Η ποιητική συλλογή της Αγγελικής Κουντουράκη Nigredo είναι πιστή στη χρήση του φιλοσοφικού όρου του τίτλου της, δηλαδή του συναπαντήματος με τη «μαύρη νύχτα της ψυχής», χωρίς όμως αυτό να σηματοδοτεί σκοτεινιά, ήττα ή απαισιοδοξία. Η δημιουργός σε κάθε ποίημα όχι μόνο έρχεται αντιμέτωπη με τη σκιά που ο καθένας μας κουβαλάει μέσα του, αλλά συγχρόνως τη φωτίζει και την παρατηρεί ‒στον βαθμό που μπορεί να καταπιαστεί κανείς με σκιές‒, υπερβαίνοντας κοινωνικές και λογοτεχνικές συμβάσεις, τακτοποιημένα μοτίβα και φόρμες, καταδυόμενη στα σκοτεινά νερά του ατομικού και του συλλογικού ασυνείδητου. Κι αυτό το κάνει με την ελευθερία, την αθωότητα και τη γενναιότητα ενός παιδιού που αμφισβητεί τα όρια που του έχουν θέσει, άρα τα όρια του κόσμου και της θέσης του μέσα σ’ αυτόν, τα όρια της συμπεφωνημένης χρήσης της γλώσσας του, αλλά και της ίδιας του της κοινωνικής ταυτότητας. Έτσι γίνεται ένα είδος σαλού, με τη βαθιά και απελευθερωτική έννοια της λέξης· γιατί στην πραγματικότητα τι άλλο από σαλός είναι ο καλλιτέχνης όταν κατονομάζει το ακατονόμαστο και νοηματοδοτεί τα εν τη γενέσει τους, σηκώνοντας με αυτό τον τρόπο με θράσος και αυταπάρνηση στην πλάτη του την επιθυμία, την ύβρι, τον τρόμο, αλλά και τη μέθεξη ολόκληρης της κοινότητας.
Κάθε στίχος, κάθε ποίημα της συλλογής αναδίδει μια έντονη σωματικότητα, που θα μπορούσε να έχει σημείο αναφοράς τη σωματικότητα της Σύλβια Πλαθ, χωρίς το μέγεθος της απόγνωσης όμως. Κι αυτό επιτυγχάνεται μέσα από λέξεις που περιγράφουν, αμφισβητούν, αποθεώνουν, αποδομούν τον έρωτα, αλλά και το αντίπαλο δέος του, τον θάνατο, τις δύο ψηλές κορυφές που ορίζουν την κοιλάδα της θνητότητάς μας, με όλα όσα περιλαμβάνει: χαρά, πόνο, απώλεια, αποδοχή, γέννηση, σύνθεση, δημιουργία. Οι στίχοι της Αγγελικής Κουντουράκη είναι ένα είδος δερματοστιξίας, δηλαδή βιωμένης έκφρασης του συναισθήματος πάνω στο σώμα της ποιήτριας, πάνω στο σώμα των λέξεων, αλλά και πάνω στο σώμα του κόσμου, ακριβώς όπως στο ομώνυμο ποίημα: «Έχω ένα χάος στο στόμα / χύνει ποιήματα που διάβασες στις πληγές μου / Έχω μια απώλεια στα αυτιά / ρουφάει Μπαχ και Μόρρισον από τα δάκρυά σου / Έχω μια πληγή στον αφαλό / σφηνώνει το χέρι σου στης ψυχής το βάθος. / Με τοποθέτησες στο μεταίχμιο / αγρίμι όρθιο να σκαλίζω τις σάρκες μου / στις τρύπες τους να χώνω τη φωνή σου. / Να στάζουν τα στήθη μου το αίμα σου». («Δερματοστιξία»)
Εξάλλου εν αρχή είναι η ύλη, όχι ο λόγος, η ύλη γεννάει τον λόγο, το είναι δημιουργεί το νοείν, όπως διατυπώνεται στο ποίημα με τίτλο «Ενόρμηση». «Εν αρχή είναι η ύλη / Ύλη λαχανιασμένη / με κόκκινα μάτια / Ακέραια σιωπή / Αυγή με το λάθος στο στόμα / Έκρηξη σπασμένων οστών / σε άγνοια αριθμητικής». Έτσι η αλλαγή είναι μια απολύτως σωματική διαδικασία και πραγματώνεται μέσω του έρωτα, έρωτα για πρόσωπα και για πράγματα, έρωτα για ολόκληρη την οικουμένη, όπως διατυπώνεται στο τέλος του ίδιου ποιήματος, «Αναρωτιέμαι πόσο σπέρμα / θα βρέξει τα μάτια / για την αναγέννηση / εκείνου του παλαιού πλανήτη».
