Κάθε πόλη έχει το σύμβολό της. Συνήθως, είναι ένα κτίριο που λειτουργεί ως η σημειολογική της προβολή στο σύμπαν της νοόσφαιρας. Για παράδειγμα, το Παρίσι έχει τον πύργο του Άιφελ, η Αθήνα τον Παρθενώνα, η Νέα Υόρκη το πελώριο άγαλμα της Ελευθερίας και η Ρώμη το εκπληκτικό Κολοσσαίο, το μεγαλύτερο αμφιθέατρο του αρχαίου κόσμου.
Στις μέρες μας, το μεγαλόπρεπο εκείνο δημιούργημα μοιάζει με τεράστιο κέλυφος. Άδειο και σιωπηλό, στέκεται ακόμα όρθιο σαν διαβρωμένο απολίθωμα, μια απτή ανάμνηση της δόξας που έζησε μια πόλη η οποία είχε καταφέρει να επιβληθεί ως το κέντρο του πολιτισμένου κόσμου μιας περασμένης εποχής.
Κάποτε ωστόσο το Κολοσσαίο έσφυζε από ζωή. Πυκνά πλήθη συνέρρεαν στο εσωτερικό του για να παρακολουθήσουν τα εντυπωσιακά θεάματα που είχε αποφασίσει να τους προσφέρει ο γενναιόδωρος αυτοκράτοράς τους. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι βλέπετε, λάτρευαν τέτοιου είδους εκδηλώσεις και στο Κολοσσαίο εκτυλίσσονταν τόσο πολυποίκιλτα και περίπλοκα θεάματα που οι θεατές δεν ήταν ποτέ απόλυτα σίγουροι για το τι τους περίμενε:
Αναμετρήσεις ξακουστών μονομάχων ανάμεσα σε φαντασμαγορικά σκηνικά που άλλαζαν κατά περίσταση; Εξωτικά θηρία που πετάγονταν στην αρένα μέσα από κρυφές καταπακτές; Αναπαραστάσεις θρυλικών ναυμαχιών; Όλα αυτά σίγουρα συνέθεταν μια μοναδική εμπειρία που θα πρέπει να ήταν συγκλονιστική για όλους όσους είχαν τη χαρά να την γευτούν.
Αν ήσασταν Ρωμαίος πολίτης, η είσοδος για το Κολοσσαίο ήταν ελεύθερη για σας. Εξάλλου, αυτό ήταν ένα απ’ τα σπουδαιότερα προνόμια που συνόδευαν αυτή την ιδιότητα, καθώς και το γεγονός ότι είχατε το δικαίωμα να ταξιδεύετε σε κάθε επαρχία της αυτοκρατορίας δίχως να υφίστασθε συνοριακούς ελέγχους. Ωστόσο, και μη Ρωμαίοι πολίτες μπορούσαν να μπουν στο Κολοσσαίο, αρκεί ν’ ανήκαν σε κάποια Λέσχη αναγνωρισμένη απ’ το Κράτος και να ήταν σε θέση να πληρώσουν το αντίστοιχο χρηματικό ποσό. Υπήρχαν 76 είσοδοι, αντίστοιχες των Θυρών των σύγχρονων ποδοσφαιρικών γηπέδων. Οδηγούσαν στα τέσσερα τμήματα του Κολοσσαίου τα οποία χωρίζονταν μεταξύ τους με μαρμάρινα διαζώματα και μεταλλικά κάγκελα. Το κάθε τμήμα προοριζόταν για μια διαφορετική οικονομικοκοινωνική τάξη θεατών. Τα καλύτερα καθίσματα ήταν τοποθετημένα κοντά στην αρένα, δυο μόλις μέτρα ψηλότερα απ’ αυτή, έτσι ώστε οι θεατές να έχουν άμεση οπτικό-ακουστική επαφή με όλα όσα συνέβαιναν εκεί. Υπήρχε βέβαια και το θεωρείο του Αυτοκράτορα που καταλάμβανε τη δική του ιδιαίτερη θέση.
