-Δεν μπορούμε να τα κρατήσουμε όλα, μαμά, είπε η Αλίνα στην κυρία Κασσάνδρα. –«Αυτή η τσαγιέρα δεν μας χρειάζεται, θα την βάλω στην κούτα που γράφει “Για να χαριστούν”. Αλλά όχι, βλέπω, έχει ραγίσει, άρα θα πάει στα σκουπίδια! Ω! μα γιατί συγκινείσαι, μανούλα μου; Συγγνώμη, έχει για σένα συναισθηματική αξία; Να την φροντίσουμε, λοιπόν, την τραυματισμένη σου τσαγιερούλα. Κάποια στιγμή, μου λες την ιστορία της. Όμως, τώρα πρέπει να τρέξω, να πάρω τον Ιασωνάκο. Σε φιλώ, μαμά μου, γεια σου!»
Η Αλίνα ακούμπησε προσεκτικά την άκομψη τσαγιέρα στο τραπέζι της κουζίνας και πρόλαβε να την τρίψει με μωρομάντιλο, πριν φύγει, βιαστική, σαν σίφουνας. Η κυρία Κασσάνδρα αισθανόταν πολύ τυχερή που είχε τόσο υπέροχη κόρη. Πάντα πολυάσχολη, όμως τόσο πονετική, γεμάτη ενσυναίσθηση και ευφυΐα, έβγαζε μια γλυκιά επιείκεια, μια ανιδιοτελή στοργή για όλους, που μάλιστα μεγάλωσε, από τότε που γέννησε τον μικρό Ιάσωνα. Έβρισκε χρόνο να ασχοληθεί με τα πάντα, με τους αδύναμους και τους αδικημένους, ακόμα και με την αλαφροΐσκιωτη μαμά της. Δούλευε ως ψυχολόγος και ήξερε να βρίσκει και να πραΰνει τις πληγές των ανθρώπων και σχεδόν ποτέ δεν λάθευε. Εκτός, ίσως, από τώρα.
Η Κασσάνδρα κάθισε σε μια καρέκλα της κουζίνας. Βάλθηκε να παρατηρεί, με παράξενη ένταση, αυτό το χρηστικό αντικείμενο που βρισκόταν στο τραπέζι. Στηριγμένη στους αγκώνες της, άρχισε να αναπολεί και να ονειρεύεται. Στην ηλικία της, το πρώτο είναι συνηθισμένο. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όταν αρχίζουν να γερνούν, έτσι κάνουν, θυμούνται τα περασμένα και τα αφηγούνται, τις πιο πολλές φορές μεγεθυμένα κι εξωραϊσμένα, κι αυτό είναι συγχωρητέο. Όμως, είναι, βέβαια, παρακινδυνευμένο και κάπως παρεξηγήσιμο το να κάνουν σχέδια για το μέλλον. Θυμόταν πως, χρόνια πριν, μερικοί ομότεχνοί του σάρκαζαν εκείνον τον σπουδαίο ομηριστή που, στα ογδόντα εννέα του, σχεδίαζε και προγραμμάτιζε, με νεανική χαρά και ευφορία, το επόμενο διεθνές συνέδριο που θα γινόταν σε πέντε ολόκληρα χρόνια.
Αν όμως δεν τα ανακοινώνεις πουθενά τα όνειρά σου, δεν προκαλείς, ούτε ενοχλείς κανένα, όσο κι αν είναι εξωπραγματικά, έτσι δεν είναι; Έτσι κι αυτή ονειρευόταν πως, κάποτε, θα μάθαινε να οδηγεί, με ασφάλεια κι επιδεξιότητα, ένα καταπληκτικό κατακόκκινο αεροπλανάκι, μη σας πω ένα ασημένιο διαστημόπλοιο, και θα γύριζε τον κόσμο με συνοδηγό τον μικρό Ιάσωνα! Στην πραγματική ζωή όμως, είχε τέτοιες φοβίες που δεν οδηγούσε τίποτα, ούτε αυτόματο αυτοκίνητο, ούτε ποδήλατο, κι έτσι δεν μπορούσε ούτε να πάρει το Ιασωνάκι από τον βρεφονηπιακό σταθμό.
Το έβαζε όμως στο καροτσάκι του και πήγαιναν μαζί, κάθε μεσημέρι, στην παιδική χαρά, δίπλα στο κοντινό Λύκειο, όπου είχε διδάξει στα νιάτα της, την πρώτη χρονιά που αυτό το φημισμένο σχολείο μετακόμισε σε καινούργιο κτίριο, τόσο κοντά στο σπίτι της, ώστε να μπορείς να δεις ένα κομμάτι της αυλής του από την μπαλκονόπορτα της κουζίνας. Ήταν μεγάλη τύχη για την ίδια, γιατί κατοικώντας σχεδόν απέναντι, κέρδιζε χρόνο. Κατάφερε έτσι να τελειώσει τη διατριβή της εγκαίρως, χωρίς ούτε μέρα εκπαιδευτικής άδειας, να γράψει και κάτι μελέτες, με κέφι, αλλά και ξενύχτι βέβαια, και, τέλος πάντων, να ξεκινήσει την επαγγελματική της ζωή, ωραία και καλά.
