You are currently viewing Αγάθη Γεωργιάδου: Βάνια Σύρμου, Camera obscura, Ιωλκός, 2023

Αγάθη Γεωργιάδου: Βάνια Σύρμου, Camera obscura, Ιωλκός, 2023

Η Camera obscura της εκπαιδευτικού, μεταφράστριας και συνθέτριας χαϊκού Βάνιας Σύρμου αποτελεί μια συλλογή διηγημάτων μικρομυθοπλασίας, ολιγοσέλιδων, δηλαδή,  διηγημάτων που μοιάζουν με μπονσάι και τα οποία συνδυάζουν την μικροσκοπική αφήγηση, την αφηγηματική αρτιότητα και λεκτική συντομία με ένα συνήθως απρόοπτο τέλος. Ο τίτλος ανακαλεί τη γνωστή τεχνική του «σκοτεινού θαλάμου», την «camera obscura», μια ιστορική συσκευή που χρησιμοποιήθηκε από πολλούς καλλιτέχνες κατά τη διάρκεια της Ιταλικής Αναγέννησης και της περιόδου του μπαρόκ για να βοηθήσει στη σύνθεση και την αναπαράσταση της προοπτικής στα έργα τους.

Τι σχέση έχουν, όμως, τα διηγήματα της Βάνιας Σύρμου με τον «σκοτεινό θάλαμο»; Καταρχάς, στη συλλογή εμπεριέχεται το ομώνυμο διήγημα «Camera obscura», που είναι εμπνευσμένο από τον διάσημο πίνακα του σπουδαίου Ολλανδού ζωγράφου Γιοχάνες Βερμέερ (1632-1675) «Κορίτσι που διαβάζει γράμμα» (ελαιογραφία που εκτίθεται σε μουσείο της Δρέσδης), της χρυσής περιόδου 1657-1659 του ζωγράφου, ο οποίος φαίνεται ότι χρησιμοποιούσε την camera obscura. Ο πίνακας αυτός παρουσιάζει ένα κορίτσι απορροφημένο σε ένα γράμμα με το πρόσωπό της λουσμένο στο φως να καθρεφτίζεται στο τζάμι, μια πράσινη κουρτίνα δεξιά, μερικώς κλειστή, κι έναν τεράστιο ερωτιδέα ζωγραφισμένο στον τοίχο, που συμβολικά παραπέμπει ίσως σε ερωτικό γράμμα. Στο διήγημα, η Σύρμου αναδεικνύει το ερωτικό περιεχόμενο του πίνακα μέσα από την αισθησιακή περιγραφή του και κυρίως από τη γοητεία που ασκεί στον αφηγητή η θέα της κοπέλας:

«Κοι­τά­ζον­τας τον πί­να­κα από κον­τά, η μα­τιά του σκα­λώ­νει στις στικτές πινελιές ανοιχτού χρώ­μα­τος που φω­τί­ζουν το μπού­στο της. Ζη­λεύ­ει το βλέμ­μα του ζω­γρά­φου. Την αποχαιρετά με μια α­νε­παί­σθη­τη κί­νη­ση του χε­ριού που χα­ϊ­δεύ­ει τη σι­λου­έ­τα της. Δεν την εί­δε ό­σο θα ήθε­λε.

Τον πα­ρη­γο­ρεί ω­στό­σο η σκέ­ψη πως επιστρέφοντας απ’ την Δρέσδη, το κορίτσι με το γράμμα  μπροστά στο παράθυρο θα εξακολουθεί να φωτίζει μπροστά στο παράθυρο θα εξακολουθεί να φωτίζει τη μοναξιά του μέσα απ’ την μικρή ρεπροντουξιόν, που κρέμεται στον τοίχο της σκοτεινής του κάμαρης χρόνια τώρα, αγορασμένη από πλανόδιο καλλιτέχνη» (σ. 119).

Έπειτα, στις σαράντα μικροϊστορίες της η Σύρμου εφαρμόζει την τεχνική του «σκοτεινού θαλάμου» μεταφορικά: σε κάθε ιστορία υπάρχει ένα σκοτεινό σημείο από το οποίο ο ήρωας βλέπει τον εαυτό του και τον κόσμο, στο βάθος όμως του «δωματίου» το είδωλο είναι ανεστραμμένο. Έτσι, στα διηγήματα ο αναγνώστης αποκτά μια πρώτη αντίληψη του περιστατικού που περιγράφεται, για να ανακαλύψει στο τέλος μιαν άλλη πραγματικότητα, η οποία ανατρέπει την αρχική εντύπωση. Η Camera obscura γίνεται έτσι ο δίαυλος για να αντιμετωπίσουμε την άλλη πραγματικότητα, αυτήν που μας είναι σκοτεινή και ανεξερεύνητη, όπως η ανθρώπινη ψυχή. Τον ρόλο της κάμερας έχει το έμπειρο μάτι της λογοτέχνιδος,  που εισχωρεί στα ενδότερα συναισθηματικά πεδία των ηρωίδων και ηρώων της, στις σκοτεινές πτυχές της ύπαρξής τους, στις ανικανοποίητες επιθυμίες και υποσχέσεις τους, στους αδιόρατους φόβους και τις απογοητεύσεις τους, στις αντιφατικές πτυχές του εαυτού τους αλλά και στα καλοστημένα παιχνίδια της μοίρας σε βάρος τους.