Ακόμη και το θείο εκφράζεται υλικά, σωματικά, είναι η ύλη που εκπροσωπεί την υψηλότερη μορφή ενέργειας μέσα από το ερωτικό σμίξιμο. «Γνωρίζουμε τον θεό / με τα νύχια και το στόμα / Μας προειδοποίησαν / να μη φοράμε την αδυναμία μας / κατάσαρκα όταν τον συναντούμε / Σκηνοθέτες στο τσίρκουλο / Μας λυπάται ο θεός / με την οκνηρία του / Αφήνει να μας παρασύρει / ο αθώος ήχος των αστεριών». («Οι άγιοι»).
Η εγκατάλειψη μέσα στον έρωτα και μέσα απ’ τον έρωτα και η γυμνότητα των αισθήσεων και των συναισθημάτων είναι σημαντικές ορίζουσες του ποιητικού κόσμου της Αγγελικής Κουντουράκη. «Δεν έχω σχέδια για τους επόμενους αιώνες / της ανυπαρξίας μου. / Γυμνός από νερό και λύπη / Αφήνομαι να γυρνάω παθητικά / γύρω από τον αφαλό σου / Εκλιπαρώ να με ακούσεις». («Ανυπαρξία) Ακόμη και ο ανεκπλήρωτος και ο μη βιωμένος έρωτας είναι ένα έναυσμα να εκφραστεί η πιο επαναστατημένη εκδοχή του ατόμου, σε έναν κόσμο όπου πλάι στο λίγο των συνθηκών, σε μυστικές διαδρομές εκτρέφεται το πολύ των συναισθημάτων και της συνείδησης της συλλογικής μοίρας. «Φοβάμαι μήπως προλάβει να βουτήξει / στον λυγμό της σφαίρας του όπλου / που τον σημαδεύει ο έρωτάς μου. / Φοβάμαι μην πνιγεί στη μάταιη ελπίδα της ύπαρξης / που του υποσχέθηκαν. / Μα ο έρωτάς μου βουτάει στο κενό / πριν σφυρίξει το όπλο / Πάντα βιαστικός και ανθρώπινος». Με τον ίδιο τρόπο που αφήνεται κανείς στον πόθο, στην εκπλήρωσή του ή στη ματαίωσή του, η ποιήτρια αφήνεται στην πρωτογενή λειτουργία των λέξεων, που άλλοτε αποτυπώνουν την ηδονή και άλλοτε την έλλειψή της, χτίζοντας ένα σύμπαν που αφορά όλους μας, μιλώντας για τα πρωταρχικά, εκείνα που μας χαρακτηρίζουν ως είδος, αφού όλοι δεν είμαστε παρά ένα πεινασμένο στόμα που προσπαθεί να χορτάσει, από τη γέννησή μας μέχρι τον θάνατό μας, και στην προσπάθειά μας αυτή από το έλλειμμά μας προσπαθούμε να ταΐσουμε και τους άλλους.
Η σπουδή πάνω στην ηδονή και στον έρωτα λειτουργεί αντιστικτικά με τη σπουδή πάνω στον θάνατο και στις απώλειες κάθε είδους. Η γέφυρα ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο δεν είναι άλλο από το ανθρώπινο σώμα, σημαίνον και σημαινόμενο ταυτόχρονα, έτσι όπως πορεύεται άλλοτε νικηφόρο και άλλοτε ηττημένο, φθαρτό από τη φύση του, χαρακωμένο από απελπισία, αλλά και αναγεννώμενο και αυτοαναφλεγόμενο από την ερωτική επιθυμία. «Καθισμένοι στο παγκάκι του νεκροταφείου / πίνουμε πρωινό καφέ / Ραντίζουμε κρασί τους νεκρούς / αφήνουμε άφιλτρα τσιγάρα αντί για άνθη. / Επιλέγουμε την ισορροπία στις αρένες / που χάσκουν κάτω από τα πόδια μας. / Και όταν κουραζόμαστε / ανοίγουμε πληγές στο σώμα». («Χρόνος»)
Οι ποιητικοί τόποι αυτής της συλλογής είναι ο τόπος της θηλύτητας, ο τόπος της ηδονής, ο τόπος των άλλων, που για λίγο γίνεται και δικός μας, ο τόπος του έρωτα και της προσέγγισης των σωμάτων, ο τόπος του θανάτου, πραγματικού και συμβολικού. «Η σελήνη δεν βιάζεται / Στο δωμάτιο το φως έμεινε ανοιχτό τόσες μέρες / ένας ήχος με στέγνωσε από τα κύματά σου / δε ρωτάω πώς βρέθηκα πάλι εδώ / δε με νοιάζει / είμαι σε έναν κύκλο που έχει σύνορα την αναπνοή σου». («Ο τόπος σου»)
