Μου άρεσαν πάντα οι ιστορίες, που οι ήρωές τους διάβαζαν Οδύσσειa. Ακόμα κι αν αυτοί την καταλάβαιναν με τρόπο παράξενο, μάλλον ανορθόδοξο, πολύ διαφορετικό από αυτόν που θεωρούμε «σωστό». Προτιμούσα τους ξένους ήρωες-αναγνώστες, και ιδιαίτερα αυτούς που δεν την είχαν διδαχτεί στο σχολείο, ούτε διέθεταν, βέβαια, ειδική παιδεία ομηριστή. Ενδιαφερόμουν μάλιστα περισσότερο γι’αυτούς που έρχονταν σε επαφή μαζί της συμπτωματικά και απρογραμμάτιστα, χωρίς να το επιδιώξουν οι ίδιοι, λες και η συνάντησή τους με το αρχαίο έπος ήταν επιλογή της μοίρας.
Όπως εκείνος ο ανώριμος νεαρός με το παιδικό πρόσωπο, στο διήγημα του Tobias Wolff (1945- ) Άγρυπνος (Awake, 2008). Είναι ένας Αμερικανός, ονόματι Ρίτσαρντ, που σπουδάζει οικονομικά στο Κολούμπια προσβλέποντας σε μια μελλοντική καλοπληρωμένη θέση μάνατζερ. Η Οδύσσεια πέφτει στο χέρι του τυχαία, μια νύχτα που ξαγρυπνάει, γεμάτος όρεξη ερωτική, δίπλα στην, ωστόσο κοιμώμενη τον ύπνο του δικαίου, φίλη του, Άννα. Βρίσκει στο κομοδίνο το βιβλίο, που η κοπέλα έχει δανειστεί από τη Δημόσια Βιβλιοθήκη. Είναι ανοιγμένο στην αρχή της ραψωδίας ξ, εκεί όπου ξετυλίγεται η Οδυσσέως προς Εύμαιον ομιλία. Δεν φαίνεται, αρχικά, να του αρέσει το κείμενο, ούτε να καταλαβαίνει και πολλά από Όμηρο. Παρατηρεί μάλιστα στην ετικέτα της τελευταίας σελίδας πόσο απέχουν οι ημερομηνίες δανεισμού μεταξύ τους: δεν είναι πολλοί αυτοί που διαβάζουν Οδύσσεια.
Ωστόσο, ο συγγραφέας με το πρόσχημα της ανάγνωσης του αδαούς ήρωά του, αρχίζει την αφήγησή του παραθέτοντας τους δυόμιση πρώτους στίχους της δέκατης τέταρτης ραψωδίας που τους ιδιοποιείται και τους αξιοποιεί ως «δικό του προοίμιο». Σύμφωνα με αυτούς, ο Οδυσσέας, που μόλις έχει επιστρέψει στην Ιθάκη, αφήνοντας πίσω του το λιμάνι, περνάει μέσα από το δάσος και με τις οδηγίες της θεάς Αθηνάς, μεταμορφωμένος, με τη δική της βοήθεια, σε ζητιάνο, ακολουθεί το δρόμο για την κατοικία του Εύμαιου.
Η πρόσληψή του νεαρού, φαίνεται εξοργιστικά απλοϊκή, ωστόσο, κάπως αντιπροσωπευτική μιας γενιάς που δεν ενδιαφέρεται καθόλου ούτε για τους κλασικούς, ούτε για την ελληνική αρχαιότητα. Αυτός ο Ρίτσαρντ λοιπόν,
…παιδευόταν να βρει κάτι ενδιαφέρον στην πορεία του Οδυσσέα προς την καλύβα του πιστού του «χοιροβοσκού»-τι λέξη κι αυτή και τι δουλειά για να βγάζεις τον επιούσιο!- . Αυτός, ενώ δεν τον αναγνωρίζει –κανένας δεν αναγνωρίζει κανέναν στα βιβλία του παλιού καιρού- ωστόσο τον φιλοξενεί κανονικά και του κάνει το τραπέζι στα καλά καθούμενα και από πάνω τον ζαλίζει με την κλάψα του.
