ένα άγριο παραμύθι που πρέπει ν’ ακούσουμε
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου με τον παράξενο τίτλο Λυκοχαβιά του πρωτοεμφανιζόμενου διηγηματογράφου Κώστα Μπαρμπάτση, η αίσθηση που δημιουργούν οι ιστορίες του δεν σχετίζεται τόσο με τις αναγνωστικές εμπειρίες του ατόμου που προσλαμβάνει το έργο όσο με κάποια αρχετυπικά σχήματα εξιστόρησης που κουβαλάει, περισσότερο από το συνειδητό, το ασυνείδητο κομμάτι του εαυτού μας. Θεωρώ πως αν το βιβλίο αυτό το διάβαζε ‒ή αν άκουγε να το διαβάζουν‒ κάποιος που έχει πολύ λίγες αναγνωστικές εμπειρίες ή κάποιος που δεν συνηθίζει καν να διαβάζει λογοτεχνία, θα ένιωθε το ίδιο συγκινημένος με έναν επαρκή αναγνώστη. Γιατί όμως και πώς θα συνέβαινε κάτι τέτοιο;
Μια προφανής απάντηση θα μπορούσε να είναι ότι αυτό οφείλεται στην προφορικότητα και την ντοπιολαλιά, που με μαεστρία χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, κάνοντας τις ιστορίες του φορείς του ήθους των ηρώων του, αλλά και του ήθους μιας εποχής. Η προφορικότητα αυτή ανακινεί με τον αμεσότερο τρόπο συναισθήματα και μεταφέρει ξεχασμένες αξίες. Για παράδειγμα, λέξεις όπως μπονόρα, λούρα, βολά, παφίλι, λιμασμένος, πήγαινε γόνα, μαλλιά ατσάγκλιτα, μαξούμι κινητοποιούν αντιληπτικές ποιότητες και συναισθήματα. Η περίεργη λέξη λυκοχαβιά, που έχει μέσα της το ρήμα χαβώνω = χαλιναγωγώ, καπιστρώνω, συλλαμβάνω από το ρύγχος, δεσμεύω τη φωνή κάποιου (με ρίζα στην αρχαία ελληνική λέξη χαβός = χαλινάρι) σηματοδοτεί ήδη από τον τίτλο την προφορικότητα αυτού του βιβλίου.
Είναι όμως εύκολο να μεταφέρει κανείς την προφορικότητα στον γραπτό λόγο; Όχι, χρειάζεται και τέχνη και τεχνική. Αυτό το ξέρουν πολύ καλά όσοι γράφουν θέατρο και όσοι καταπιάνονται με την προφορική Ιστορία. Πόσο μάλλον όταν ο προφορικός λόγος έχει στοιχεία ντοπιολαλιάς ή ιδιολέκτου. Αυτό το στοίχημα με το μέσο του, δηλαδή τη γλώσσα, το κερδίζει ήδη από τις πρώτες σελίδες ο συγγραφέας. Είναι μια γλώσσα διαυγής, βιωμένη, σκληρή και ταυτόχρονα τρυφερή, ακριβής, πλούσια, χειμαρρώδης, με ποιότητες και σύμβολα, με ημιτόνια και παύσεις, με σιωπές και αποκρύψεις. Ακριβώς όπως συμβαίνει στο δημοτικό τραγούδι. Ακριβώς όπως συμβαίνει και στη ζωή.
Οι ιστορίες που επιλέγει να μας πει με αυτή την καθάρια γλώσσα του ο Μπαρμπάτσης είναι απλές, ιστορίες της καθημερινότητας, ιστορίες ανθρώπων που βρέθηκαν στη βαριά σκιά μεγάλων ιστορικών γεγονότων κατά την περίοδο του Ελληνοϊταλικού πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου ‒ ή στον απόηχό τους. Όμως μέσα από αυτές τις μικρές ψηφίδες πραγματικότητας και τα ταπεινά συμβάντα τοπικής ιστορίας χτίζει το ουσιώδες και το οικουμενικό της ανθρώπινης περιπέτειας, βάζοντας τους ήρωές του να αναμετριούνται με την ιστορική συνθήκη. Συχνά απότοκο αυτής της αναμέτρησης είναι το εξής δίλημμα: Να διατηρήσουν οι ήρωές του τις αξίες από τις οποίες ορίζονται και καθορίζονται ως άνθρωποι ή, υπό το βάρος των γεγονότων, να τις προδώσουν;
Και τα έξι διηγήματα έχουν ισχυρό ιστορικό υπόβαθρο. Και μάλιστα ο συγγραφέας μοιάζει να αποδίδει στην Ιστορία μια άλλη έννοια από εκείνη που έχουμε διδαχτεί. Ιστορία δεν είναι απλώς ονόματα προσώπων, γεγονότα ‒κυρίως πόλεμοι‒ και χρονολογίες. Ιστορία είναι οι ίδιοι οι άνθρωποι με τα συμβάντα που γράφτηκαν πάνω τους, συχνά παρά τη θέλησή τους. Παίρνει λοιπόν τα γεγονότα των ζωών τους και τα φωτίζει, τα κάνει κοινό κτήμα.