Την ονειροπόλησή της διέκοψε η Αλίνα που γύρισε, σφαίρα, από τον παιδικό σταθμό, της παρέδωσε το αγοράκι και ξαναέφυγε γρήγορα. Ήταν ένα όμορφο ανοιξιάτικο απόγευμα, γι΄ αυτό γιαγιά και εγγονός βγήκαν βόλτα στη λιακάδα, στο μικροσκοπικό αλσύλλιο που κατέληγε στην αυλή του σχολείου. Σε λίγο το παιδάκι νύσταξε και η Κασσάνδρα το έβαλε απαλά στο καροτσάκι του να κοιμηθεί. Φαίνεται πως θα νύσταξε και η ίδια, γιατί όπως καθόταν στο παγκάκι, είδε τον εαυτό της, πριν σαράντα χρόνια, να βγαίνει από αυτό το σχολείο χαρούμενη, πριν τις γιορτινές διακοπές.
Τότε, ήταν η νεότερη από το προσωπικό των συντηρητικών και προσοντούχων, λίγο υπεροπτικών, αλλά αφοσιωμένων καθηγητών αυτού του σχολείου, αρκετά απαιτητική στο μάθημά της, όμως γεμάτη αισθήματα και ενδιαφέρον για τους μαθητές της. Κι αυτοί της το ανταπέδιδαν με το παραπάνω. Ήταν η αγαπημένη τους και δεν είχε ποτέ το παραμικρό πρόβλημα επιβολής. Στο μάθημά της, ακόμα και τα κάπως δύσκολα παιδιά έμπαιναν στο φιλότιμο. Έλεγε και αστεία κι έσκαγε όλη η τάξη στα γέλια κι εκτονωνόταν.
Γι΄αυτό, χωρίς να γιορτάζει, της χάρισαν ένα δώρο, πριν τις διακοπές του Πάσχα. Δυο μικρούς πορσελάνινους κύκνους, έτσι φτιαγμένους, που η βάση του ενός να εφαρμόζει στη βάση του άλλου, ώστε να ενώνονται, αν τους έβαζες κοντά-κοντά, σχηματίζοντας ένα καρδιόσχημο σύμπλεγμα με τους κομψούς λαιμούς τους. Κάπως υπερβολικά ρομαντικό, βέβαια, το δώρο, επιλογή κάποιας δεκαπεντάχρονης κοπελίτσας που προτίμησε, μάλλον, κάτι που θα ήθελε να προσφέρουν στην ίδια, αλλά αυτό έκανε την ευγενική χειρονομία ακόμα πιο γλυκιά.
Θυμόταν πως, όταν γύρισε σπίτι, είχε ακουμπήσει το κουτί πάνω στο βαρυφορτωμένο γραφείο, σε αυτό το ίδιο δωμάτιο που τώρα ήταν ο παιγνιδότοπος του εγγονού. Το παμπάλαιο γραφείο όμως είχε μείνει στην ίδια θέση. Ξαναείδε και τη μορφή της μητέρας της, που δεν ζούσε πια, να μπαίνει απότομα, να ρίχνει μια ματιά στους πορσελάνινους κύκνους και να αποφαίνεται: –Τι άχρηστο και κακόγουστο πράγμα! –Μα μαμά, είχε πει, τότε, η νεαρή Κασσάνδρα, πνίγοντας τον θυμό της, κατακόκκινη, είναι τόσο χαριτωμένο κι ύστερα η όμορφη χειρονομία είναι που μετράει. Με συγκίνησαν τόσο τα παιδιά. Είναι ωραία στιγμή, ας μην την ασχημίζουμε. (Την τελευταία φράση την είπε ψιθυριστά).
Και όμως! Η μητέρα είχε τολμήσει να πάρει τους κύκνους που βρίσκονταν, οι καημένοι, ακόμα στο κουτί τους, και να πάει στο μαγαζί να τους αλλάξει, αιφνιδιάζοντας άσχημα την Κασσάνδρα που διαπίστωσε την αλλαγή κατόπιν εορτής και μετά από καιρό. Μια πράξη τόσο ανεξήγητη κι αψυχολόγητη! Μα τι κρυβόταν, τέλος πάντων, κάτω από την αστική ευγένεια της μητέρας; Και τι νομίζετε πως έφερε στη θέση των κύκνων; Αυτή την άχαρη τσαγιέρα που δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ κι έμεινε, άεργη και άδεια, σε ένα από τα πάμπολλα ντουλάπια.
