Το δέντρο μου
Σε είπα το δέντρο μου,
με ρίζες στα ερεβώδη μου,
σείεσαι και λαμποκοπάς
τρυφερό και χλοώδες
απ’ τα πόδια μου
ως των μαλλιών μου τις άκρες.
Στο φύλλωμά σου συνωμοσίες πουλιών
με κατανυκτικά αλληλούια
και του έρωτα δόξα σοι.
Σε είπα το δέντρο μου,
θρεμμένο απ’ τα σκότη μου,
σκιερό και δασύφυλλο,
αείροο και θρασύ,
που μετατρέπει
τους κεραυνούς σε μια άλω φωτός.
Οι χυμοί σου κυλάνε στα σπλάχνα μου,
βουεροί και αιμάτινοι
με ήλιο ή χιόνια.
Σε είπα το δέντρο μου
και υψώθηκες ένθεο
στον ουράνιο θόλο μου
ψιθυρίζοντας ιστορίες
ν’ ακούσω
ζώντων και τεθνεώτων.
Ω, τι πολύβουους, αιμάσσοντες κόσμους
ανακινείς τόσο βίαια
μέσα μου πάντα.
Είσαι το δέντρο μου,
ανασαίνω απ’ τα φύλλα σου,
τρέφομαι απ’ τη σάρκα σου,
σου χαρίζω τα μάτια μου
ν’ ατενίζεις
την απέραντη πλάση.
Γελάμε και σπαρταράμε μαζί στους αιώνες,
ακούγοντας από μακριά
τα τσεκούρια των ξυλοκόπων.
Τα σπίτια αυτά
Τα σπίτια αυτά χτιστήκανε πάνω σε άλλα σπίτια,
κι εκείνα πάνω στις πέτρες του βουνού
και σε παρμένα κάστρα,
πάνω στου πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
πάνω στου μαστορόπουλου το ξεχασμένο αλφάδι.
Γυρνάει ο δρόμος δυο στροφές,
δυο κάμαρες γκρεμιούνται,
σφίγγει τον βράχο το μπετόν,
και οι λύκοι ζευγαρώνουν.
Περνούν οι νεκροί και στέκονται και στρίβουνε τσιγάρο
μες στο καταμεσήμερο, αναστημένοι
από τον ζόφο τον βαθύ,
και σκέφτονται τον έρωτα, τον Άδη συλλογιούνται,
τις λυγερές που ντύθηκαν νυφούλες πεθυμούνε.
Αχνίζει πίσσα η άσφαλτος,
τα φορτηγά κολλάνε,
κυλάει πέτρες το βουνό,
τα δέντρα αναρριγούνε.
Θωρούν σκαλιά ετοιμόρροπα, ξωκλήσια γκρεμισμένα,
κάτι μιλούν, οι λέξεις δεν ανοίγουνε
δρόμο μέσα στα σπλάχνα τους,
γεφύρια πια δεν χτίζονται, βαρκούλες δεν περνούνε,
εδώ οι αλαφροΐσκιωτοι στο κύμα περπατούνε.
Βιογραφικό: