Εγώ ο Σίσυφος
Για δεκαετίες πορεύτηκα,
φιλομαθής κι ενθουσιώδης,
σαν αδαής πρωτοετής.
Καλλώπιζα το χρόνο
με ρεμβασμούς και μύθους
κι όλο φροντίδα,
τους κατέγραφα.
Στα διαλείμματα,
περιπατούσα στο βουνό
και δανειζόμουν
μαρμαρένιες πέτρες.
Τις στίλβωνα
ν’ αντανακλούν το φως
Τις εναπόθετα
επάνω στα γραφτά μου
να μην ανεμοσκορπιστούν…
Μέχρι που αλλαξοπίστησα.
Ελάφρωσα τα κείμενά μου
κι είπα να ξεπληρώσω τα δάνεια.
Κι ακόμη τώρα,
ανελλιπώς κάθε πρωί,
σοφός και μεταμελημένος,
αναρριχώμαι μέχρι την κορφή
γα ν’ αποδώσω τις αιώνιες πέτρες,
που βάρυναν αφόρητα
και με τυφλώνουν
κι όλο γλιστρούν
μέχρι τη ρίζα του βουνού.
Κατάκοπος, όλα τα βράδια,
εξαϋλώνομαι σαν μάρτυρας:
Εγώ, ο μοναχός, ο άγιος,
ο Σίσυφος ο πετροκυλιστής.
.
.
.
.