Σίγουρα, ούτε οι φιλοξενίες αγνώστων, ούτε οι σχοινοτενείς εξιστορήσεις ζωής, στην πρώτη γνωριμία, είναι κάτι το φυσικό και το συνηθισμένο στον σύγχρονο κόσμο, σε αντίθεση με τον αρχαϊκό. Γι’ αυτό και ο Ρίτσαρντ, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, βρίσκει αυτή τη ραψωδία «βαρετή και καθόλου αληθοφανή». Αλλά, μέσα στην αϋπνία του, πρέπει και με κάτι να απασχολήσει το μυαλό του, αφού ο πόθος του δεν βρίσκει ανταπόκριση, μια που η κατάκοπη κοπέλα του δεν ξυπνάει με τίποτα. Αντιστικτικά, λοιπόν, προς τη «πληκτική» αφήγηση της Οδύσσειας, φέρνει στη μνήμη του (ποιο βιβλίο νομίζετε;) τον Εξορκιστή (1971,) το δημοφιλές μυθιστόρημα τρόμου του W. P. Bentley, που το είχε βρει τυχαία, ξεχασμένο στο σαλόνι της φοιτητικής εστίας! Τότε πρωτοκατάλαβε πως η ομώνυμη ταινία (1973)) που τον είχε εντυπωσιάσει, ήταν βασισμένη σε βιβλίο. Ξέρει, βέβαια, πως το έργο αυτό «δεν είναι καμιά σπουδαία λογοτεχνία», αλλά εκτιμά το ότι ο συγγραφέας «έχει πραγματοποιήσει μεγάλη έρευνα γύρω από τους εξορκισμούς».
Όλα αυτά συμβαίνουν, νυχτιάτικα, στη σοφίτα της Άννας που είναι Ρωσίδα νεοφερμένη στην Αμερική, ταλαιπωρημένη από τις ταραχές της σύγχρονης Ιστορίας και εργάζεται ως σερβιτόρα, χωρίς νόμιμα χαρτιά παραμονής. Ωστόσο είναι φιλομαθής και καλλιεργημένη αναγνώστρια των κλασικών. Η κοπέλα, με την καλοπροαίρετη αγαθότητα του πρωτάρη, έχει σχηματίσει μια εξιδανικευμένη εικόνα της Αμερικής και των ανθρώπων της. Μεταξύ άλλων, πιστεύει, αφελώς, πως όλοι όσοι φοιτούν στα φημισμένα ακριβά Πανεπιστήμια, το κάνουν από αγνή φιλομάθεια και από διάθεση να γίνουν καλύτεροι άνθρωποι, μακριά από όποια χρησιμοθηρία.
Από την άλλη μεριά, ο Ρίτσαρντ, κάπως έκπληκτος και ξαφνιασμένος, αλλά κατά βάθος επηρεασμένος από τη ζεστή συμπεριφορά του Εύμαιου, πείθεται απροσδόκητα πως δεν είναι το συμφέρον το μόνο κίνητρο για τις ανθρώπινες σχέσεις! Εκείνη τη στιγμή, παραδόξως, αρχίζει να σκέφτεται πόσο πιο ώριμη πνευματικά, ίσως και πόσο ανιδιοτελής είναι η φίλη του κι ας υποπτευόταν, αρχικά, πως τον έβλεπε ως μέσον για να της χορηγηθεί ευκολότερα άδεια παραμονής, αν ήταν σύντροφος Αμερικανού πολίτη.
Καταλαβαίνει επίσης πως ο ίδιος θα έπρεπε να ξαναδιαβάσει την Οδύσσεια «στην κανονική εκδοχή για ενήλικες» και όχι στην παιδική διασκευή που θυμάται αόριστα από την εποχή που πήγαινε Δημοτικό. Θέλει να φτάσει στο πιο σημαντικό, κατά τη γνώμη του, σημείο του έργου, εκεί που ολοκληρώνεται η μνηστηροφονία, μετά από τόση τρομακτική αιματοχυσία! Κατά την άποψή του, εκεί ο κεντρικός ήρωας δείχνεται «πραγματικός άντρας», γιατί παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, βάζει τα πράγματα στη θέση τους και τιμωρεί τους σφετεριστές που διεκδικούν τη σύζυγο και την περιουσία του. Μάλλον, θα λέγαμε, αντιλαμβάνεται τον ομηρικό Οδυσσέα περίπου σαν να ήταν ο Τζόσι Γουέιλς, ο «εκδικητής εκτός νόμου», όπως τον ερμήνευσε εδώ και μισό αιώνα ο Κλιντ Ίσγουντ στον κινηματογράφο, και τον θαυμάζει για το ώριμο αντριλίκι του!
Τέλος πάντων, αυτή η απλοϊκή και ανορθόδοξη πρόσληψη του έπους, μετά από το απρογραμμάτιστο νυχτιάτικο συναπάντημα του νεαρού Αμερικανού με τον ομηρικό κόσμο, λειτουργεί, με αναπάντεχο τρόπο, αφυπνιστικά, και τον κινητοποιεί να πάρει σημαντικές αποφάσεις για τη ζωή του. Μέσα σε μια μοναδική νύχτα, μέσω της αποσπασματικής ανάγνωσης, συντελείται εντός του μια ολόκληρη διαδικασία πνευματικής και ψυχολογικής ενηλικίωσης. Ενίοτε, ο χρόνος στη λογοτεχνία , συμπυκνώνεται: ως γνωστόν, ο πολυσέλιδος Οδυσσέας του Τζόυς ξετυλίγεται σε μια μοναδική μέρα.
Δυσκολότερα φαίνεται να περνάει ο χρόνος για ένα άλλο μυθιστορηματικό πρόσωπο, τον Ντάνκαν, τον αινιγματικό ήρωα της Ναντίν Γκόρντιμερ (1923-20014), στο γνωστό έργο της Το όπλο του σπιτιού (The house Gun, 1997). Ο νεαρός εκτίει ποινή πολυετούς φυλάκισης, για φόνο που έχει ο ίδιος ομολογήσει, όταν παίρνει στα χέρια του την Οδύσσεια. Έχει γλυτώσει τον θάνατο, επειδή η θανατική ποινή έχει μόλις καταργηθεί, αμέσως μετά τη λήξη του απαρχάιντ στην Νοτιοαφρικανική ένωση. Σε αυτή την ταραγμένη χώρα, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, στην μεταβατική μετα-απαρχάιντ εποχή, ξετυλίγεται η ιστορία μας.
Και όμως, ο Ντάνκαν είναι ένας ιδιαίτερα καλλιεργημένος και ανοιχτόμυαλος αρχιτέκτονας, γιος φιλελεύθερων και μορφωμένων αστών. Ζούσε, τόσο κοντά με τους γονείς του, στο μικρό ανεξάρτητο οίκημα του κήπου τους. Εκεί συγκατοικούσε με δυο φίλους του και φιλοξενούσε άλλους, κυρίως καλλιτέχνες, απολαμβάνοντας μια αντισυμβατική ζωή και βιώνοντας, χαλαρά και ελεύθερα, την αμφισεξουαλικότητά του, που δεν την γνώριζαν οι γονείς του. Κάποια στιγμή συνειδητοποιεί πως η ψυχολογικά ασταθής και με αυτοκτονικές τάσεις αγαπημένη του, που την έχει στηρίξει και ευεργετήσει, έχει συνάψει ερωτικό δεσμό με τον (πρώην;) αγαπημένο του, Καρλ. Εκλαμβάνει την πράξη αυτή ως προδοσία και μια ολόκληρη μέρα μετά, αρπάζει το όπλο του σπιτιού, υποτίθεται το όργανο άμυνας που επιτρέπεται να κατέχουν νόμιμα οι πολίτες εκείνη την ταραγμένη εποχή, και σκοτώνει τον Καρλ. Επειδή ο εικοσιεφτάχρονος Ντάνκαν είχε τον χρόνο να σκεφτεί και να σχεδιάσει τον φόνο, δεν μπορεί καν να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό ότι εν βρασμώ ψυχής έκανε το έγκλημα. Πώς ένας μορφωμένος και ευαίσθητος νεαρός έφτασε σε αυτό το τρομακτικά ακραίο σημείο; Είναι κάτι που δεν μπορούν καθόλου να κατανοήσουν οι εντελώς σαστισμένοι, φιλήσυχοι και άκακοι γονείς του, αλλά ούτε και ο ίδιος.