Το αυτοκρατορικό θεωρείο και τα καθίσματα των πρώτων κερκίδων χωρούσαν περίπου 2.000 άτομα: Μέλη της Ρωμαϊκής ελίτ-υψηλόβαθμους στρατιωτικούς δηλαδή, Πατρικίους, Έπαρχους και Συγκλητικούς. Οι κερκίδες που ξεκινούσαν απ’ το δεύτερο διάζωμα, χωρούσαν περίπου 12.000 ανθρώπους και προορίζονταν για τους πλούσιους πολίτες της αυτοκρατορίας, επιτυχημένους εμπόρους κυρίως και αξιωματούχους της κυβέρνησης. Πιο ψηλά τώρα, μετά το τρίτο διάζωμα, κάθονταν οι απλοί πολίτες της Αυτοκρατορίας και στο τέταρτο και τελευταίο κομμάτι του Κολοσσαίου, εκείνο που βρίσκονταν πιο μακριά απ’ την αρένα, βολεύονταν οι απλές γυναίκες και οι φτωχοί.
Εισιτήρια που σώθηκαν μέχρι τις μέρες μας, μας δείχνουν ότι οι θέσεις του Κολοσσαίου ήταν αριθμημένες. Ο κάθε θεατής λοιπόν, έπρεπε να μπει από μια συγκεκριμένη θύρα, να διασχίσει κάποιες εσωτερικές σκάλες, να βρει ένα συγκεκριμένο διάζωμα, στη συνέχεια έναν μοναδικό αριθμό κερκίδας και ν’ ανακαλύψει τελικά το-αρκετά στενό-κάθισμα που του αναλογούσε.
Το Κολοσσαίο χωρούσε μέχρι και 50.000 ανθρώπους. Ένα τόσο μεγάλο πλήθος δυνητικών καταναλωτών προσέλκυε πολλούς πλανόδιους μικροπωλητές. Έξω λοιπόν απ’ το τεράστιο εκείνο κτίριο, μαζεύονταν ένα σωρό μικρο-έμποροι που προσέφεραν στους επισκέπτες πρόχειρο φαγητό (ψητά λουκάνικα, ρεβίθια και διάφορα γλυκίσματα) και μπιχλιμπίδια κάθε λογής. Πουλούσαν προγράμματα με τις ατραξιόν της ημέρας και εγκωμιαστικά κείμενα που εξιστορούσαν τις ζωές και τα κατορθώματα των Μονομάχων που θα εμφανίζονταν στην αρένα. Στους επισκέπτες προσφέρονταν επίσης και μικρές μπάλες από ξύλο που περιείχαν ένα λαχνό. Οι τυχεροί λαχνοί κέρδιζαν διάφορα δώρα, για παράδειγμα φαγητό, χρήματα, μέχρι και την κυριότητα ενός διαμερίσματος.
Το Κολοσσαίο ήταν τεράστιο. Ακόμα και σήμερα καταλαμβάνει μια έκταση έξι εκταρίων και το ύψος του συναγωνίζεται μια σύγχρονη πολυκατοικία ύψους 15 ορόφων. Ωστόσο, η πλειοψηφία του κοινού κάθονταν σε στενά και άβολα καθίσματα. Επιπρόσθετα, οι αποστάσεις ανάμεσα στα πίσω και στα μπροστινά καθίσματα ήταν πολύ μικρές, κάτι σαν τις σύγχρονες οικονομικές θέσεις των αεροπλάνων, με εξαίρεση φυσικά τις προνομιακές θέσεις του πρώτου διαζώματος που ήταν άνετες και ευρύχωρες. Τέλος, εξαιτίας του τεράστιου μεγέθους του, οι θεατές που κάθονταν στα ψηλότερα σημεία ούτε έβλεπαν ούτε και μπορούσαν ν’ ακούσουν πολλά πράγματα. Κατά πάσα πιθανότητα καταλάβαιναν τι συνέβαινε στην αρένα απ’ τις ιαχές και τις κραυγές του πλήθους των περισσότερο προνομιούχων.
