Η Κλεοπάτρα Μακρίδου – Robinet κατάγεται από τη Λευκωσία και είναι μια πολυγραφότατη ποιήτρια, βραβευμένη με αργυρό μετάλλιο από τη Διεθνή Ακαδημία Arts – Sciences – Lettres του Παρισιού, όπου και ζει, παντρεμένη με τον Γάλλο ακαδημαϊκό Jean Claude Robinet. Αυτό δε σημαίνει πως οι δεσμοί της με την πατρίδα της είναι χαλαροί. Αντιθέτως, μέσω της ποίησής της, αναδεικνύει συνεχώς τη βαθιά και αδιάρρηκτη σχέση που τη συνδέει με το νησί της, καθώς και την άφατη θλίψη της για το κυπριακό δράμα.
Τα δόντια της βροχής είναι η 16η ποιητική συλλογή της. Ο τίτλος της αποτελεί μιαν εκφραστική μεταφορά που εικονοποιεί το σκληρό πρόσωπο της βροχής, το ανελέητο, αυτό που μας ραπίζει και πλημμυρίζει τα σπίτια μας, τις αυλές μας και τα όνειρά μας. Συμβολική η βροχή, όπως και ο πίνακας του Βαν Γκογκ «Σταροχώραφο στη βροχή» (1889), που κοσμεί το εξώφυλλο. Αποτυπώνει την αδιόρατη θλίψη που διακατέχει την ψυχή της ποιήτριας μπροστά «σ’ έναν κόσμο που ’ναι άνω κάτω» και ο οποίος σπαράζει «δίχως Ανοίξεις και δίχως Καλοκαίρια» («Του Σεπτέμβρη», σ. 16). Καυτηριάζει ακόμα τις σκουριασμένες ιδέες, τους απόμακρους και ανελαστικούς ανθρώπους, αλλά και τη νοσταλγία και τη μελαγχολική της διάθεση για το χαμένο παρελθόν και τους χαμένους φίλους, για το πρόσκαιρο της ζωής και για τη μνήμη που «όπου και να την αγγίξεις πονεί», όπως γράφει ο νομπελίστας ποιητής μας.
Το θέμα που κυρίως δείχνει τα κοφτερά του δόντια σε όλες τις ποιητικές συλλογές της Μακρίδου, και στη συγκεκριμένη, είναι ο διαρκής καημός της για τη σταυρωμένη της πατρίδα:
Είναι η θάλασσα της Κερύνειας / χρόνια τώρα / να ξεβράζει τους σταυρούς της / που περιμένουν στον ήλιο μοίρα. […] Είναι κι η θάλασσα της Αμμοχώστου / που τους ξέρασε στη στεριά. / Στρατιές σταυρών ξεχασμένοι στη βιασμένη πόλη / να περιμένουν τα Θεοφάνεια («Θεοφάνεια», σ. 9).
Κι αλλού:
Όπως και να σε πω Ακτή των Αχαιών / χώμα, γη, τάφρος, τάφος / θα κρύβεις τις ψυχές μας χειμώνες, καλοκαίρια / έρωτος ή θανάτου ακτή / πάντα προδοσία θα μυρίζεις / μέσα στην αιωνιότητα της θάλασσας / και στις γιορτές του Απόστολου Ανδρέα / στο φιλί του κύματος / και του Ιούλη τα ουρλιαχτά («Καρπασία», σ. 24).
