3.Ο Κωνσταντάκης Φιλίππου Καλογερής (αδερφός του παππά Σταύρου) που παντρεύτηκε την Ευαγγελία Νικολάου Ζαχά από το Ευπάλιο, έχτισε κάτω από το ρέμα του Αντιβού, δίπατο υποστατικό όλο με τα χέρια του με ξερολιθιά και πλίνθους στα εσώτερα, στάνη για τα πρόβατα και μια απέραντη περίφραξη για προαυλισμό των αλόγων και ίδρυσε εκεί την οικογενειακή ρίζα 71. Ενώ γεννήθηκε φαλακρός μες στα φατνώματα σαν τον Χριστό, ταλαιπωρώντας με τις ωδίνες για μέρες τη μάνα του Ασπασία που μετρούσε ήδη δυο αποβολές έπειτα από το δεύτερο τέκνο της, το Δημητράκη, πέθανε υπέργηρος με μια μακριά ξανθιά και λαμπερή κοτσίδα, με μαλλιά που αρχίνησαν να φυτρώνουν στα 47 του έτη και δε σταμάτησαν να μεγαλώνουν ούτε και μετά θάνατον. Έζησε ταπεινά και παρά την άνεση και την περιουσία που μάζεψε με τα χρόνια, στην πράξη δεν έπαψε να ασκεί το επάγγελμα του ποιμένα παρότι, αν ζούσε στο μεσαίωνα, σε κάποια Ευρωπαϊκή περιοχή, θα είχε υπάρξει σίγουρα ένας ξακουστός μηχανικός στην αυλή κάποιου μονάρχη, καθόσον είχε μαστορέψει στη διάρκεια του βίου του, μύριες όσες ευρεσιτεχνίες: ένα σύστημα ποτίσματος των ζωντανών, που λειτουργούσε με ανεπαίσθητες μεταβολές στην κλίση μόνο με τη βαρύτητα, δώδεκα αιολικές φλογέρες κουρδισμένες σαν χορωδιακές φωνές ανά τετράδες, αυτόνομη θέρμανση με την καύση της σβουνιάς σε τσίγκινα βαρέλια βυθισμένα σε νερά σαν μπαίν μαρί, ένα χειροποίητο τετράχωρο, κλασματικό αποστακτήριο από μπακίρι λιωμένο και ξαναχυμένο σε πήλινο καλούπι και μια σειρά από ξύλινα κιβώτια με τουλμπάνια που αλληλοκαλύπτονταν και επικοινωνούσαν, όπου έμπαινε η στάχτη από τη μια κι έβγαινε καθαρή αλισίβα από την άλλη[1]. Εκτός από μηχανικός ήταν γενικώς ένας σοφός άνθρωπος που συλλογιζόταν για καθετί καινούργιο που του συνέβαινε από τα πιο απλά (πχ. μια γαστρεντερίτιδα που τον βασάνιζε επί εβδομάδες, ή ένας κολικός στην περιοχή του αφαλού που τον έπιανε κάθε φορά που έκανε έρωτα) ως και τα πιο σύνθετα: πώς συνδυάζεται για παράδειγμα, το φως των άστρων με της Σελήνης, γιατί σε θέματα πίστεως έλεγε η εκκλησία “και μη, ερεύνα”, πώς αντιγύριζαν τα γκρεμνά την ηχώ προς τα εκεί απ’ από όπου γεννήθηκε, αν είχαν τα αηδόνια μέσα τους τον Θεό, ολόκληρο ή ένα τμήμα του. Και κυρίως τι είναι αυτό που λέμε «ο Θεός». Μαζί με τα χωράφια και τα ζωντανά έκαμε και παιδιά· δύο κόρες σαν τα κρύα τα νερά κι ένα ζαγάρι, τον Νικόλα. Η Ασπασία Κωνσταντάκη Καλογερή(α), η πρωτότοκη, ήταν ένα κορίτσι με αμυγδαλωτά μάτια, λεπτά μακριά κόκκαλα, φίνο δέρμα που το είχε κληρονομήσει από τη μάνα της και μια μαλακιά κοιλιά, άσπρη με χρυσό χνούδι κι αστραφτερή, στρογγυλή και φιλόξενη σα ζεστό καλαμποκάλευρο πριν τη μαγιά, που κοίμιζε πάνω της όλες της τις κούκλες τους, την αδερφή της, Βασιλική Κωνσταντάκη Καλογερή(β)κι αργότερα το Νικόλα τους που τα κορίτσια τον είχαν για μερικά χρόνια, σαν κούκλα τους κι αυτόν. Γεννημένος Απρίλη, μαζί με τις Πασχαλιές, ο Νικόλας Κωνσταντάκη Καλογερής (γ), ξανθός και γαλανομάτης και ντροπαλός, μεγάλωσε μες στα χάδια και στα κανακέματα από τη μάνα του και τις αδερφές του, ώσπου τον κάλεσαν φαντάρο κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο κι έπειτα από τρεις μήνες εκπαίδευση μέσα στη λάσπη και στο χιονόνερο, του έδωκαν έναν Γκρα μονόβολο 11 χιλιοστών με τριμμένο κοντάκι, μια σκεβρή λόγχη με κολάρο από ορείχαλκο μα με σώμα φερατσάλι γαλβανισμένο κι έναν τελαμώνα με δώδεκα φυσίγγια παραγωγής των Αδελφών Μαλτσινιώτη, όμοια με αυτά που προμηθεύονταν οι