Αυτοδίδακτη Ομηρίστρια
Ανάμεσα σε δυο επιπλήξεις,
προλάβαινες να ταξιδέψεις,
να κρύψεις και στο παιδικό δωμάτιο
το φωταγωγημένο σου καράβι,
και να φιλοτεχνήσεις ένα φυλαχτό
με ροκανίδι απ’ τη σχεδία του Οδυσσέα
και με βοστρύχους δικούς σου.
Εκεί, τις νύχτες όλες,
θεράπευες ένα σπασμένο σου παιχνίδι
και μια Οδύσσεια που σου έσκισαν.
Πολεμούσες να σμίξεις άγρια βότανα
με χαμομήλι από τον κήπο του πατρικού,
μήπως και ξεγελάσεις τον χρόνιο πόνο
και τις κεφαλαλγίες σου.
Δυναμωμένη απ’ την τόση άσκηση,
εντέλει εξελίχθηκες ειδήμων
σε περιπέτειες ναυτικές και θεραπείες:
τόσο επιδέξια να ματίζεις τα κουπιά,
να επαγρυπνείς στον οίακα και να γιατρεύεις.
Έγινες περιζήτητη συνταξιδιώτισσα.
Κι ακόμα τώρα, συνεχώς, συνταξιδεύεις
επινοώντας ιάματα και δρομολόγια…
Δικής σου έμπνευσης κι εκείνο το κερί,
να μην ακούνε τα συντρόφια και τρομάζουν;
Εφέστιες σκιές
Συνήθισες σ’αυτό το σπίτι.
Συναναστρέφεσαι τις σκιές,
τραχιές κι άλλες γλυκύτερες
κι όλες με ξέφτια.
Να τις στριφώνεις στοργικά
για να κρατήσουν
και να τις προσκαλείς,
να μη φοβούνται,
να μοιραστείτε την αυγή.
Κι όμως αυτές
ξιπάζονται και φεύγουν,
όταν ανάβουν τα παλιά πολύφωτα
και δείχνουν προπατορικές ουλές
από φωλιές σκορπιών στο πάτωμα.
Κι ούτε που σε πιστεύουν
πως πλήρως αποστείρωσες το σπίτι
δουλεύοντας νυχθημερόν για χρόνια,
ραντίζοντας με βότανα και με λιβάνια.
Κι ούτε κι εγκρίνουν
που εσύ δεν στρώνεις τα χαλιά ποτέ σου
και περπατάς γυμνόποδη κι αλαφρωμένη
και δεν φοράς ποτέ γοβάκια πια.