You are currently viewing Αλεξάνδρα Ζερβού: Η Μισέλ των ονείρων και του Παραπετάσματος

Αλεξάνδρα Ζερβού: Η Μισέλ των ονείρων και του Παραπετάσματος

Η Κασσάνδρα ήταν πέντε χρονών, όταν πρωτάκουσε για τις «χώρες του Παραπετάσματος». Ήταν κάτι που την άγγιξε πολύ κι ας μην ήξερε καθόλου τι χώρες ήτανε.  Την συγκινούσε, όμως, το ότι οι άνθρωποι που ξέμειναν εκεί, δεν μπορούσαν να έρθουν να δουν τους αγαπημένους τους, ούτε κι εκείνοι να πάνε να τους επισκεφτούν. Ακόμα και η αλληλογραφία ήταν, όπως έμαθε, πολύ δύσκολη. Σπουδαία! Μπορούσε, λοιπόν, βάσιμα να φανταστεί πως η αγαπημένη, η “πραγματική” μαμά της (όχι  η κανονική, αυτή που έβλεπε καθημερινά, από την πρώτη μέρα που την έφερε απ’ το μαιευτήριο) ήταν εκεί, σε μια απ’αυτές τις χώρες, (δεν την ένοιαζε σε ποια ακριβώς) και την  αγαπούσε πολύ, αλλά δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της. Όμως το σημαντικό ήταν πως την σκεφτόταν και την καμάρωνε από μακριά!

Για χρόνια, φανταζόταν, καθημερινά, πως αυτή η «πραγματική» μητέρα κάποτε θα ερχόταν να την πάρει. Θα ήταν καλή και γλυκομίλητη,  θα δούλευε πολύ, σκυμμένη πάνω από τα μπουκαλάκια του εργαστηρίου της ή τα χαρτιά και τα βιβλία της, ή ακόμα και το ταπεινό της ράψιμο, ή το μαγείρεμά της, αλλά θα διέκοπτε αμέσως τη δουλειά της, αν  η Κασσάνδρα χρειαζόταν κάτι και θα την έπαιρνε αγκαλιά! Και θα γελούσε πολύ με ό,τι αστείο έκανε η μικρή, θα θαύμαζε τις ζωγραφιές της, θα την άφηνε να μιλάει και δεν θα της έλεγε συνέχεια «σουτ» και δεν θα την μάλωνε, όταν θα ρώταγε κάτι, πριν ακόμα καταλάβει τι εννοούσε. Και, το κυριότερο, σαν την κουκουβάγια του παραμυθιού, θα έβρισκε πως το δικό της το παιδί είναι το πιο όμορφο και το πιο καλό από όλα και δεν θα έκανε συνεχώς συγκρίσεις με διάφορες άσχετες  αδερφοξαδέρφες, για να της αποδείξει πόσο απέραντα υστερούσε σε σχέση με αυτές!

Άλλες φορές,  η Κασσάνδρα φανταζόταν πως κατοικούσαν στην ίδια πόλη, αλλά η «πραγματική» μαμά της  ήταν αναγκασμένη να δουλεύει όλη τη μέρα. Τις νύχτες όμως, ερχόταν κοντά της, αμέσως μετά από εκείνη τη μαγική στιγμή που η καθημερινή «κανονική» μητέρα της έβγαινε από το παιδικό δωμάτιο, αφού είχε βεβαιωθεί πως ήταν καλά σκεπασμένες η αδερφή της και η ίδια (το έκανε αυτό, σχεδόν καθημερινά, όλο το χειμώνα, είναι αλήθεια και οφείλουμε να το πούμε). Όμως, μαζί με τη φροντίδα της αυτή, ξεστόμιζε πάντα ένα σχόλιο αρνητικό, μόνο με πολύ έντονο τόνο και μόνο στην Κασσάνδρα, γιατί  μόνο αυτή, κατά την αντίληψή  της, έκανε «αταξίες», για παράδειγμα, δεν ξάπλωνε ευθυγραμμισμένα στο κρεβάτι.   Αυτή, η σχεδόν καθιερωμένη, προ του ύπνου επίπληξη έφερνε δάκρυα στη μικρή κι ασχήμιζε τις νύχτες της. Χρειαζόταν, λοιπόν, την αιθέρια, την καταδική της χαρούμενη μητέρα να την παρηγορήσει, να της πει αστεία και να γλυκάνει τα όνειρά της ως το πρωί.