Με καθυστέρηση τεσσαρακονταετίας, η Κασσάνδρα πισωγυρίζοντας στα παλιά, άρχισε να επιπλήττει, αναδρομικά, τον εικοσιπεντάχρονο εαυτό της: –Μα γιατί αντιδρούσες τόσο υποτονικά; Πώς άφηνες να σε πληγώνουν έτσι; Γιατί ήσουν τόσο δειλή, ώστε απέφευγες και την ελάχιστη σύγκρουση;
Με τις σκέψεις αυτές, όταν γύρισε σπίτι με το εγγονάκι της, η ηλικιωμένη Κασσάνδρα άρπαξε τη σαραντάχρονη τσαγιέρα. Ήθελε να τη ρίξει με δύναμη στον μαρμάρινο νεροχύτη, να την θρυμματίσει σε χίλια κομμάτια, πριν την πετάξει στα σκουπίδια. Όμως, έτσι όπως την είδε, ελεεινή, κοντόχοντρη και ραγισμένη, δίστασε, σαν να την λυπήθηκε λίγο.
Μέσα στον πυκνότατο σωρό των αναμνήσεών της, προσπάθησε να αναζητήσει κάτι καλό και όμορφο που να σχετίζεται με τη μητέρα. Δεν της ήταν εύκολο. Πολύ πιο απλό θα ήταν να σκεφτεί τι έλεγε η μεγαλύτερη αδερφή της, η Αιμιλία, στις σχεδόν καθημερινές τους συναντήσεις. Η Αίμυ ανακαλούσε, πολύ συχνά, με τρυφερότητα και κάποια ανεμελιά, σκηνές από την παιδική τους ζωή: Θυμάσαι πόσο ανοιχτόκαρδα γελούσε η μαμά τότε που παίζαμε σχοινάκι στην ταράτσα και έπαιξε κι αυτή μαζί μας; (Μα όχι! Θυμόταν μόνο το σχοινάκι, αλλά καθόλου τα υπόλοιπα). Θυμάσαι που ήταν άριστη στα μαθηματικά; (Δεν είχε την παραμικρή ιδέα). Θυμάσαι πόσο πολύ χαιρόταν για τις ορχιδέες που της προσφέραμε; (Όχι, ούτε αυτό το είχε προσέξει). Όμως, πράγματι, θυμόταν πως της αγόραζαν τέτοια λουλούδια από το ανθοπωλείο, κάθε χρόνο, στη «γιορτή της μητέρας», που τα διάλεγε η Αίμυ, γιατί τα έβρισκε πολύ όμορφα. Μάλιστα και προχτές, που είχε έρθει για επίσκεψη, έφερε μια μικρή φούξια ορχιδέα, σε πλαστικό γλαστράκι, τυλιγμένο με χρυσόχαρτο.
Όμως, της Κασσάνδρας δεν της άρεσαν και πολύ οι ορχιδέες, γιατί συνήθως τις βλέπεις στα σαλόνια των ιατρικών κέντρων, όταν, με τρομερή αγωνία, περιμένεις τα αποτελέσματα για κάποιον αγαπημένο σου. Ή, μερικές φορές, σου τις στέλνουν ως δώρο, άνθρωποι που δεν σε ξέρουν καλά, αλλά θέλουν να ξεϋποχρεωθούν για κάποια χάρη που τους έκανες. Και ποιος αγαπάει τα τυπικά δώρα υποχρέωσης;
Αντίθετα σε γλυκαίνουν τόσο πολύ τα δώρα πραγματικής αγάπης. Όπως αυτή η διάφανη θήκη με τους χρωματιστούς ανεξίτηλους μαρκαδόρους, ειδικούς για ζωγραφική σε γυαλί, ένα μικροδωράκι-έκπληξη από την Αλίνα, χωρίς να υπάρχει γιορτή, ή ιδιαίτερος λόγος. Η θήκη ήταν τώρα αφημένη στον παλιό μαρμάρινο πάγκο της κουζίνας, δίπλα στην επίμαχη τσαγιέρα που μόλις είχε γλυτώσει το σπάσιμο. Ανάμεσα στους μαρκαδόρους, ξεχώριζε ένας, ο πιο φανταχτερός, σε χρώμα φούξια κι αυτός, ίδιο με της ορχιδέας. Δηλαδή ασορτί με την ορχιδέα.
