Αχίλλειος πτέρνα
Πάνοπλος ήσουν,
ασπίδα και δόρυ κρατούσες,
περικνημίδες με φτερά.
Σε φίλτρο αθανασίας είχες βουτηχτεί.
Ημίθεος, όμως, με οίηση και δίνη ύβρεως δεν επιβίωσε ως τώρα.
Μια φτέρνα σε πρόδωσε
κι έκτοτε…
η αγρύπνια σου χαμογελά ειρωνικά
από το σκοτεινό παράθυρο,
παραβλέπει φεγγάρια κι εποχές,
άκρατος οίνος αξίνα σκωπτική
οικείο μαχαίρι καρφώνει στο στήθος.
Όχι τον Αχιλλέα,
εσένα τρέσαντα δαχτυλοδείχνουν τ΄ άστρα.
Σαν βραδιάζει, αδειάζει ο νους
και μόνο τα παρατεταγμένα “γιατί” υψώνουν ανάστημα.
Γιατί αφέθηκες στην όρεξη του δύσπεπτου εαυτού σου;
Με τι δικαίωμα έκοψες την ανθισμένη μυγδαλιά στο διπλανό οικόπεδο;
Οι καταρράκτες της βροχής δε μαλακώσαν το χώμα σου;
Άσε τη φτέρνα ακάλυπτη.
Τα βέλη παρωχήθηκαν.
Οι σκέψεις με ξόβεργες έσωθεν τιτρώσκουν αλάνθαστα.