Το ψύχος ήτο επίμονον και διαρκές εκείνα τα Χριστούγεννα. Από καιρού εις καιρόν λεπτότατον χιονόνερον έπιπτεν εις την παραλιακήν πολίχνην. Η οικία του Παναγή ευρίσκετο παρά την εσχατιάν της πολίχνης. Απόμαχος της ζωής ο Παναγής, παλαιός ναυτικός, υψηλός, καλοφορεμένος, ως εξηνταπέντε ετών, ωραίος, ανοικτοπρόσωπος, εξυρισμένος μύστακα και γένειον είχε μιαν ευρύχωρον οικίαν με μέγα κήπον και αυλήν με πολλάς πλατυφύλλους μωρέας. Δεν υπανδρεύθη αν και ουκ ολίγας φοράς του εγένοντο προτάσεις από την προξενήτραν της πολίχνης, την κυρα- Αννιώ. Νέες με νοικοκυροσύνη από καλάς οικογενείας θα ήθελον να έρθουν εις γάμου κοινωνίαν μετά του Παναγή. Η άρνησίς του επυροδότει την φαντασίαν της Αννιώς ότι κάτι άλλον συνέβαινεν. Δεν ημπορούσε να κατανοήσει τας αρνήσεις του ήτινες βεβαίως δεν έκαμπτον την ισχυράν θέλησίν της να τον αποκαταστήσει ούτως ή άλλως. Ο Παναγής ήτο γνωστόν ότι είχεν μικράν περιουσίαν αποκτηθείσαν από την σκληράν εργασίαν του ως πρώτος μηχανικός εις τα εμπορικά πλοία.
Ταύτην την στιγμήν προϊούσης της νυκτός, εσκάλιζεν την εστίαν ώστε η πυρά να αναζωογονηθεί. Ήκουσεν έναν κτύπον εις την θύραν του. Την ανέωξε και είδεν την φιγούραν μιας γυναικός, ήτις εκράτει εις τας αγκάλες της ένα βρέφος και του εζήτει με απόγνωσιν να μείνει δι’ ολίγον εν τη οικία, ίνα ζεσταθεί το τέκνον της. Ο Παναγής την εκοίταξεν από την κορυφήν έως τους όνυχας με αμφιβολίαν. Ήτο έτοιμος να της κλείσει την θύραν όταν εμπρός εις τους οφθαλμούς του ήρθεν το πρόσωπον της από χρόνων κεκοιμημένης μητρός του να τον εγκαλεί. Ευθύς την προσκάλεσε εις την οικίαν του. Η γυνή αφήκεν έναν βαθύν αναστεναγμόν ανακουφίσεως και εστάθηκεν πλησίον της εστίας. Αι φλόγαι της πυράς εφώτισαν το δωμάτιον και δια μιας ο Παναγής διέκρινεν το εύμορφον νεανικόν πρόσωπον και το νεογνόν όπου είχεν εις την αγκάλην της. Της έδειξεν την μεγάλην ξύλινην πολυθρόνα να καθίσει. Το νεογνόν ήρχισεν να κλαίει γοερώς. Εκείνη έσκυψεν με στοργή και του εψιθύριζεν κατευναστικά, μητρικά λόγια. Οι κλαυθμοί του βρέφους εγίνοντο όλον και ηχηρότεροι. Ήτο πλέον φαεινόν ότι επεινούσεν. Με μιαν ήσυχην κίνησιν η κόρη εμέριασεν τον ιματισμόν της γύρω από το στήθος. Ο Παναγής έστρεψεν τα όμματα του και εβγήκεν από το δωμάτιον. Η ησυχία επανήλθεν εις την οικίαν. Την εδιέκοπταν συχνώς οι τριγμοί των ξύλων στο τζάκι. Ο Παναγής κατηύθηνεν τον βηματισμόν του εις το μικρόν δωμάτιον το οποίον εχρησίμευεν ως μαγειρείον. Πλείστα πικρά δάκρυα εθάλπωσαν τους οφθαλμούς του. Η μορφή της γυναικός ,ήτις η λήθη των ετών είχεν αποδιώξει, ήλθεν πάλιν εμπρός του. Η Ανθούσα με την μέλαιναν μακριάν κόμην της που εσκίαζεν το μέτωπον ως νέφος μη επαρκούν να κρύψει την αίγλη του φωτός των καταγάλανων οριζόντων των ομματιών της. Η ‘’Αθούσα’’ του, η λατρεμένη σύζυγος που την είχε αποχαιρετήσει αφήνων δροσερά, ωχρόλευκα κρίνα εις τον χωμάτινον τάφο της εκείθεν εις ένα από τα μέρη του Νέου Κόσμου όπου εταξίδευεν. Έσκυψεν το κεφάλι καταγής. Τις βαθείες αναπολήσεις του διέκοψεν η νεαρά που εφιλοξένει εις την οικίαν του. Τον εκοίταξεν και ταπεινή τη φωνή εμορμύρισε ότι το νεογνόν της απεκοιμήθη, θα έφευγεν από την οικίαν του ώστε να μην του εγίνετο βάρος.