Ο αυτοκράτορας καθόταν φυσικά στο καλύτερο κάθισμα του όλου χώρου. Οι Μονομάχοι που πάλευαν μπροστά του, συχνά εκλιπαρούσαν την επιείκεια του. Οι υπόλοιποι θεατές παρακολουθούσαν τον αυτοκράτορα με κομμένη την ανάσα για να δουν τι θ’ αποφάσιζε μετά το τέλος της κάθε μονομαχίας. Στο κάτω-κάτω ο αυτοκράτορας είχε το δικαίωμα να βάλει τέλος στη ζωή του κάθε μονομάχου όποτε ήθελε. Ο ίδιος κάθονταν ξέχωρα απ’ τους υπόλοιπους θεατές. Είχε τις δικές του εισόδους και εξόδους και έτσι ποτέ δεν ερχόταν σε άμεση επαφή με τον απλό λαό.
Επειδή τώρα η ζέστη της Μεσογείου είναι πολύ έντονη, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, το Κολοσσαίο ήταν εξοπλισμένο με το λεγόμενο Velarium: Ένα σύστημα πτυσσόμενων σκέπαστρων που θύμιζαν τα πανιά ενός πλοίου. Ένα πλήρωμα ναυτικών που ήταν ειδικά επιφορτισμένοι με το να το απλώνουν και να το μαζεύουν, χρησιμοποιούσαν σκοινιά και τροχαλίες πάνω σε μια ειδική κατασκευή από σκαλωσιές για να κρύβουν τον ήλιο όποτε κρινόταν απαραίτητο.
Οι μονομαχίες στην αρένα διεξάγονταν με τη συνοδεία μουσικής. Οι θεατές άκουγαν επικές μουσικές συνθέσεις από τρομπέτες τύμπανα και παρεμφερή μουσικά όργανα καθώς παρακολουθούσαν τους φημισμένους Gladiators να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο ή ν’ αντιμετωπίζουν κάθε είδους άγρια θηρία. Οι μουσικοί έπαιζαν ακόμα και στις στιγμές του μεγάλου σασπένς, όταν ο αυτοκράτορας επρόκειτο ν’ αποφασίσει αν ένας μονομάχος είχε δείξει αρκετή γενναιότητα ώστε να του αξίζει να ζήσει. Η μουσική χρησίμευε και ως σύνθημα για ν’ απελευθερωθεί στην αρένα ένα άγριο ζώο ή για να ξεκινήσει μια καινούργια μονομαχία.
Σε αντίθεση με αυτό που πιστεύουμε σήμερα, οι Μονομάχοι δεν ήταν σκλάβοι, ούτε εγκληματίες καταδικασμένοι να πεθάνουν στην αρένα. Στην πραγματικότητα πολλοί Ρωμαίοι εργάζονταν οικειοθελώς ως Μονομάχοι και μαθήτευαν σε ειδικές σχολές για επαγγελματίες. Οι Μονομάχοι ήταν οι σταρ της εποχής. Αποκτούσαν μεγάλη δόξα και πολλά χρήματα. Οι Ρωμαίοι τους λάτρευαν και τα παιδιά τους αγόραζαν μικρά ομοιώματα των αγαπημένων τους ηρώων. Οι νικητές Μονομάχοι συχνά συνάπτανε σχέσεις με γυναίκες της αριστοκρατίας ενώ πολλά γκράφιτι εκείνης της εποχής διαλαλούσαν με περηφάνια τις σεξουαλικές τους επιδόσεις. Ο ιδρώτας τους θεωρούνταν αφροδισιακός και οι Ρωμαίοι συχνά τον συγκέντρωναν μετά από κάθε αναμέτρηση για να τον πιουν ή για να τον χρησιμοποιήσουν ως συστατικό για κρέμες προσώπου.