Οι ιστορίες που μας διηγείται στάζουν αίμα. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αφού το ιστορικο-κοινωνικό περιβάλλον τους είναι η εποχή του Δεύτερου Παγκόσμιου και του Εμφυλίου. Η βία είναι παρούσα σε όλες της τις μορφές: η βία των κατακτητών, η βία της φτώχειας, η βία της πατριαρχίας, η βία του κτήνους που σε σκοτεινούς καιρούς ξυπνά μέσα στον άνθρωπο, η βία απέναντι στα ζώα, η βία απέναντι στους Εβραίους και τους αγωνιστές, η βία του ξεριζωμού, η βία της αστικοποίησης. Η βία που γεννά βία, όπως όταν ένα παιδί αναγκάζεται να σκοτώσει τον αγαπημένο του λύκο στο διήγημα «Λυκοχαβιά». Αυτή η σφαγή ζώου, που επαναλαμβάνεται δύο φορές στο συγκεκριμένο διήγημα, αλλού γίνεται τελετουργική θυσία που θα φέρει την κάθαρση, όπως στο τέλος του διηγήματος «Στον τόπο του» ή όπως η σταύρωση του σαλού του χωριού στο «Ζωντανό σκιάχτρο» ή το κομμένο κεφάλι του Εβραίου και αντάρτη Ζαχαρία στο «Πεσκέσι», ή ακόμη η εκτέλεση και το θάψιμο του Κωνσταντή στο «Ας λάμπει η ήλιος». Όλα αυτά όμως ο συγγραφέας επιλέγει να μας τα διηγηθεί χαμηλότονα, σαν να αφορούν δικούς του ανθρώπους, που τους μνημονεύει. Σαν να μας εξιστορεί ένα άγριο παραμύθι που πρέπει ν’ ακούσουμε, σαν να μοιράζεται μαζί μας κάποια ακριβά μυστικά, που έχουν τη βαθύτητα και τη διαχρονικότητα της παραβολής ή του μύθου.
Στις ιστορίες της Λυκοχαβιάς δεν διασαλεύονται μόνο οι ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και οι σχέσεις του ατόμου με το φυσικό περιβάλλον και με τα ζώα. Το άτομο εκπίπτει από την αγροτική κοινωνία όπου έζησε και μεγάλωσε ‒σε χωριά, βουνά, λόγγους, καλαμποκοχώραφα, καταράχια‒ και καταφεύγει στις πόλεις, όπου αποπροσωποποιείται και αλλοτριώνεται. Στη «Λυκοχαβιά» οι δοξασίες των χωρικών σχετικά με τους λύκους, που κάποτε κουβέντιαζαν με ανθρώπινες φωνές, η σχέση του παιδιού με τον λύκο του, καθώς και η πίστη στη μαγική δύναμη της λυκοχαβιάς παραπέμπουν σε αρχετυπικά μοτίβα, που αναφέρονται στη χαμένη Χρυσή Εποχή της ανθρωπότητας, όπου ζώα και άνθρωποι συμβιούσαν αρμονικά. Αυτά τα αρχετυπικά μοτίβα τα συναντάμε από τα δημοτικά τραγούδια και τα χορικά της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας έως τα αρχαία αιγυπτιακά ποιήματα, το Έπος του Γκιλγκαμές και την ινδουιστική παράδοση.
Εξαιρετική είναι η επιλογή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης σε κάποια διηγήματα, όπως στο «Ας λάμπει ο ήλιος» και στο «Θα φύγω, ξάδελφε», όπου η προφορικότητα βρίσκει τις καλύτερες στιγμές της.
Ο συγγραφέας στις ιστορίες του σκύβει με τρυφερότητα πάνω από τους αδύναμους, πάνω από τις γυναίκες, τα παιδιά, τα ζώα, τους ανθρώπους με ψυχικά προβλήματα, εκείνους που αντιμετωπίζουν ηθικά διλήμματα και δείχνουν συμπόνια απέναντι σε κάθε πλάσμα της οικουμένης. Ίσως γι’ αυτό τελειώνοντας το βιβλίο, νιώθουμε σαν να έχει συντελεστεί ένα θαύμα· επειδή οι ιστορίες έχουν μπει στην καρδιά μας και μας έχουν κινητοποιήσει συναισθηματικά. Γιατί τελικά έχουν το χάρισμα να μην απευθύνονται μόνο στο συλλογικό συνειδητό, αλλά και στο συλλογικό ασυνείδητο. Κι έτσι εμείς γινόμαστε άνθρωποι που κοιτούν την Ιστορία τους με πιο καθαρό βλέμμα και ίσως, με κάποιο τρόπο, την ξαναγράφουν.