Αυτό το ποίημα δεν θέλει καθόλου να ’ρθει,
ίσως γιατί ό,τι ποθήσαμε έχει κιόλας συμβεί
σε μια ταινία ασπρόμαυρη
που την παρακολουθούν απόγευμα Κυριακής
σ’ ένα παλιό σινεμά ελάχιστοι θεατές.
Κι από πάνω μια διάτρητη οροφή
απ’ όπου κυλά η βροχή
και πέφτουν διαρκώς βέλη
από κάποιο προηγούμενο καουμπόικο φιλμ.
Ο πρωταγωνιστής λέει βραχνά λίγο πριν φτάσει το τέλος
«Ήρθε η ώρα να φύγω κι εγώ».
«Φύγε, να μη με δεις να πεθαίνω»
του απαντάει αυτή.
Κι όπως κλείνει την πόρτα και κατεβαίνει
εκείνος αργά αργά τα σκαλιά,
γκρο πλαν στο πρόσωπο της γυναίκας
που κλείνει τα μάτια της
και κάτω απ’ τα βλέφαρά της φτερουγίζουν πουλιά.
Μετά γενικό πλάνο στον χώρο
και η ταινία γίνεται έγχρωμη ξαφνικά,
για να φανεί πριν πέσουν οι τίτλοι
όλο εκείνο το αίμα, τόσο πολύ,
σε μια παλιά κατακόκκινη αίθουσα
με ελάχιστους θεατές,
βουτηγμένοι στο αίμα κι αυτοί,
ένα κόκκινο απόγευμα Κυριακής
που ένα ποίημα δεν θέλει καθόλου να ’ρθει.