«Ασορτί». Αυτή την γαλλικής προέλευσης λέξη, την χρησιμοποιούσε η μητέρα συχνά, όταν ταίριαζε παπούτσια με τσάντες, φουλάρια με πανωφόρια, μαγιώ με καπελαδούρες, μπλούζες με σκουλαρίκια και περιδέραια. Ταχτοποιούσε αυτά τα συνδυασμένα πράγματα μαζί, σε σακούλες ή κουτιά, για να κερδίζει χρόνο, όπως έλεγε, κι έγραφε απ’ έξω, σε ετικέτες, τι περιείχαν : «μπλουζάκι μουσταρδί με κολιέ κεχριμπάρι», «τσάντα φάκελος με γόβες μπορντώ καστόρι». Μάλιστα, πρόσεχε πολύ, να μη γίνει καθόλου σπατάλη αποθηκευτικού χώρου, να είναι χρήσιμο και το τελευταίο εκατοστό και να βρουν όλα τη σωστή τους θέση. Αυτή την εικόνα, η Κασσάνδρα την θυμόταν καλά: την μητέρα να υπολογίζει και να μετράει με τη μεζούρα τα κουτιά της και το εσωτερικό των ντουλαπιών.
Και τότε, ξαφνικά, στο μυαλό τη ήρθαν δυο-τρεις στίχοι από κάποιο ποίημα που δεν θυμόταν πια, ούτε τον τίτλο του, ούτε τον ποιητή:
Κι εσύ, φτωχό μου πλάσμα,
ήξερες να μετράς τόσο καλά!
Δεν έμαθες ποτέ σου να διαβάζεις;
Σαν αυτόματο, η Κασσάνδρα πήρε τον φούξια μαρκαδόρο για να γράψει τους στίχους αυτούς πάνω στην τσαγιέρα. Δεν χώραγαν όμως κι έτσι έγραψε, καλλιγραφικά, μόνο τη φράση, «ήξερες να μετράς τόσο καλά». Με σταθερό χέρι, ζωγράφισε, από κάτω, με μια μονοκοντυλιά, κι ένα καρδιόσχημο σύμπλεγμα δυο κύκνων, που έσμιγαν τους λαιμούς τους. Ύστερα τοποθέτησε το γλαστράκι με την ορχιδέα μέσα στη φρεσκοδιακοσμημένη τσαγιέρα που τώρα θα γινόταν, επί τέλους, χρήσιμη, ως φυτοδοχείο.
Παρατήρησε πως οπτικά δεν ήταν άσχημο το αποτέλεσμα. Ταίριαζε το χρώμα των λουλουδιών και αυτό της καλλιγραφημένης φράσης ενώ, η χαμηλή τσαγιέρα αποκτούσε το σωστό ύψος μαζί με το φυτό. Τελικά ήταν αρκετά συμπαθητική η όλη σύνθεση.
Την σήκωσε λοιπόν και την ακούμπησε μαλακά στο ραφάκι, όπου η Αίμυ είχε τοποθετήσει μια κολακευτική νεανική φωτογραφία της μαμάς. Είχε φροντίσει να την μεγεθύνει, κάπως υπερβολικά είναι αλήθεια, και να την κορνιζώσει. Σίγουρα, η μεγάλη αδερφή, αν διάβαζε την καλλιγραφημένη φράση, θα την θεωρούσε ως ποιητική αναφορά στην, υποτιθέμενη, μαθηματική δεινότητα της μητέρας. Για την Κασσάνδρα όμως, αυτή η μάλλον φτωχική σύνθεση ήταν κάτι σαν ένα αυτοσχέδιο δώρο μνήμης για τη συγχωρεμένη, «φτιαγμένο εκ των ενόντων», όπως θα έλεγε η ίδια.
Ένα δώρο συγχώρεσης είπε η σοφή Αλίνα που είχε μπει ξαφνικά και αθόρυβα στην κουζίνα.
Και τότε, ο μικρούλης που μάθαινε να προφέρει τις πρώτες του λέξεις, ξύπνησε, άνοιξε διάπλατα τα ματάκια του, κοίταξε την Κασσάνδρα και την είπε, για πρώτη φορά, «γιαγιά».
Αλεξάνδρα μου, υπέροχο το διήγημά σου. Τι και τι μας μαθαίνεις! Πώς τα όποια αντικείμενα γίνονται ιστορίες της ζωής μας, δεμένα με πρόσωπα αγαπημένα, πώς τα αντικείμενα αυτά, οι κύκνοι, η τσαγιέρα σαν να “στροβιλίζονται” γύρω μας και να αποκτούν την “αγαπημένη” σου ειρωνεία, αποκαλύπτοντας θέσεις και αξίες που πήραν κάποτε στη ζωή μας…
Και τι ωραίο το δώρο που κάνεις στο όνομα της Κασσάνδρας! Για φαντάσου να είχε και η δική μας Κασσάνδρα, η μυθική, η λογοτεχνική, η άμοιρη, ν’ άκουγε να τη φωνάζουν “γιαγιά”…