Αργότερα, ο πατέρας φέρνει βιβλία στον φυλακισμένο του γιο, για να τα διαβάσει στον απέραντο χρόνο που περνάει στο μοναχικό κελί του. Ανάμεσα σε αυτά, είναι και μια μεταφρασμένη Οδύσσεια, σε φτηνή έκδοση τσέπης, ήδη διαβασμένη από τον ίδιον και υπογραμμισμένη.
Ο νεαρός την διαβάζει και συγκινείται ιδιαίτερα, όταν φτάνει στη ραψωδία χ, την αιματοβαμμένη μνηστηροφονία. Εκεί βλέπει τον κεντρικό ήρωα, αυτόν τον υπέροχο, πολυμήχανο, πανέξυπνο και ευσεβή Οδυσσέα να σκοτώνει, αδίστακτος και ακάθεκτος, όλα αυτά τα νεαρά αρχοντόπουλα. Στα δικά του μάτια, ο αρχαίος ήρωας προβαίνει στην πράξη της μνηστηροφονίας, επειδή είναι βαθύτατα πληγωμένος. Τον πρόδωσαν άνθρωποι που βρίσκονταν από συναισθηματική άποψη πολύ κοντά στον ίδιον και την οικογένειά του και γι΄αυτό αντιδρά σαν τραυματισμένο θηρίο. Ο φυλακισμένος αναγνώστης προσλαμβάνει τη θανάτωση των μνηστήρων σαν μια αυτοκαταστροφική πράξη απόγνωσης και πόνου και όχι εκδίκησης.
Είναι παράξενο το ότι ο Ντάνκαν δεν πτοείται από την ωμότητα τόσης αιματοχυσίας, ούτε συγκινείται που ο Τηλέμαχος πνίγει τις δυστυχισμένες θεραπαινίδες με τόσο βάρβαρο τρόπο. Γαντζώνεται μόνο στην ανίχνευση της ψυχολογίας του Οδυσσέα και ίσως στα λόγια του Ευρύμαχου που ικετεύει για έλεος, θυμίζοντας, έμμεσα, πως η οικογένεια του εκδικητή και οι οικογένειες των μνηστήρων συνδέονται με άρρηκτους δεσμούς (στιχ. χ54–55).
Ο Ντάνκαν καθρεφτίζεται στο έπος και βλέπει, μόνο, το καταδικό του πρόσωπο. Σκέφτεται πως είναι σαν να δημιουργήθηκε, ειδικά γι΄αυτόν, η Οδύσσεια και μάλιστα η εικοστή δεύτερη ραψωδία της, η αφήγηση της μνηστηροφονίας. Φτάνει στο σημείο να αντιληφθεί και να σχηματοποιήσει, με τη δική της βοήθεια, τα μπερδεμένα συναισθήματά του και τα θολά κίνητρά του για τη δική του εγκληματική πράξη. Προχωρεί σχεδόν σε μια ταύτιση με τον ήρωα και είναι ευγνώμων στον ποιητή που το έργο του τον οδηγεί στην αυτογνωσία. Είναι δυνατόν αυτή η ανάγνωση να τον λυτρώσει και εντέλει να τον κάνει καλύτερο άνθρωπο;
Η συγγραφέας αφήνει το ερώτημα ανοιχτό , γιατί , όταν αυτή τελειώνει το βιβλίο της, ο ήρωάς της δεν έχει τελειώσει την ανάγνωση του έπους. Συνεχίζει να διαβάζει, να καθρεφτίζεται στην Οδύσσεια και εξακολουθεί να αναζητεί σε αυτήν (μόνο) το δικό του πρόσωπο.
Μήπως, τηρουμένων των αναλογιών, κάτι αρκετά παρόμοιο με τους μυθιστορηματικούς αναγνώστες δεν κάνουν, επί αιώνες, και οι σοφοί μελετητές της Οδύσσειας; Σκύβουν στο ομηρικό κείμενο και «διακρίνουν», κυρίως, κομμάτια από τη χώρα τους, από την εποχή τους, ακόμα και από τον εαυτό τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Nadine Gordimer, Το όπλο του σπιτιού, μεταφρ. Θ. Τσαπακίδης, Καστανιώτης, 2009.
Tobias Wolff, Η χαρά του πολεμιστή και άλλα διηγήματα, μεταφρ. Γ. Παλαβός & Τ. Αναστασίου, Ίκαρος, 2017