Στο ίδιο ποίημα, τα ονόματα των κατεχόμενων χωριών της Κύπρου παρατάσσονται καταιγιστικά, προκαλώντας ανατριχίλα στον αναγνώστη:
Ακανθού, Δαυλός, Λυθράγκωμη, Άγιος Ανδρόνικος, Αιγιαλούσα, / Ριζοκάρπασο. Γαληνόπολη, Λεονάρισσο, Κώμα του Γιαλού, / Άγιος Θεόδωρος, Μπογάζι, Τρίκωμο, Λευκόνοικο…
Η τραγική πραγματικότητα της Κύπρου αποτελεί «πληγή από φριχτό μαχαίρι» για την ποιήτρια, που της θερίζει τα σωθικά. «Θεριό η μνήμη» της, ανημέρωτος ο πόνος της, δυνατός όμως και ο θυμός της για τη διεθνή διπλωματία και την υποκρισία των Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς και για τη φθορά του οράματος:
Η επιμονή μας στα αδιέξοδα της αυταπάτης / μπροστά και πίσω από τα οδοφράγματα / της συγχυσμένης μας ψυχής / δρομολογεί και πάλι τον «Δρόμο των Δακρύων» / ενώ η ανομβρία ιδεών / στα χείλη της φθοράς των εναπομεινάντων Ελλήνων / τετραγωνίζει τον κύκλο της Βρετανικής Υπατείας / στο φινλαδοποιημένο μας Νησί («Με αφορμή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα», σ. 17).
Για να αισθητοποιήσει τους στοχασμούς της, η Μακρίδου αξιοποιεί άφθονα διακείμενα από σύγχρονους ποιητές, ιδίως από τον Γιώργο Σεφέρη, που συνδέθηκε στενά με την Κύπρο τόσο με τις συλλογές που της αφιέρωσε όσο και με τη διπλωματική του ιδιότητα (Κι εμείς περιμέναμε την Ελένη / στο ακροθαλάσσι του Πρωτέα «Οδός Ελευθερίας», σ. 11, μόνο μια Αφροδίτη απέμενε / που διάβαζε γυμνή τη μοίρα «Πήρε τη μνήμη της», σ. 14, Ο πόνος σφηνωμένος μες στο βαθύ πηγάδι «Όλα τα μονοπάτια», σ. 15, «Τα ποτάμια ξεραίνονται δεν έχουμε νερό» (Το σάβανο της Φύσης», σ. 23, κ.ά.), αλλά και τον Οδυσσέα Ελύτη στα ποιήματα «Εκεί στον κάβο της Πατρίδας» και «Τόση θάλασσα», τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη (Τώρα τί να σου κάνω και τί να σε ειπώ: / Χαίρετε, Αμμόχωστος, / Σαλαμίς, Έγκωμη, Στύλλοι, / Σπαθαρικόν, Λευκόνοικον, Ακανθού,/ Ριζοκάρπασον, Ταύρου, Αιγιαλούσα,/ Δαυλέ, Αχερίτου, Λυθράγκωμη, / Γαστριά, Βουκολίδα- λίγα μόνο σημεία της ανατολικής σου παρειάς, «Λέβητας», Αμμόχωστος Βασιλεύουσα), τον Παντελή Μηχανικό με την περσόνα του Ριμαχό που δανείζεται από τον Χαραλαμπίδη κ.ά. Αξιοποιεί, επίσης, πολλά σύμβολα της αρχαίας λογοτεχνίας και μυθολογίας, ιδίως από τον Όμηρο, όπως την Τροία, τον Οδυσσέα, τον Λαέρτη και την Αντίκλεια, τον Σίσυφο, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, τον Αχέροντα, καθώς και από τον Θουκυδίδη (Διάλογος των Μηλίων). Διάσπαρτες είναι και οι αναφορές στην γλώσσα του Ευαγγελίου και τη χριστιανική λατρεία.
Με όλον αυτόν τον πλούτο, η Μακρίδου συνομιλεί ουσιαστικά με την ελληνική λογοτεχνική παράδοση, επανασφυρηλατώντας μοτίβα και σύμβολα, τα οποία αποκρυσταλλώνει με προσωπική ευαισθησία και λεκτική δύναμη. Διανθισμένα με αναφορές σε αγαπημένους τόπους της Κύπρου και σε παιδικά βιώματα, με συναισθηματική φόρτιση αρωματισμένη με τη θαλασσινή αύρα της Κύπρου, η ποιήτρια κατορθώνει να συγκινεί αβίαστα τον αναγνώστη και να τον παρασύρει στα βαθιά νερά των δακρύων της.
