ΨΗΛΑ ΣΤΑ ΜΕΤΕΩΡΑ
Σιγανοψιχάλιζε κείνο το πρωί στα Μετέωρα.
Ήταν η μέρα της σύναξης των θεών,
η μέρα της σπονδής των ανθρώπων
και είχαμε κινήσει από τη γη των ασμάτων,
του ουρανού των θαυμάτων να πάμε.
Ανεμοδρόσιζε κείνο το πρωί στα Μετέωρα.
Ασήμι στα μαλλιά σου οι δροσοσταλιές,
σου στίλβωναν διάδημα και πέπλο νυφικό
και τ’ ανέμου η ηχόχρωμη ανάσα
προσευχή της ψυχής μας και λύτρωσης ύμνος.
Και σηκώσαμε τα χέρια μας ψηλά.
Εγώ του γάμου φλάμπουρα με κόκκινο μαντήλι
κι εσύ στου έρωτα την έκσταση φτερά,
αναπέμποντας δέηση εγώ κι εσύ αντιφωνώντας,
ομολογία και ψαλμό το άγιο «σ’ αγαπώ»,
για της ζωής τ’ αγκάλιασμα και το γλυκασμό.
Και πετάρισαν έκπληκτα μικρά πουλιά,
το σφύριξαν με αηδονολαλιά στους βράχους
και κείνοι αντιλάλησαν ανασαμό και ρίγος.
Το έψαλλαν συλλείτουργο στους ανάερους ναούς,
κοινώνησαν κι ανάβλεψαν σεπτές μορφές
και γαλήνεψαν τα πάθη και οι σταυρώσεις.
Σιγανοψιχάλιζε κείνο το πρωί στα Μετέωρα.
Είδα στα μάτια σου το επουράνιο βλέμμα,
βαθιά παράκληση, μνήμης πομπή και απολογήθηκα.
Είδα στα μάτια σου τ’ ανέσπερο το φως
το αύριο ν’ ακολουθεί και προσευχήθηκα.
Σιγανοψιχάλιζε κείνο το πρωί στα Μετέωρα.
Ήταν η μέρα της σκέπης και ευλογίας των θεών,
η μέρα του μεγαλείου της ψυχής των ανθρώπων.
’Ηταν η δική μας μέρα.