Ένα απ’ τα πολλά θεάματα που προσέφερε το Κολοσσαίο ήταν το κυνήγι άγριων ζώων. Υπήρχαν μονομάχοι που ήταν ειδικά εκπαιδευμένοι για να τα θανατώνουν. Ονομάζονταν Bestiarii και σκότωναν με ακόντια και τόξα λιοντάρια, τίγρεις, αρκούδες, ιπποπόταμους, ελέφαντες, ελάφια και καμηλοπαρδάλεις.
Κάτω απ’ την αρένα που ήταν στρωμένη με άμμο, απλωνόταν ένα περίπλοκο σύμπλεγμα από τοίχους και δωμάτια που καλύπτονταν από μια ξύλινη πλατφόρμα. Ανάμεσα σ’ εκείνο τον υπόγειο λαβύρινθο υπήρχαν και κανάλια που γέμιζαν την αρένα με νερό κάθε φορά που το κοινό επρόκειτο να παρακολουθήσει μια ναυμαχία. Αρχικά η ξύλινη πλατφόρμα και τα στηρίγματά της αφαιρούνταν ολοκληρωτικά. Ύστερα η αρένα γέμιζε με νερό που κατευθύνονταν μέχρι εκεί απ’ το υδραγωγείο της πόλης και έτσι σχηματιζόταν μια τεχνητή λίμνη που είχε βάθος τριών με πέντε μέτρων. Στη συνέχεια εμφανίζονταν μικρογραφίες πλοίων που αναπαριστούσαν με τις κινήσεις τους διάσημες ιστορικές ναυμαχίες, προφανώς αυτές που είχαν καταλήξει με τη νίκη των ρωμαϊκών δυνάμεων.
Υπήρξε ωστόσο μια φορά που κάποια ναυμαχία είχε πολύ δυσάρεστη έκβαση: Το έτος 86 μχ, οργανώθηκε μια τέτοια εκδήλωση προς τιμή του Αυτοκράτορα Τίτου αλλά επειδή ξαφνικά έβρεξε πάρα πολύ, το Κολοσσαίο πλημμύρισε με αποτέλεσμα τα μέλη των πληρωμάτων των αντιμαχόμενων πλοιαρίων να πνιγούν μαζί με την πλειοψηφία όσων κάθονταν κοντά στην αρένα. Βέβαια, υπάρχουν κάποιες αμφιβολίες ως προς την γνησιότητα αυτής της πληροφορίας καθόσον εμφανίζεται 200 χρόνια μετά από την ημερομηνία που υποτίθεται ότι συνέβη εκείνη η καταστροφή.
Σ’ αυτό το σημείο αξίζει να ειπωθεί ότι αν και συχνά γίνεται δεκτό ως ιστορικό γεγονός, δεν υπάρχουν πραγματικές αποδείξεις που να στηρίζουν την πεποίθηση ότι Χριστιανοί είχαν φαγωθεί από λιοντάρια στο Κολοσσαίο. Η πρώτη σχετική αναφορά μας έρχεται από τον 4ο αιώνα μΧ. Εκείνη την εποχή, ένας ο χριστιανός λόγιος, ο Lactantius, ο οποίος αργότερα προήχθη σε Επίσκοπο της Καισαρείας υιοθετώντας το όνομα Ευσέβιος, έγραψε ότι αρκετοί Ρωμαίοι αυτοκράτορες, ειδικά ο Νέρωνας, έσφαζε Χριστιανούς για να ψυχαγωγεί τους υπηκόους του. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι τέτοιες πράξεις ουδέποτε αποτέλεσαν την επίσημη πολιτική της αυτοκρατορίας αν και δεν αποκλείεται σποραδικά συμβάντα τέτοιου είδους να λάμβαναν χώρα εδώ και εκεί. Κατά τη διάρκεια των μεσαιωνικών και των υστερομεσαιωνικών ετών, δεν εμφανίζονται παρόμοιοι ισχυρισμοί. Γνωρίζουμε πάντως ότι κατά τον 17ο αιώνα πολλοί μάζευαν άμμο απ’ το Κολοσσαίο το χρώμα της οποίας πιστευόταν ότι είχε αλλοιωθεί απ’ το αίμα των χριστιανών που είχαν πεθάνει εκεί. Στο Κολοσσαίο βέβαια όντως τιμωρούνταν άνθρωποι που είχαν παραβιάσει τους νόμους ή που είχαν αμφισβητήσει την θεϊκή υπόσταση του Ρωμαίου αυτοκράτορα. Εκείνοι οι δύστυχοι ονομάζονταν Damnati, δηλαδή καταδικασμένοι, και τους έριχναν στην αρένα άοπλους ανάμεσα σε άγρια και πεινασμένα θηρία ή τους εξανάγκαζαν να μάχονται μεταξύ τους μέχρι θανάτου.