Στην πλειονότητα των ποιημάτων της η ποιήτρια χρησιμοποιεί το β΄ ρηματικό πρόσωπο, το οποίο δίνει στη συλλογή την αίσθηση ενός ειλικρινή, πηγαίου και ανεπιτήδευτου διαλόγου με τον αναγνώστη ή ενός λυρικού, συνειρμικού μονολόγου. Μερικά ποιήματά της έχουν ερωτικό χαρακτήρα. Σ’ αυτά, ο λόγος της είναι μεταφορικότερος και το ύφος πυκνότερο:
Κι έμεινε η αμηχανία / από τη φθορά της απουσίας / μετέωρη / να σκεπάζει τη φωλιά της αγάπης. / Κι εσύ γιατί δεν ήξερες να προφυλάξεις το αύριο / κι άναβες κερί εκεί που έφτανε ο άνεμος / και φώναζες στην έρημο / φωνή βοώντος η φωνή σου σε ώτα μη ακουόντων / κι άνοιγες τα φτερά σου σαν γέρος αετός / ν’ αγκαλιάζεις τ’ αγκάθια («Πεπρωμένο», σ. 53).
Άλλα ποιήματα της συλλογής έχουν έντονο πολιτικό χρώμα και δηκτικότερο ύφος, όπως το ποίημα «Με αφορμή τον θάνατο της βασίλισσας…» (σ. 28), άλλα κοινωνικό, όπως το ποίημα «Στη μνήμη της Μάχσα Αμίνι (Mahsa Amini)» (σ. 29), άλλα προσωπικό με αναφορές στα παιδιά, τον πατέρα και τη μητέρα της, κι άλλα υπαρξιακό, με εστίαση στη φθαρτότητα της ανθρώπινης ζωής και τον θάνατο.
Κοινό γνώρισμα όλων ο πλούτος των εικόνων, των μεταφορών, των παρομοιώσεων και άλλων εκφραστικών μέσων, με τα οποία, από τη μια εικονοποιεί νοσταλγικά τις μνήμες που έχει θησαυρίσει μέσα της από τον τόπο της (τη θάλασσα, τα κοχύλια και τα βότσαλά της), κι από την άλλη θρηνεί σπαρακτικά για τα πάθη της Κύπρου, την καμένη γη της, τα συρματοπλέγματά της, τις ρημαγμένες θαλασσινές σπηλιές της, χωρίς όμως να αποφεύγει και την έκφραση της αποδοκιμασίας της για τον αποπροσανατολισμό από τον εθνικό στόχο, λόγω της ευμάρειας και της τουριστικής ανάπτυξης. Ο λόγος της γίνεται τότε πικρός και σαρκαστικός.
Τα σαράντα πέντε ποιήματα της συλλογής, όπως και το σύνολο του έργου της Κλεοπάτρας Μακρίδου, αποτελούν μια σημαντική ποιητική κατάθεση για την κυπριακή τραγωδία, θυμίζοντάς μας, ωστόσο, πως έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας μέχρι το φως. Ευτυχώς, βέβαια, που υπάρχει και η ποίηση με τα φάρμακά της, που «κάμνει -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή».
Βιογραφικό
Η Αγάθη Γεωργιάδου είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του King’s College London, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Εργάστηκε ως ειδική επιστήμων στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και ως μέλος της Ομάδας Λογοτεχνίας του Κέντρου Εκπαιδευτικής Έρευνας και του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου από το 1997 μέχρι το 2006. Από το 2007 ως το 2014 υπήρξε Σχολική Σύμβουλος Φιλολόγων Αττικής. Στην εκπαιδευτική της δραστηριότητα περιλαμβάνονται πλήθος σεμιναρίων και εργαστηρίων ανά την Ελλάδα με θέμα τη διδασκαλία και αξιολόγηση της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας. Στο προσωπικό συγγραφικό της έργο περιλαμβάνονται άρθρα και εκπαιδευτικά βιβλία στη Νεοελληνική και Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία. Είναι επίσης διαχειρίστρια σε εκπαιδευτικό ιστότοπο (agathi.pbworks.com) που αριθμεί 2000 περίπου φιλολόγους από όλη την Ελλάδα.