Υπάρχουν δύο ποιήματα ποιητικής στη συλλογή «Αρχαίος πίθηκος» της Χλόης Κουτσουμπέλη που κεντρίζουν άμεσα το ενδιαφέρον μας για πολλούς λόγους.
Η ποιήτρια εκφράζει την αγωνία της να καταγράψει σε στίχους βαθιά συναισθήματα
που ανεβαίνουν από το υποσυνείδητο, κι ενώ επίμονα την κατακλύζουν, τελικά τα ποιήματα δεν κατορθώνουν να ολοκληρωθούν, μένουν ημιτελή. Η καταγραφή αυτής της δυναμικής προσπάθειας, ανάμεσα στο συναίσθημα και της μετατροπής του σε τέχνη, είναι μια πρόκληση που μαγνητίζει, και ιδίως όταν παρουσιάζεται θαυμαστά κι άρτια από μια μαστόρισσα του λόγου όπως η Κουτσουμπέλη.
Παράλληλα διαβάζοντας τα συγκεκριμένα ποιήματα παρουσιάζεται ανάγλυφα μπροστά μας ό,τι πιο επίμονα ενεδρεύει στον εσώτερο εαυτό του ποιητικού υποκειμένου. Πρόκειται για μια γνήσια εξομολόγηση σχετικά με επιθυμίες και σχέσεις με πρόσωπα υψίστης σπουδαιότητας. Η εξομολόγηση εστιάζει στον έρωτα, στις σχέσεις με πρόσωπα της οικογένειάς, και ποικίλους φόβους μέσα σε ένα κόσμο αδυσώπητης βίας. Επίσης στην προβολή μιας θηλυκής μορφής με έντονο αισθησιασμό, όμως συγχρόνως και σύμβολο της αιώνιας μητέρας. Παραθέτουμε ενδεικτικά τους στίχους σελ.19:« Τότε ξεπροβάλλουν./Η γυναίκα με τα τεράστια χείλη/γαλαξίας γάλα ρέει από τους μαστούς./Χθες ήταν που φορούσε προβιά/ και συλλάβιζε τα δάκρυα του ουρανού./ Σήμερα θα με γεννήσει». Σε αντιδιαστολή η αρσενική μορφή- πατέρας προβάλλει λιγότερο φωτισμένη, σχεδόν υποτονική. Είναι θέματα κομβικά και παρουσιάζονται ξανά σε πολλά άλλα ποιήματα της συλλογής.
Στο ποίημα ΠΕΡΙ ΟΙΝΟΠΟΣΙΑΣ η Κουτσουμπέλη κάνοντας έναν υπέροχο συνδυασμό ανάμεσα στη μέθη που χαρίζει το κρασί και ο έρωτας, προχωράει σε έναν απολογισμό των διαφόρων εκφάνσεων ερωτικών εμπειριών. Υπάρχουν οι βιαστικοί, εφήμεροι έρωτες ,κι άλλοι που με τα χρόνια το πάθος τους μετατρέπεται σε καλές φιλίες. Ιδιαίτερα το ποίημα συγκινησιακά μάς απογειώνει προς το τέλος, όπου με τον πιο λεπταίσθητο τρόπο γίνεται μια κατάθεση ψυχής για τους έρωτες που θα μείνουν ανεκπλήρωτοι, αξίζει να παραθέσουμε τους στίχους: « Και, τέλος υπάρχουν οι έρωτες που ποτέ δεν θα γευτούμε./Που δεν θα ακούσουμε τον ήχο του φελλού να εκτοξεύεται./Που ο ανεμοστρόβιλός τους θα μείνει για πάντα/σφραγισμένος στο μπουκάλι./Που η γεύση τους από μαστίχα και καπνό δεν θα μουδιάσει/ποτέ τους κάλυκές μας». Η Κουτσουμπέλη, αν και το έργο της καλύπτει μια μεγάλη γκάμα θεμάτων, μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί και ως ερωτική ποιήτρια, καθώς τα ερωτικά της ποιήματα χαρακτηρίζονται για τη λαγνεία, την τολμηρότητα, το φλογερό πάθος,
σωματικό και συναισθηματικό. Στα ποιήματα ΙΟΥΛΙΕΤΑ και ΡΩΜΑΙΟΣ η ποιήτρια
βρίσκεται στο στοιχείο της να υμνήσει τον έρωτα στο έπακρο, βάζοντας τους δύο αιώνιους εραστές να λαμπαδιάζουν εκφέροντας λόγια πάθους που «τεντώνουν την αγάπη ως τον θάνατο». Παραθέτουμε τους στίχους, όπου η λατρεία του Ρωμαίου για την αγαπημένη του «θεώνει» τη σωματική τους ένωση: «Εξόριστος για πάντα/απ’ την υγρή σπηλιά σου,/στο ψυχρό σπήλαιο/που μας ταρίχευσε για πάντα,/χίλιες φορές θεώνω τη στιγμή μετεωρίτη,/την πυράκτωση των δυο κορμιών/που εκπυρσοκροτούν/
μόλις αγγίξουν το κρεβάτι». Εξίσου φλογερό εκλύεται και το πάθος της Ιουλιέτας μέσα από τους στίχους: « Απ’ τη στιγμή που σε συνάντησα/σε ήθελα πραγματικά δικό μου./Να σε κομματιάσω σε μικρά αστέρια,/όπως τον Ορφέα η Μαινάδες,/ όπως τον Περσέα οι Βάκχες./Κάθε μέλος σου να γευτώ ξεχωριστά».