Η ποιήτρια έχει λόγο και θέση απέναντι στα πράγματα, με το γυναικείο βλέμμα της μιλάει για όλες, κάνοντας τις αόρατες ορατές μέσα στα κοινωνικά στερεότυπα που τις καταπιέζουν, τις καθηλώνουν και τις απο-ονοματίζουν σε μια σαφώς πατριαρχική κοινωνία. «Κορίτσια προδομένα / αφημένα στο χρόνο / ντυμένα με αγγίγματα μιας αέναης προσμονής. / Γεμάτα σπέρμα και δανεικές στιγμές / Κορίτσια φυλαγμένα σε βαλίτσες, στήθη και βινύλια. / […] Κρυμμένα κορίτσια / να ψάχνει η γειτονιά ονόματα / να ψάχνει η γειτονιά αιδοία / να καμαρώνει ο μπαμπάς το πεθαμένο παρελθόν στις πόρτες που αγκομαχούσαν / να γλείφει ο σκύλος τα φιλιά από τις πλάκες του πεζοδρομίου. / Να αναζητούν ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων όσοι αυτομόλησαν στην απάθεια / να ψαχουλεύουν στις τσέπες τους αποδείξεις υποταγής / μήπως καταφέρουν να κοιμηθούν οι ανέγγιχτοι αυτού του κόσμου». («Ανώνυμα λουλούδια») Σε έναν κόσμο όπου «ο πόλεμος καταλύει μόνιμα στο σαλόνι», η ποιήτρια αφουγκράζεται τα φιμωμένα ουρλιαχτά των γυναικών και τους δίνει φωνή: «Κυλάω τυφλή / σε τραβάω στο έδαφος / με ανοιχτά άκρα / χοάνη το σώμα. / Σε λυπάμαι / σε φυτεύω ζωντανό / με χέρια σταυρωμένα / να ριζώσεις».
Η αγωνία, η ασέβεια, οι ρήξεις, η εκτός πλαισίου θέαση, η απελπισμένη τόλμη, το συλλογικό εγώ σε κάθε του έκφανση, η συμπόνια για εαυτόν και αλλήλους, ο αναπόδραστος δεσμός θύτη και θύματος, η αγωνία που φέρνει ο χρόνος, η θλίψη, η μοναξιά, ακόμη και το λοξό βλέμμα και ο σαρκασμός για ό,τι θεωρούμε κανονικότητα, στον πυρήνα τους δεν είναι τελικά παρά μια κατάφαση στην ομορφιά, που υπάρχει στα πάντα, ακριβώς όπως μέσα στο αρνητικό ενός φιλμ ενυπάρχει ολόκληρη η εικόνα, με όλες τις χρωματικές διαβαθμίσεις της. «Μην είσαι ακατάδεκτη / να δέχεσαι. / Παλιές μουσικές από την Ισλανδία / και γλυκό φράουλα για πρωινό / ερωτήσεις μόνιμους συγκάτοικους / και ψέματα στα φιλιά της Ιάμβης. / Μην είσαι ακατάδεκτη / να δέχεσαι. / Με λίγη παραπάνω ασέβεια / σβήνεις πιο χαμογελαστά τη θλίψη». («Αποδοχή»)
Κι αυτή η ομορφιά, αφού δεν υπάρχει το «Για πάντα» του τελευταίου ποιήματος της συλλογής, μας δίνεται σε μικρές αναγνωρίσιμης απόλαυσης και κάλλους στιγμές, που μας χαρίζει απλόχερα η ανάγνωση του Nigredo.
Βιογραφικό:
Η Αλέκα Πλακονούρη γεννήθηκε στα Φιλιατρά Μεσσηνίας.
Σπούδασε στη Νομική Σχολή Κομοτηνής και στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ. Παρακολούθησε μαθήματα υποκριτικής και δούλεψε ως βοηθός σκηνοθέτη στο θέατρο. Το θεατρικό της Φιλαινίδα, Φιλαρέτη, Φωτεινή ανέβηκε στο Θέατρο Τόπος Αλλού. Το διήγημά της «Το τζάμι» διακρίθηκε στον λογοτεχνικό διαγωνισμό Πεζογραφία δωματίου ‒ Ημέρες εγκλεισμού των εκδόσεων Κίχλη και του βιβλιοπωλείου Επίκεντρον και συμπεριλαμβάνεται στη συλλογική έκδοση (Κίχλη, 2021).
Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως επιμελήτρια εκδόσεων.
Έχει εκδώσει τη νουβέλα Οι δαίμονες του Αρέτσο, εκδ. Κέδρος, 2021