Μια εξίσου εντυπωσιακή ιστορική ανακρίβεια, αφορά το ίδιο το όνομα του Κολοσσαίου: Όσο κι αν μας φαίνεται παράξενο, αυτό δεν ήταν το πραγματικό του όνομα. Στην πραγματικότητα, ύστερα απ’ την καταστροφική βασιλεία του Νέρωνα, και των τριών εξίσου ανισόρροπων αυτοκρατόρων που τον διαδέχτηκαν, ανέλαβε την εξουσία ο πολύ πιο εγκρατής Βεσπασιανός. Αυτός προσπάθησε ν’ αποστασιοποιηθεί από την εικόνα της χλιδής και της ασυδοσίας που χαρακτήριζε τους προκατόχους του. Έτσι λοιπόν, μέσω της αποπεράτωσης σπουδαίων δημόσιων έργων, κατάφερε να οικοδομήσει την εικόνα ενός ηγέτη που νοιάζονταν για το λαό του και δούλευε γι’ αυτόν. Ο Βεσπασιανός είχε απαιτήσει να χτιστεί ένα τεράστιο αμφιθέατρο που θα ήταν αφιερωμένο στην ψυχαγωγία των υπηκόων του. Μέσα σε 10 χρόνια λοιπόν, από το 70 έως το 80 μχ διαλύθηκε η τεχνητή λίμνη που είχε φτιάξει ο Νέρωνας σ’ εκείνο το σημείο και στη θέση της υψώθηκε το Κολοσσαίο το οποίο ήταν γνωστό ως το «Φλαβιανό Αμφιθέατρο» σύμφωνα με το όνομα της οικογένειας του Βεσπασιανού. Το όνομα Κολοσσαίο άρχισε να χρησιμοποιείται από τον 11ο αιώνα και μετά. Οι περισσότεροι ιστορικοί δε, θεωρούν ότι προέρχεται από το Colossus Neronis, ένα πελώριο άγαλμα από χαλκό που είχε φτιάξει ο ανοικονόμητος και μεγαλομανής Νέρωνας και που υψωνόταν μέσα ή δίπλα στην τεχνητή λίμνη του.
Σήμερα το Κολοσσαίο είναι προσβάσιμο απ’ το κοινό. Μια βόλτα στο εσωτερικό του είναι αρκετά εντυπωσιακή ως εμπειρία. Αν λοιπόν αποφασίσετε να το επισκεφτείτε, σας προτείνω να κάνετε το εξής: Απομακρυνθείτε απ’ τους υπόλοιπους τουρίστες, κλείστε τα μάτια σας και απλώστε τη συνείδησή σας στο γύρω χώρο. Και τότε, ίσως ν’ αφουγκραστείτε τον αμυδρό αχό ενός ενθουσιασμένου πλήθους που πριν από πολλά-πολλά χρόνια παρακολουθούσε εκστασιασμένο μάχες μέχρι θανάτου και κυριεύονταν από άγρια συναισθήματα που ενδεχομένως ν’ άφησαν κάτι πίσω τους, ένα ψυχικό αποτύπωμα που επέζησε στο πέρασμα του χρόνου…