You are currently viewing Aνθούλα Δανιήλ: Στέφαν Τσβάιχ, Καυτό μυστικό, Μετάφραση: Μαριάννα Αντωνοπούλου-Ίρμχιλν Στάινερ. Εκδ. ΡΟΕΣ, 2022

Aνθούλα Δανιήλ: Στέφαν Τσβάιχ, Καυτό μυστικό, Μετάφραση: Μαριάννα Αντωνοπούλου-Ίρμχιλν Στάινερ. Εκδ. ΡΟΕΣ, 2022

Είναι Άνοιξη. Ένας άντρας, μια γυναίκα κι ένα αγόρι καταφθάνουν στο Ζέμμεριγκ,  ένα χιονοδρομικό κέντρο στις αυστριακές Άλπεις, λίγο έξω από την Βιέννη για ολιγοήμερες διακοπές. Ο άντρας, νεαρός βαρόνος που πλήττει, αναζητεί ανάμεσα στους πελάτες, ή καλύτερα στις πελάτισσες του ξενοδοχείου κάποια που θα του κεντρίσει το ενδιαφέρον, κάποια γυναίκα για να φλερτάρει δηλαδή, να  περάσει η εβδομάδα, που διαθέτει, κάπως, ευχάριστα. Και να την! Συνοδεύει τον δωδεκάχρονο γιο της που αναρρώνει  μετά από μία περιπέτεια υγείας. Είναι ωραία, επιθυμητή, αξιοπρεπής, ασχολείται μόνο με τον γιο της, χωρίς όμως να της διαφεύγει το επίμονο βλέμμα του νεαρού βαρόνου που την πολιορκεί. Ωστόσο, με τις συνήθεις προτροπές μητέρας προς παιδί και μάλιστα στα γαλλικά, μοιάζει σαν να θέλει να την ακούει εκείνος περισσότερο και όχι ο μικρός.

Εξωτερικώς, τίποτα δεν φανερώνει την εσωτερική ανησυχία. Όμως ο Στέφαν Τσβάιχ έχει αρχίσει να στήνει το σκηνικό για το Καυτό μυστικό του, εκκινώντας από τους φυσικούς χώρους, αυτούς τους αμελητέους στην υπόθεση, που όμως με κανέναν τρόπο δεν πρέπει να παραβλέψουμε, αντιθέτως οφείλουμε να τους δούμε ως το φανερό ανάλογο του καυτού μυστικού. Και αρχίζουμε από το πρωταγωνιστικό στην εποχή του τρένο, που ήρθε, αποβίβασε και επανεπιβίβασε ανθρώπους κι έπειτα «η βραχνή ατμομηχανή έβγαλε  μια κραυγή  και ξεκίνησε, σέρνοντας με θόρυβο τη μαύρη αλυσίδα  στο βάθος του τούνελ». Μετά από αυτό, «Το απέραντο τοπίο ξαναβρήκε την ηρεμία του…» Στην συνέχεια  οι άμαξες με τα άλογα αργά αργά πήραν στην ανηφόρα… κι έπειτα τα σύννεφα «τρέχουν», «παίζουν», «αγκαλιάζονται», «φεύγουν», «τσαλακώνονται σαν μαντίλια κι άλλοτε σκίζονται σαν κουρέλια και τελικά κάθονται σκανταλιάρικα στις κορυφές των βουνών σαν λευκά σκουφάκια», μπαίνουν στο παιχνίδι των παραλλαγών. Μετά είναι ο άνεμος  που «ανήσυχος ταρακουνούσε τα δέντρα με μεγάλη μανία κάνοντας τις αρθρώσεις τους να τρίζουν… Παντού στον αέρα και στη γη υπήρχε κίνηση, αναβρασμός, ανυπομονησία».

Αυτό είναι το φυσικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα στηθεί η ιστορία που περιμένει τους  πρωταγωνιστές της να πάρουν θέση και να παίξουν τον ρόλο τους. Η φύση, δηλαδή, λειτουργεί ως εισαγωγή – προανάκρουσμα αυτού που θα ακολουθήσει. Ο συγγραφέας κεντάει ψιλοβελονιά τις λεπτομέρειες, δίνοντας την ευκαιρία στον αμελητέο ή απρόβλεπτο παράγοντα να αποδειχτεί ισχυρότατος, στη δράση να προκαλέσει αντίδραση, στον περιφρονημένο να αναλάβει δράση και να μην αφήσει να του ξεφύγει η υπόθεση μέσα από τα χέρια. Ο απελπισμένος θα τα παίξει όλα για όλα. Όλοι όμως,  θα αναπτύξουν τις στρατηγικές τους και θα δημιουργήσουν συμμαχίες και συσχετισμούς που -θα αλλάξουν πάλι και πάλι, ανάλογα με τις εξελίξεις.

Συγκεκριμένα, ο βαρόνος βρίσκει επιτέλους το ενδιαφέρον του, όταν συλλαμβάνει την ιδέα να κατακτήσει πρώτα το  μικρό αγόρι, για να το χρησιμοποιήσει σαν  παιχνίδι και κλειδί που θα ανοίξει την αγκαλιά της κυρίας. Το παιδί που πλήττει, εκ πρώτης όψεως είναι η  αμελητέα ποσότητα στην ιστορία, θα αναδειχτεί πρωταγωνιστής, όταν σε λίγο διαπιστώσει πως οι δύο μεγάλοι κάνουν κοινό στρατόπεδο και αισθάνεται  πως τον βγάζουν από το παιχνίδι, ως πεσσό αποσυρμένο πλέον από τη σκακιέρα. Ο μικρός παίρνει θέση μαχητή.  Γίνεται τώρα αυτός ο ισχυρός. Οι συσχετισμοί αλλάζουν. Το επιθυμητόν αναβάλλεται.   