Παρατηρούμε ότι αυτή η κίνηση, το στόμα να επιθυμεί να καταβροχθίζει ανθρώπους, εντοπίζεται και σε αρκετά άλλα ποιήματα. Οι εραστές από λατρεία θέλουν να καταβροχθίσουν ο ένας τον άλλο, η κόρη καταβροχθίζει τον πατέρα της, ο πατέρας καταβροχθίζει τη γυναίκα- μητέρα της οικογένειας, ο παππούς, που μεγάλωσε τα παιδιά, όταν τα εγκατέλειψαν οι γονείς τους, προσφέρεται τα εγγόνια να τον καταβροχθίσουν, η Αγαύη στο ομότιτλο ποίημα καταβροχθίζει τον γιο της Περσέα μέσα από την επιθυμία της να τον επαναφέρει στη μήτρα. Το στόμα που καταβροχθίζει, και τονίζουμε ότι είναι μια κίνηση που παρέχει συναισθηματική φόρτιση, μια αισθησιακή ένταση, δεν είναι τίποτα άλλο από τον συμβολικό υπαινιγμό της ποιήτριας ότι στο μυαλό, στην καρδιά, στο αίμα μας, κυκλοφορούν ασταμάτητα οι άνθρωποι που μάς καθόρισαν, είτε είναι εραστές, γονείς, αδέλφια, παιδιά που με στοργή μεγαλώσαμε. Αναμφίβολα, η ποίηση της Κουτσουμπέλη διακρίνεται για τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρας της.
Ως σύμβολο το στόμα το συναντούμε ξανά στο ποίημα ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΑΛΑΦΡΗ ΖΩΗ, εδώ όμως πρόκειται για ένα στόμα επικίνδυνης απειλής που πρέπει να απομακρυνθεί, κι αν είναι δυνατόν να εξαφανιστεί. Όλοι οι φόβοι για τη μοναξιά, τη φθορά του σώματος με τα χρόνια που φεύγουν, την απώλεια των αγαπημένων, ελλοχεύουν μέσα σε αυτό το στόμα με της οδοντοστοιχίες του έτοιμες να επιτεθούν. Το ποίημα συγκαταλέγεται σε μια αρκετά μεγάλη ομάδα ποιημάτων της συλλογής που χρωματίζουν με δραματικούς τόνους τη συλλογή.
Και είναι αυτός ο δραματικός τόνος που παρέχει όχι μόνο βάθος αλλά και λαμπερές ανταύγειες καίριων στοχασμών, σκέψεων και ερωτημάτων. Για την ποιήτρια ο πόνος είναι συνυφασμένος με την ανθρώπινη ύπαρξη από καταβολής κόσμου, οι λεπταίσθητοι στίχοι από το ποίημα ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ καταθέτουν την αλήθεια τους:
[………]
Όλα είναι παλιά κι έχουν συμβεί ξανά.
Αυτό που εσύ αποκαλείς πόνο
είναι μόνο ένα παλιό λαγήνι
γεμάτο από στιγμές
που συστρέφονται με αγωνία
και τρώνε την ουρά τους.
Γι’ αυτό όταν μου λες πρώτη φορά
εγώ ακούω πάλι.