– Είμαστε όλοι μαζί κι αυτή ασχολείται μόνο με το βιβλίο της. Ούτε που ακούει τι της λέω. Άρη, μάλωσέ την! Εν ανάγκη, τιμώρησέ την!
-Μα, για όνομα του θεού, Μίνα, δεν κάνει κάτι κακό, το παιδί. Από πότε είναι το διάβασμα λόγος για τιμωρία;
-Δεν είναι σωστό να διαβάζει, όταν καθόμαστε, όλοι μαζί, στη βεράντα. Είναι αγένεια. Τι παριστάνει; Απομονώνεται; Μας περιφρονεί;
Η κουβέντα των γονέων της έφτανε, σβησμένη, ως τη βεράντα. Όπως πάντα, η φωνή της μητέρας ήταν ένας παράξενος, διαπεραστικός ψίθυρος, κάπως υστερικός, του πατέρα βαριά και πιο δυνατή, με ελαφρά υπεροπτικό τόνο. Η Κασσάνδρα που εξακολουθούσε να βρίσκεται στη βεράντα με το βιβλίο στο χέρι, δεν ανησύχησε καθόλου. Πίστευε ακράδαντα πως θα την έπειθε στο τέλος ο πατέρας τη μάνα της.
Σε καμιά περίπτωση δεν θα επέπληττε την κόρη του, επειδή διάβαζε, «για όνομα του θεού»! «Είναι το διάβασμα λόγος για τιμωρία»; Άλλωστε κι αυτός αγαπούσε τόσο πολύ τα γράμματα και τις ιστορίες. Ύστερα, η ίδια δεν διάβαζε κάτι «ανάρμοστο» σύμφωνα με την άποψη της μητέρας, όπως, ας πούμε, ένα γυναικείο περιοδικό, μια εικονογραφημένη μετάφραση της Ιλιάδας ξεφύλλιζε. Κι επί πλέον, ο πατέρας την καμάρωνε που είχε τόσο καλές επιδόσεις στο σχολείο, κυρίως στα μαθηματικά, διέδιδε παντού πόση αδυναμία της είχε και πόσο χαιρόταν που του έμοιαζε. Συνέχισε λοιπόν, ήρεμη κι ατάραχη, βυθίστηκε με απόλαυση στον πόλεμο της Τροίας, σε κείνες τις ηρωϊκές σκηνές με τα πολλά και τρομερά κονταροχτυπήματα.
Τρομοκρατήθηκε, δεν πίστευε στα μάτια της, όταν είδε, εντελώς ξαφνικά, το χέρι του πατέρα με εκείνο το παλιό κουρδιστό ρολόι «Ωμέγα», να της αρπάζει απότομα το βιβλίο και σε δευτερόλεπτα να το σκίζει με τόση οργή! Σήκωσε το κεφάλι της, η μητέρα παρακολουθούσε από το παραθυράκι της κουζίνας. Την κοίταξε κατάματα. Και τότε αντίκρισε, έκπληκτη κι αναστατωμένη, την κίτρινη λάμψη του θριάμβου στα μάτια της.
Όταν, μετά από καμιά ώρα, οι γονείς έφυγαν για τον καθημερινό τους καλοκαιρινό περίπατο, ως τις Πηγές, η Κασσάνδρα, απαρηγόρητη, προσπαθούσε να ξαναβάλει στη σειρά τις σελίδες και να συναρμολογήσει την Ιλιάδα της. Και τότε, ένας-ένας, οι μακρυμάλληδες παλικαράδες, μυρίζοντας ιδρώτα και αίμα, έβγαιναν, ευγνώμονες, από το σκισμένο βιβλίο, κάθονταν κατάκοποι στις ψάθινες πολυθρόνες και προσπαθούσαν, αυτοί, να την παρηγορήσουν. Την έπαιρναν, αμίλητοι, ένας-ένας αγκαλιά, γιατί δεν ήξεραν από κουβέντες και τρυφερότητες. Ήταν τόσο καλοί, που η Κασσάνδρα δεν ήθελε να τους στενοχωρήσει. Είχε διαβάσει ως το τέλος το βιβλίο και ήξερε πως θα σκοτώνονταν σύντομα. Δεν τους το είπε.
Κι ούτε που μίλησε ποτέ για την κίτρινη λάμψη στα μάτια της μητέρας.