Γι’ αυτήν τη μαγική μητέρα, η Κασσάνδρα έγραφε γράμματα και ποιήματα. Εύρισκε πως της άξιζε πραγματικά η καθιερωμένη σχολική γιορτή της μητέρας. Μα τι λέμε; Μάλλον ήταν λίγη γι’αυτήν.  Κυρίως της άξιζε να έχει μια κόρη πολύ μελετηρή, ευγενική κι αριστούχο… Στη γιορτή της, το κοριτσάκι έγραφε θερμές και πρωτότυπες ευχές σε χρωματιστά χαρτονάκια. Είχε γράψει και μια έκθεση, όχι σαν αυτές του σχολείου, αλλά πολύ διαφορετική, σαν ιστορία με περιπέτειες. Της είχε βρει κι ένα όνομα γαλλικό, ταιριαστό σε μια κοσμοπολίτισσα πολυταξιδεμένη, όνομα ανδρόγυνο, αφού ήταν ένα χειραφετημένο πλάσμα, ίσως πατέρας και μητέρα μαζί, γιατί ξέχασα να σας πω, πως κάλυπτε και τις ανεπάρκειες (απείρως λιγότερες) του αυστηρού, αλλά πολύ συναισθηματικού, κανονικού πατέρα της Κασσάνδρας. Την ονόμασε Μισέλ.

Η Μισέλ, λοιπόν, ήταν τόσο άνετη και προοδευτική, που επέτρεπε στην κόρη της να την αποκαλεί  με το μικρό της όνομα. Στα γράμματα που της έγραφε το κορίτσι, την προσφωνούσε, «Μισελάκι μου χρυσό», ή απλώς «Μισέλ μου» και, βέβαια, της απευθυνόταν στον ενικό, ενώ στην οικογένειά τους, τα παιδιά μιλούσαν πάντα στον πληθυντικό στους γονείς και τους ενήλικους συγγενείς, ακόμα και στην ψυχοκόρη της θείας τους. Με την Μισέλ, όλα ήταν υπέροχα και το κυριότερο, οι δυο τους ταίριαζαν τόσο πολύ! Κάποτε που η μικρή τής ανακοίνωσε πως θα γινόταν παραμυθού, όταν θα μεγάλωνε, όχι μόνο δεν την κορόιδεψε, αλλά ενθουσιάστηκε! Κι ήταν τόσο καλή ακροάτρια!  Η Κασσάνδρα μιλούσε συνέχεια κι αυτή η μητέρα την άκουγε με προσοχή, από την πρώτη στιγμή που έμπαινε στο παιδικό δωμάτιο, αφού κρεμούσε στο πορτ-μαντώ την επαγγελματική της μπλούζα. Μη ρωτήσετε τι δουλειά έκανε, γιατί η Κασσάνδρα δεν ήξερε, ούτε το είχε σκεφτεί ποτέ της. Δεν είχε ιδέα αν ήταν γιατρός, ή νοσηλεύτρια, η υπάλληλος σε χημείο, ή σε φαρμακείο, ή απλή εργάτρια, ή καθαρίστρια, ούτε και την ένοιαζε καθόλου. Της αρκούσε το ότι αυτή η μαμά ήταν πάντα πρόθυμη να φορέσει, αγόγγυστα, τα μαγικά ρούχα που, νοερά, της είχε ετοιμάσει η μικρή της κόρη, για να περάσουν τη νύχτα μαζί, αδιάφορο αν αυτά ήταν φόρεμα νεραϊδίστικο, ή στολή αεροπόρου.

