοκή και που δεν μπόρεσε να γίνει δεκτός στο Εθνικό Συνδικάτο Συγγραφέων επειδή φρόντισε γι’ αυτό ο Αχιλλέας· ο Κόρφης «του έφαγε μία γκομενίτσα!!!», δηλαδή. Κάτι οι «γκομενίτσες», κάτι η χρεωκοπία της χώρας και κάτι ακόμα ο πολιτικός του παροπλισμός και ο Αχιλλέας που «η πολιτική είχε γίνει μια ερωμένη του» δεν άντεξε και πέθανε.
Ο Μάρκος και η Μάρθα «μέσα από μυστικιστικές μυήσεις» στο κάστρο των Ιπποτών, στους Δελφούς, στην αρχαία Μαρώνεια και τέλος στην Σαμοθράκη, όπου βίωσαν την «καβειριακή εμπειρία», αποφάσισαν να «αποτοξινωθούν από τη σάπια κοινωνική πραγματικότητα και να αλλάξουν τρόπο ζωής. Μακριά από την ύβρι του πολιτικού κύκλου που εμπλέκονταν, θα ζήσουν, πλέον, με ηρεμία, τιμιότητα και ανθρωπιά και παρέα με τον Στέργιο και την Άρτεμη, θα ολοκληρώνουν την ιερή τετρακτύδα της φιλίας τους.
Κι ενώ οδηγούμαστε προς το τέλος του βιβλίου και ο παλιός πολιτικός κόσμος έχει μείνει πίσω, η Δέσποινα στέλνει στον Μάρκο ένα ντοσιέ με τα χειρόγραφα ενός μυθιστορήματος του Αχιλλέα, που κάποτε είχε ξεκινήσει να γράφει χωρίς ποτέ να το ολοκληρώσει, γιατί σ’ εκείνον «θα είναι περισσότερο χρήσιμο». Ο Μάρκος φυλλομετρώντας το ντοσιέ, βρίσκει στο τέλος ένα σημείωμα, γραμμένο με τρεμάμενο χέρι σε εισαγωγικά: «Τώρα που μπορώ να γράψω ένα μυθιστόρημα δεν θέλω. Κυρίως γιατί το μυθιστόρημα έχει ταυτιστεί, χρόνια τώρα, ως φόρμα, μ’ έναν πολιτισμό που παρακμάζει μέσα από συνταγές αυταρέσκειας».
Και αυτό είναι και το τέλος του βιβλίου· σαν μήνυμα του Αχιλλέα από τον άλλο κόσμο, με το οποίο ο συγγραφέας, εν μέρει, ακυρώνει τον εαυτό του, αλλά και μοιάζει σαν να λέει Θεός σχωρέστον τον υβριστή, πρώην σύντροφο. Σαν να χρειάστηκε να πεθάνει για να καταλάβει την Ύβρι που διέπραξε. Ωστόσο, αυτή η τελευταία πράξη του δράματος παρέχει τη ζωτική ελπίδα ότι υπάρχει ακόμα σωτηρία.
Και έτσι, ο Καπώνης, με τον ευφυή κύκλο που έκανε, δεν επιτρέπει στο σκοτάδι να καταπιεί το φως, γιατί θέλει να δει το φως να λάμπει πάλι. Άλλωστε τα φωτεινά ιντερμέδια στους αρχαιολογικούς χώρους που επισκέφτηκε έχουν παίξει το ρόλο τους στην αποκάλυψη της πραγματικής αληθινής ζωής. Σαν άνθρωπος που ξέρει πλέον καλά και από μέσα πώς λειτουργεί το σύστημα, αλλά και σαν άνθρωπος των Γραμμάτων από τα οποία διδάχτηκε την ανθρωπιά και την αξιοπρέπεια, θα δείξει το δρόμο στον κόσμο, ακόμα και στον ανανήψαντα παλιό συνοδοιπόρο.
Η ζωή προχωράει με τη συγχώρεση των απολωλότων προβάτων· προβάτων όμως όχι λύκων … Ο Σεφέρης έλεγε ότι η πρόοδος βρίσκεται στο «προχώρεμα» όχι στο σταμάτημα. Από τη φύση της λοιπόν η ζωή έχει ένα μέγα ατού, προχωράει, έστω και αν «θέλει νεκροί χιλιάδες να ’ναι στους τροχούς/ θέλει οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους» για να κελαηδήσουν τα χελιδόνια της άνοιξης, όπως έψαλε ο Οδυσσέας Ελύτης στο Άξιον Εστί.
Το βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί ντοκουμέντο, όσον αφορά το πολικό μέρος του, και εφόσον ο Καπώνης θέτει τα δάχτυλα επί των τύπων των ήλων, όμως είναι καλογραμμένη λογοτεχνία, με μία άδηλη, αλλά αρκετά καλά διακριτή συμβουλή: Μακριά από την πολιτική και την εξουσία.