Σμικρύνσεις ή ιδιοχείρως και οικειοθελώς
Μετέφερες στην πλάτη τη σχεδία
ελάτινη, ιδιοχείρως κατασκευασμένη.
Μέχρι να κατεβείς στη θάλασσα,
είπες να ξαποστάσεις στο πατρικό,
παραμονεύοντας τον φλοίσβο
απ τ’ ανοιχτά παράθυρα.
Κι όμως αυτή
πώς μίκρυνε τη νύχτα,
και καθηλώθηκε
στο τοίχο του καθιστικού,
εξόχως διακοσμητική,
οικειοθελώς περίοπτη.
Κι εσύ παιδεύεσαι
να λογαριάζεις σαστισμένη
πόσο σμικρύνθηκαν
οι πόθοι μας κι οι έρωτές μας.
Πόσο κι εμείς μικρύναμε
με τον καιρό.
Πόσο κι εσύ μικραίνεις με τον καιρό.