-Ποίο είναι το όνομά σου την ερώτησε ασμένως.
-Μαρία ,απάντησεν εκείνη με ελαφρόν μειδίαμα εις τα χείλη της.
-Μαρία και πού θα κοιμηθείτε απόψε; Έχετε μέρος να μείνετε;
-Όχι κύριε, εψέλισεν.
-Αν αγαπάτε, μείνατε εδώ, έχει ζέστη.
Τον ευχαρίστησεν κι εκίνησεν να γυρίσει εις το δωμάτιον. Εις την πολυθρόνα, μέσα εις την θαλπωρήν των φλογών που διεσκορπίζοντο από την πυράν του τζακιού, εκοιμάτο το νεογνόν. Αίφνης μέσα εις την απόλυτον ησυχίαν της νυκτός, ως λάλημα χειμερινών στρουθίων, άσματα των παίδων της γειτονιάς, οίτινες επισκεπτόμενοι τας οικίας, έψαλλον:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
εβγάτ’, ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται.
Φωναί αθώαι, άχροοι, χαρωπαί, φωναί παιδικής χαράς και ευθυμίας. Τα παιδία έκρουσαν την θύραν.
-Να ’ρθούμε να τραγουδήσουμε, μπάρμπα;
O Παναγής αστραπιαίως ήνοιξε την θύραν, τους έβαλε ένα τάληρον εις την χείρα λέγων:
-Σύρτε αλλού να τραγουδήστε.
Και τα παιδία έφυγαν ευχαριστημένα, διότι, χωρίς άλλον κόπον, ειμή εκέρδισαν ένα τάληρον.
Παρά την εστίαν εκάθητο η Μαρία στηρίζουσα την κεφαλήν της επί της χειρός, συλλογισμένη, θλιμμένη. Εκίνει δε τα χείλη, και η φωνή της εψιθύρισεν κάτι, και ο ψίθυρος απετέλει ελαφρόν μινύρισμα άσματος με ασθενή φωνήν, καθαράν μεν και παρθενικήν, αλλά μαραμένην. Ο Παναγής ησθάνθη πόνον εις την καρδίαν. Του ήρθε τότε αποτόμως η σκέψις να κρατήσει εις την οικίαν του την Μαρίαν μετά του βρέφους. Άστραψεν το πρόσωπόν του κι ανείπωτος χαρά εκούρνιασεν εις τα στήθη του. Δεν τον έμελλε διά το ανθρώπινον φορτίον, δια τας κατακρίσεις και τας λοιδορίας, τον έμελλεν να φροντίσει την Μαρία και το βρέφος ως πατήρ τους. Εκείνα τα Χριστούγεννα ήγγιξαν με τούτον τον τρόπον την λησμονημένην από επιθυμίας καρδίαν του.
Η Αγγελική Γιαννοπούλου γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας. Σπούδασε ελληνική φιλολογία, ψυχολογία και ιστορία της τέχνης. Εργάστηκε ως καθηγήτρια φιλόλογος. Άρθρα της, δοκίμια, ποιήματα και διηγήματα έχουν δημοσιευτεί σε ιστοσελίδες: Homo Universalis, Thessaloniki Art and Culture, Fractal, Με ανοιχτά βιβλία, AlfaVita. Είναι παντρεμένη και έχει τρεις γιους. Από τις εκδόσεις Αρμός κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο «Λέξεις στο φως».