Τουρκαλβανοί που τριγύριζαν στην Αθήνα παζαρεύοντας πολεμοφόδια για λογαριασμό των Βουλγάρων. Τη χρονιά που θα γινόταν 19, το τάγμα του,ενώ είχε βγει σχεδόν αλώβητο από την αιματηρή μάχη στο Μπιζάνι που προηγήθηκε της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, παρέμενε στην Ήπειρο, μέχρι και σχεδόν όσο χρειαζόταν να υπογραφεί η συνθήκη του Λονδίνου, ως σταθεροποιητικός παράγοντας στην περιοχή. Ανήμερα στα γενέθλιά του που συνέπεσαν με τοΜεγάλο Σάββατο κι ενώ κόντευαν να κλείσουν στα Γιάννενα τρεις ολόκληρους μήνες απραξίας,εμφιλοχωρώντας ανέμελος και αγουροξυπνημένος σε έναν κατακόκκινο – από τις παπαρούνες – αγρό όπου είχαν στρατοπεδεύσει, πάτησε τυχαία μιαν αφλεγή χειροβομβίδα γερμανικής κατασκευής και κονιορτοποιήθηκε από τους όρχεις ως το σαγόνι. Λίγα πράγματα απέμειναν να θάψουν οι δικοί, μεταξύ των οποίων η χρυσαφιά του κόμη. Την ίδια στιγμή, στο χωριό, σκοτείνιασε έξαφνα δίχως σύννεφα πάνω από τo Αντιβού,ενώ το χαγιάτι με τον πρόβολο στο δώμα που είχε χτίσει ο Κωνσταντάκης πανωσήκωμα με τη γέννηση του Νικόλα, κατέρρευσε δια μιας με έναν ξερό ορυμαγδό που ακούστηκε ως την Ερατεινή (αν και ο κόσμος εκεί θεώρησε πως ο θόρυβος προήλθε από τα φουρνέλα που έβαζε το μηχανικό για την εξόρυξη του βωξίτη.) Ο πατέρας του, παρότι η κυρά του άρχισε να τον ψέγει για την κατασκευή, κατάλαβε αμέσως.
– Βαγγελιώ μην κρένεις άδικα. Πάει το παιδί, της είπε. Κι αμέσως έφυγε προς τον αδερφό του, τον Παπά Σταύρο, για να κανονίσει να τον ψάλλουν από απόσταση. Δυόμιση χιλιάδες νοματαίοι είχαν ήδη κατασκηνώσει σχεδόν σε ολόκληρο το χωριό περιμετρικά γύρω από τον Αι Νικόλα, για να ακούσουν τον εσπερινό του Μεγάλου Σαββάτου, την πρώτη Ανάσταση, από τον Ευτύχη[2]. Η λειτουργία ήταν ήδη σε εξέλιξη.Γύρω από την εκκλησιά δεν ακουγόταν ούτε το πέταγμα μιας μύγας. Μόλις κόντεψε στον πλάτανο του αυλόγυρου, τον άρπαξε από τα μούτρα η ουράνια φωνή του εφήβου, που ξεκινούσε μόλις το τροπάριο «Ανάστα ο Θεός». Αμέσως διπλώθηκε στα δυο από έναν λυγμό σαν μαχαιριά, κι ενώ διάνυε ήδη το 47ο έτος του βίου του, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αρχίνησαν να ξεμυτούν πάνω στην καταφάλακρη κεφαλή του οι πρώτες ξανθιές τρίχες,που δε σταμάτησαν έκτοτε να μεγαλώνουν – μα κι κείνος ποτέ δεν τις ακούμπησε – σε σημείο που, ακόμη κι όταν τον πήρε ο Θεός, υπέργηρο πια, σχεδόν εκατοντούτη αφού τον τιμώρησε με τόσα χρόνια φαρμακωμένα με το χαμό ενός παιδιού, να φέρει πλέον μια μακριά, ξανθή και λαμπερή κόμη πλεγμένη σε κοτσίδα, που θα τη ζήλευε η οποιαδήποτε αυτάρεσκη έφηβη από εδώ ως τη Δεσφίνα. Δώδεκα έτη μετά τον θάνατο του κι ενώ ήσαν οι δικοί του υποχρεωμένοι να κάμουν την Αποκομιδή, ώστε να ελευθερώσουν χώρο να θάψουν την κόρη του Ασπασία (αφού το κοιμητήριο δεν είχε τότε ακόμη μεταφερθεί), βρήκαν στον τάφο τα μαλλιά του ξέπλεκα να εκτείνονται απευθείας από την κάρα, για ενάμιση ακόμη μέτρο, προτού να καταλήξουν – σαν με παράπονο – συμμετρικά, στην αγκαλιά της αυστηρής και σφιχτής πλέξης._
[1]Το κείμενο αποτελεί προδημοσίευση μιας ιστορίας από τη νουβέλα ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΡΙΖΑ 88. Ένα τμήμα του κειμένου που αφορά στην ιστορία του ίδιου του Κωνσταντάκη Καλογερή έχει παραλειφθεί.
[2]Αναφορά στην ιστορία του Ευτύχη Ιωάννου Παπαδημητρίου, εγγονού του παππά Σταύρου με έκταση φωνής τρεις οκτάβες, του οποίου οι στακάτο εκτελέσεις των φθόγγων της βυζαντινής μουσικής, έδεναν μια ακολουθία σαν τρίλια από μελίρρυτο αηδόνι.