Μερικά από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της μυθοπλασίας της Σύρμου είναι οι γλαφυρές περιγραφές ανθρώπων και τόπων, οι στοχαστικές απεικονίσεις ξεχωριστών στιγμών και οι ιδιορρυθμίες των χαρακτήρων που αναδύονται μέσα σε λίγες μόνο σελίδες. Στα διηγήματα δεσπόζουν οι γυναίκες κυρίως «μεταιχμιακής ηλικίας», ευάλωτες και ανυπεράσπιστες συναισθηματικά («Τερματικός σταθμός»), αλωμένες από το παρελθόν τους («Πρόσωπα και προσωπεία», «Η ανάγνωση») αλλά και από το αδιόρατο μέλλον τους («Η υπόσχεση»), ανήμπορες να αλλάξουν τη ζωή τους («Δελτίο καιρού»), καθώς ο έρωτας τις έχει προσπεράσει ανεπιστρεπτί («Ταξίδι αναψυχής»). Υπάρχουν όμως και γυναίκες που τελικά λένε το «μεγάλο όχι» («Τριαντάφυλλα στο πάτωμα», «Με δικό της νήμα»), ευαίσθητες υπάρξεις που ασφυκτιούν, πλήττουν, πονούν, αγωνιούν και αγωνίζονται. Σε ανάλογους ρόλους και οι ανδρικοί χαρακτήρες: νέοι, μεσήλικες, γερασμένοι, μερικοί άστεγοι, άλλοι άεργοι ή άνεργοι, συγγραφείς και φωτογράφοι, άνθρωποι μοναχικοί και λυπημένοι.  Ξεχωρίζω τον ήρωα του διηγήματος «Το σημάδι», που γράφει ιστορίες για παιδιά υφασμένες από δικές του αναμνήσεις, οι οποίες, όμως, ανασχηματίζονται μέσα του με την πάροδο του χρόνου κι επενδύονται με τη χρυσόσκονη της παιδικότητας αλλά και την αρμύρα της θαλασσινής αύρας και των δακρύων του. Από αυτά τα βιώματα αναδύεται ο συγγραφέας:

«Τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων είχαν την μυρωδιά της θάλασσας και του χαρτιού. Η φρεσκάδα της θαλασσινής αύρας με ξυπνούσε κάθε πρωί μπαίνοντας κρυφά απ’ τις γρίλιες του παραθύρου στο δωμάτιό μου. Με το που άνοιγα τα μάτια, η πρώτη μου έγνοια ήταν να ανοίξω το συρτάρι του κομοδίνου και να πάρω στα χέρια μου το αγαπημένο μου ημερολόγιο για να βεβαιωθώ πως βρισκόταν εκεί. Το φαιοκίτρινο χάρτινο εξώφυλλο με τα κόκκινα αεροπλανάκια, τα πράσινα τρένα, τα ξύλινα αλογάκια, τα ταμπούρλα και τις τρομπέτες έδινε χρώμα στο ξεκίνημα της μέρας μου. […]

Η ίδια θαλασσινή αύρα εξακολουθεί να μπαίνει από το παράθυρο του δωματίου μου με θέα τη θάλασσα που τώρα κάθομαι και γράφω. Μόνο που αντί για ημερολόγιο, γράφω ιστορίες για παιδιά και οι χάρτινοι ήρωες ξεπηδούν μέσα από τις δικές μου σελίδες. Το σπίτι στη θάλασσα είναι πάντα το καταφύγιο μου τα καλοκαίρια. Ο πυκνός του αέρας ψιθυρίζει ακόμη ιστορίες και μυστικά σαν αυτό της κιτρινισμένης σελίδας από το χαρτόδετο ημερολόγιο, που βρήκα στο βάθος του συρταριού μιας παλιάς δρύινης κομότας» (σ. 83, 86).

Οι πρωταγωνιστές των διηγημάτων της Σύρμου πότε αφηγούνται την ιστορία τους σε α΄ πρόσωπο και πότε την αναθέτουν σε τρίτο πρόσωπο, σε εξωτερικό αφηγητή, ο οποίος έχει την ευχέρεια να εισχωρεί στις βαθύτερες σκέψεις τους, να συνδέει τα νήματα, να εμβαθύνει στα συναισθήματά τους και στο τέλος να ανατρέπει τις προσδοκίες του αναγνώστη, που πάντα περιμένει ένα ευτυχισμένο τέλος, όπως στα παραμύθια. Η Σύρμου, ωστόσο, με ρεαλισμό μάς υποδεικνύει πως η ζωή δεν είναι παραμύθι, αφού στην πορεία της δεν συναντάμε συνήθως ωραίους πρίγκιπες, βασιλοπούλες και καλοκυράδες, αλλά και «κομπάρσους», «συλλέκτες στιγμών», γιαγιάδες και παππούδες που παίρνουν «στρατί στρατί το μονοπάτι».

Πόση μαεστρία, αλήθεια, χρειάζεται για να στριμώξεις τόσους απωθημένους ουρανούς σε λίγες μόνο σελίδες! Η Βάνια Σύρμου πετυχαίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο να δουλεύει μια φόρμα μοντέρνα και απαιτητική, όπως είναι η μικρομυθοπλασία, με γλωσσική κομψότητα, εκφραστική άνεση και ευγένεια συναισθημάτων, πασπαλίζοντας τα δημιουργήματά της όχι με ζάχαρη άχνη, όπως στο διήγημα «Διλήμματα άχνης», αλλά με πικρή ειρωνεία, αφοπλιστική ειλικρίνεια και άπειρη τρυφερότητα για τον άνθρωπο και τη μοίρα του, τη μοναξιά, τη φθορά και τον θάνατο.

 

 

 

Η Αγάθη Γεωργιάδου είναι φιλόλογος δ.φ., συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.