You are currently viewing Αλέκα Πλακονούρη: Θανάτω θάνατον

Αλέκα Πλακονούρη: Θανάτω θάνατον

Θανάτω θάνατον

 

Στο σπίτι ανταμώνω φίλους παλιούς,

αγάπες που τις κατάπιε ο χρόνος,

μυρίζει ρίγανη και τσάι του βουνού

στα μεγάλα, άδεια δωμάτια

και στη στέγη του καρφωμένο

ένα κόκκινο φεγγάρι, ανάποδο,

που μέσα του λάμπει σαν ήλιος.

 

Μα πού βρέθηκαν εδώ

τόσα πράγματα για πάντα χαμένα ‒

αταξίδευτα καραβάκια,

μια κούκλα μ’ αποκομμένο κεφάλι,

μια στολή φιλαρμονικής,

μια αποσαθρωμένη κιθάρα,

μια καμπανούλα απ’ το Μινιόν

που παίζει τα κάλαντα ασταμάτητα

κι ας είναι Απρίλης πια έξω.

 

Γελώ και χορεύω στην αυλή

ένα τραγούδι δικό μου,

μπαινοβγαίνω στο ολάνοιχτο σπίτι

έτσι που αιωρείται στο αεράκι

και χτυπώ ρυθμικά τα κουτάλια

που κρατάω στα χέρια μου.

 

Μια Μεγάλη Παρασκευή σαν αγκάθι φωτός

στον κήπο όπου βοά η πιο καταιγιστική άνοιξη

κι ανασκαλεύει το κόκκινο χώμα.

 

Ακούω τα βήματά της στον διάδρομο,

τόσες ώρες την περιμένω.

‒ Μανούλα, πού είσαι, μανούλα;

φωνάζω μ’ όλη μου τη φωνή.

‒ Εδώ, εδώ, μου απαντά από μέσα.

Ψάχνω να βρω εκείνο το νυφικό μου.

 

Μαζί μ’ όλα τα χελιδόνια,

μαζί μ’ όλα τα κοτσύφια,

τ’ αηδόνια και τις μέλισσες τραγουδώ

Θανάτω θάνατον πατήσας.

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.