Μεταβολισμός I
Αγαπώ όσους σταγόνα σταγόνα τον πόνο σμιλεύουν,
στο λυκόφως οι προβολείς τους
απαυγάζουν την άγρια θάλασσα,
τη δική τους πληγή από αιχμή βράχου
μη νιώσει ξεστρατισμένο πλοίο.
Σέβομαι όσους ευμοιρούν παιδείας,
το πολυεπίπεδο μεταπλάθουν σοφά,
εκλεπτύνουν ευάγωγα τα σύθαμπα του κόσμου.
Γεραίρω τη μεταλλαγή της οιήσεως οίκοθεν
εις ταπεινότητα.
Σαν καράβι τρανό, αβύθιστο
που αίφνης η πελαγωμένη βεγγέρα του
στον όλεθρο σκορπίζεται.
Ξεχύνονται τα “χρυσάφια”αλύπητα,
μέλανα βυθό προσκυνά η χαμέρπεια
των ξιπασμένων αφεντάδων τους.
Όλοι λουφάζουν στο μαστίγιο του απροσδόκητου.
Συμμετρία βλέμματος σ΄αυτούς
που διαμαντόπετρες ηλώνονται στο στήθος.
Αλίμονο στους άλλους, τους ουτιδανούς,
που δεν μεταβολίζουν το άχυρο
να θρέψει νου και ήθος.
Ωραίο ν’ ανταμώνουν οι Άνθρωποι
με «φυλλωσιές νιογέννητες» που λέει κι ο Ελύτης.
Μεταβολισμός II
Λαγαρός
Γαληνεμένος
Σοφός
Μέγας ήλιος
αντιφεγγίζει μέσα σου
σα γέρνει η μέρα.