Το περίεργο αυτό, άλλου τύπου, ιψενικό τρίγωνο θα δημιουργήσει μια πολύπλοκη κατάσταση στην οποία οι ήρωες θα αλλάξουν πάλι και πάλι προσδοκίες και συμπεριφορές, θα ελπίσουν και θα απελπιστούν, θα προσδοκούν και εκεί που θα νομίσουν πως τα κατάφεραν όλα θα ανατραπούν και οι αληθινοί χαρακτήρες κρυμμένοι κάτω από τα πολυτελή ενδύματα και  τα ευγενικά συμβατικά χαμόγελα, θα αποκαλυφθούν. Γιατί ο μικρός παίχτης, όσο περισσότερο δεν μπορεί να καταλάβει τι συμβαίνει, τόσο πιο πολύ οργίζεται, τόσο πιο πολύ αγριεύει και εισχωρεί  στο καυτό μυστικό, μπαίνοντας από τη λάθος πόρτα για να φτάσει στο σωστό αποτέλεσμα. Τελικά το έργο είναι παιχνίδι για τρεις, ανάμεσα στον βαρόνο και στο αγόρι, κυρίως, και τη μητέρα μάλλον σε ρόλο παραπληρωματικό. Το αγόρι θα κονταροκτυπηθεί με τον βαρόνο, σαν ίσος προς ίσον, και ας μην είναι ίσος, ευρισκόμενο όμως σε άλλου είδους θέση ισχύος. Ο ένας ξέρει και χρησιμοποιεί το παιδί. Το παιδί δεν ξέρει και χρησιμοποιεί τον βαρόνο. Η μητέρα ξέρει, βεβαίως, αλλά προσπαθεί να κρυφτεί.

 

Ο βαρόνος θα πέσει έξω στους υπολογισμούς του, η κυρία δεν θα μπορέσει να τιθασέψει τον γιο της και ο μικρός δεν θα παραιτηθεί από την περιέργεια που του γεννήθηκε να καταλάβει τι επιδιώκουν πίσω από την πλάτη του η μητέρα του και ο βαρόνος. Ο ζήλος του μικρού θα ανατρέψει τις προσδοκίες των δύο άλλων που, χωρίς να το θέλει και να το υπολογίζει, θα μάθει κάτι το οποίο θα κρατήσει μυστικό για πάντα, αλλά και με αυτό το μυστικό θα μπει στον κόσμο των μεγάλων.   

Το καυτό μυστικό, όπως και άλλα έργα του Στέφαν Τσβάιχ –Το γράμμα μιας άγνωστης, ας πούμε- έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο πολλές φορές με τελευταία αυτήν του 1988 και πρωταγωνιστές την Φαίη Νταναγουέη και τον Κλάους Μαρία Μπραντάουερ.

Το έργο ως θέμα, σήμερα, δεν φαίνεται να έχει και πολύ ενδιαφέρον. Το ενδιαφέρον όμως βρίσκεται στο πώς ο μέγας δημιουργός υφαίνει την ιστορία του σιγά σιγά και μεθοδικά και, ενώ δίνει την εντύπωση πως όλα βαίνουν έτσι όπως ο φιλόδοξος και σίγουρος για τις επιτυχίες του στο άλλο φύλο ερωτομανής βαρόνος επιδιώκει, όλα ανατρέπονται, με τη μία  ανατροπή να ανατρέπεται από επόμενη στη συνέχεια.

Τελικά ο Τσβάιχ δεν επιθυμεί να σώσει την κυρία από το ολίσθημα, αν και μας έχει δώσει στοιχεία που το «δικαιολογούν», φαίνεται όμως πως τον ενδιαφέρει κυρίως η πορεία προς τον στόχο, η μεθόδευση,  και όχι η επίτευξή του. Είναι, άλλωστε μοναδικός, να στήνει περιβάλλοντα και να τα ανατρέπει. Πριν παγιωθεί μία κατάσταση αλλάζει και η υπόθεση εμφανίζει άπειρες διαρροές και απρόσμενες εξελίξεις.

Δεν μας διαφεύγει πως στην ιστορία μόνο το αγόρι έχει όνομα. Είναι ο Έντγκαρ. Ο άλλος είναι ο βαρόνος, τίτλος κενός, όπως και ο ίδιος. Όσο για το μήλον της έριδος, είναι η «κυρία» ή η «μητέρα», ένας μοχλός που δεν συνειδητοποιεί τον πραγματικό ρόλο του στην ωρίμαση του αγοριού.   Το σημαντικότερο όμως είναι η συμφιλίωση του αγοριού με τη μητέρα, η οποία ευγνώμων «του άφηνε σαν κληρονομιά το γλυκόπικρο φορτίο της αγάπης… Ύστερα το παιδί αποκοιμήθηκε και άρχισε να βλέπει το πιο βαθύ όνειρο της ζωής του». Έτσι η ιστορία που άνοιξε με τον βαρόνο, έκλεισε με  το αγόρι νικητή.

Την ωραία ιστορία απολαύσαμε στην μετάφραση των Μαριάννας Αντωνοπούλου και Στάινερ.  

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.