Κάτω από τον γενικό τίτλο: Σώμα δια τριβής. Αυτό το αθόρυβο γεγονός, η μάθηση της αναπνοής, (όπου αναπνοή για τον Σωτήρη είναι η ποίηση) υπήρξε γι αυτόν ο κοινωνός των αποστάσεων, η νήσος Χίος του, οι προσευχές για και με τους φίλους του, το όρος Αιγάλεω, ένα κορμί χαμένο με σφραγίδα όμως πάντα ποστ ρεσταντ, συσσίτιο και ροή ρακής, μία πάλη σώμα με σώμα, και τόποι με τόπι, ακόμα και μέχρι την λήθη, (Αλτσχάιμερ αρχόμενο) ακόμα και χωρίς πόλη, (Απολις). (τίτλοι των ποιητικών συλλογών-δεξαμενών).
Ένα σώμα διατριβής λοιπόν. Όπου η διατριβή δεν είναι μία ψυχρή επιστημονική μελέτη για να αποκτήσει κανείς τον τίτλο μεταπτυχιακού, αφού τους τίτλους και τα πτυχία ο Παστάκας τα θεωρεί άχρηστα στην συγγραφή, αλλά μία βιωμένη και καταχωρημένη σύνοψη όλης της εμπειρίας του με το σώμα της ποίησης. Που με την χρόνια τριβή έγινε πια το δικό του σώμα. Σωματοποίηση και ενσωμάτωση μαζί.
Τι δεν έχει η ποίηση του Παστάκα; Δεν έχει αφηρημένα ουσιαστικά. Τα απεχθάνεται. Δεν έχει πτώσεις γενικές επί πτώσεων γενικών, δεν έχει φανφάρες, περίτεχνες φράσεις εντυπωσιασμού. Δεν κάνει προεκλογική εκστρατεία, δεν βγάζει λόγους, δεν διατυπώνει δύσκολους φιλοσοφικούς συλλογισμούς. Δεν κάνει κήρυγμα, δεν γράφει επικαιροποιημένες ανταποκρίσεις γεγονότων.
Με μία χαρακτηριστική παστάκεια γραφή, ιδιαίτερη και αναγνωρίσιμη, τις περισσότερες φορές στο πρώτο πρόσωπο εξομολογείται. Έτσι λυπόμαστε, στερούμαστε, αυνανιζόμαστε, ερωτευόμαστε, χωρίζουμε, θάβουμε τον πατέρα, συμπονούμε την μητέρα στο κρεβάτι του νοσοκομείου, γερνάμε, θυμόμαστε, ξεχνάμε μαζί του. Εγκλωβιζόμαστε σε ένα διαμέρισμα στην ταράτσα μίας πολυκατοικίας στην Αθήνα, βρισκόμαστε στο πίσω κάθισμα ενός κίτρινου ταξί σε μία πολύβουη μέρα κίνησης, περιοριζόμαστε στην μοναξιά της επαρχίας. Συγκινούμαστε, δακρύζουμε, χαμογελάμε. Και ξαφνικά συνειδητοποιούμε την παγίδα. Θυμόμαστε ότι ο Παστάκας είναι εξαιρετικός ψυχίατρος και ακόμα πιο σπουδαίος ποιητής. Και πως τόση ώρα δεν μας μιλούσε για τον εαυτό του. Εμάς βλέπαμε μέσα στον καθρέφτη που κρατούσε τόση ώρα μπροστά στο πρόσωπό μας. Και ταυτιζόμασταν με αυτό το τόσο ανθρώπινο και πανανθρώπινο ποιητικό εγώ, που τολμά να εκτίθεται και να τσαλακώνεται και να μας θυμίζει τόσο απεγνωσμένα, ολοκληρωτικά, τολμηρά, θανάσιμα, απειλητικά, ανακουφιστικά, λυτρωτικά. Εμάς τους ίδιους. Όλους. Τους αναγνώστες. Όταν τολμά να μιλήσει για την παιδική ανάμνηση του κώλου της μητέρας του, στο κορυφαίο ποίημα Ραψάνη, δεν μιλά ο Σωτήρης Παστάκας. Είναι ο αρχετυπικός Οιδίποδας που αναδύεται από το ασυνείδητο και μας αφορά. (Ποίημα Ραψάνη σελ.143)
Ούτε είναι ο Σωτήρης Παστάκας ύποπτος φυγής. Δεν είναι αυτός που βουλιάζει στον καναπέ της σελίδας δέκα εννέα. Που μπορεί να φύγει χωρίς να πει ένα arrivederci ή see you, αφήνοντας ανάμεσα στους στίχους το ποτήρι με το αλκοόλ και τα τσιγάρα. Αφού αυτός ο ποιητής είναι πάντα παρών. Με το κορμί της ποίησής του. Ψυχή τε και σώματι. Είναι ο αναγνώστης που μπαίνει στον ιδιωτικό χώρο του ποιητή, τον οποίο όμως ο Παστάκας περίτεχνα αλλάζοντας κρυφά την πινακίδα στον τοίχο, μετατρέπει σε δημόσιο. Και το ατομικό προσωπικό βίωμα γίνεται καθολικό. Και η αλήθεια της ποίησής του οικουμενική όπως το Λάμδα στην Οδύσσεια και το Π στην Ιλιάδα. Όπως τα νεκρόδειπνα.
Τελευταία είμαι χαρούμενος λένε. Λένε
για μένα πως αυτό εκείνο και το άλλο.
Ακούω μέσα μου φωνές πως το τάδε έτος
και ξεσπούν γέλια. Ζητωκραυγές. Έκανα
πολλά και ξέχασα περισσότερα. Κάποιες γυναίκες
με φωνάζουν Σταμάτη αλλά δεν γυρίζω
να τις κοιτάξω. Ψευδείς αναμνήσεις
μου φτιάχνουν το κέφι. Θα ξυπνήσω
με ένα καλό προαίσθημα την μέρα που θα πεθάνω.