Τι κρίμα που μεγαλώνοντας αποξενωνόμαστε, τόσο σκληρά, από την παιδική μας ηλικία! Η Κασσάνδρα, βέβαια, άργησε να μεγαλώσει. Ακόμα και σωματικά. «Με κούρασε πολύ αυτό το παιδί», έλεγε, συχνά, η κανονική της μητέρα. «Άργησε να μιλήσει. Άργησε να περπατήσει. Άργησε να τακτοποιηθεί βιολογικά»(!). Τέλος πάντων! Όταν η Κασσάνδρα είχε περίοδο, για πρώτη φορά, επέτρεψε στον εαυτό της μια τελευταία παιδική πολυτέλεια. Να γράψει αποχαιρετιστήριο γράμμα στη Μισέλ. Έσκισε ένα δισέλιδο από το τετράδιο των μαθηματικών  και το διακόσμησε με ασύμμετρες καρδούλες κι αστρολούλουδα, δηλαδή ζωγράφισε κάτι αστεράκια παράξενα που φύτρωναν σ΄ένα στραβό γλαστράκι. «Αντίο Μισέλ», έγραψε. «Αντίο για πάντα, αγαπημένο μου Μισελάκι. Σ ’ευχαριστώ για τις μοναδικές νύχτες που περάσαμε μαζί. Για την αγάπη και την τρυφερότητα που μου χάρισες. Και για τη στήριξη στα δύσκολα. Ομόρφυνες τόσο τη ζωή μου. Σ ’αγαπώ πολύ! Κασσάνδρα».  Στο τέλος πρόσθεσε και μια μεγάλη καρδιά που περιείχε καθαρογραμμένα τα αρχικά,  Μ και Κ.

Αυτό το τελευταίο γράμμα, η Κασσάνδρα το έκρυψε καλά. Και δεν επέτρεψε πια στον εαυτό της να ξαναονειρευτεί την Μισέλ, όσο κι αν την είχε ανάγκη… Κατάφερε σχεδόν να την ξεχάσει. Όμως ένα βράδυ που γύριζε στο σπίτι, χαρούμενη, μετά τις προφορικές εξετάσεις για το δίπλωμα των γαλλικών, άκουσε την κανονική μαμά της να κραυγάζει έξαλλη: «Μα πού τον γνώρισε αυτόν τον Μισέλ;  Πρέπει να την περιορίσουμε… να την ανακρίνουμε… να την  τιμωρήσουμε…». Την είχε άσχημα! Η κανονική  μητέρα είχε, προφανώς, ανακαλύψει το προ πενταετίας γραμμένο δισέλιδό της, ίσως και τα άλλα γράμματά της. Ωστόσο, η φωνή του πατέρα ακουγόταν ήρεμη και κάπως στομφώδης, σαν να έκανε διάλεξη. Πρόφερε, αργά και καθαρά, εκφράσεις, όπως «υποκατάστατο έρωτος», «φανταστικός σύντροφος», «αθώα φαντασίωση», έτσι που νόμιζες πως τις καλλιγραφούσε συγχρόνως σε έναν σχολικό μαυροπίνακα. Η Κασσάνδρα άκουσε, αμέσως μετά, τη γυναικεία εκνευρισμένη φωνή να συνοψίζει  «άρα, είναι σχιζοφρενής!» και την ανδρική να καθησυχάζει λίγο υπεροπτικά «όχι,  είναι απολύτως φυσιολογικό», και σιγουρεύτηκε εντέλει, με αγαλλίαση, πως θα την έβγαζε καθαρή. Δεν θα της έλεγαν τίποτα και, κυρίως, ως συνήθως, δεν θα καταλάβαιναν τίποτα!

Η ζωή τα έφερε έτσι που, λίγο αργότερα, η Κασσάνδρα αναγκάστηκε, εσπευσμένα, να ενηλικιωθεί. Της έμεινε μόνο ο παιδικός γραφικός της χαρακτήρας. Έφυγε ο πατέρας από αρρώστια,  η ίδια πήγε για σπουδές στο εξωτερικό. Γυρίζοντας, μετά από χρόνια, αποφάσισε να εγκατασταθεί με τον σύντροφό της στο  παλιό πατρικό που τώρα είχε χωριστεί σε δυο διαμερίσματα, διατηρώντας την παλιά επίπλωση. Η σχέση με τη μητέρα της παρέμενε, ως είχε, καλυμμένη από τόνους  ευπρέπειας. Τώρα πια, η μητέρα, αν και, πάντα κομψή, φαινόταν πολύ νεότερη από την πραγματική της ηλικία, αισθανόταν μεγαλύτερη ασφάλεια, αν κατοικούσαν κάποιοι συγγενείς κοντά της.

«Ξέρεις» της είπε, συνωμοτικά,  την πρώτη μέρα της μετακόμισης. «Έκαψα όλα τα γράμματά σου σε κείνον τον Μισέλ. Μην σου τα βρει ο τωρινός κι έχoυμε ντράβαλα»! Η Κασσάνδρα έσκασε στα γέλια, μέχρι που δάκρυσε. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει, ούτε τα γέλια, ούτε τα δάκρυά της. Ευτυχώς, δεν χρειαζόταν πια  αυτά τα γράμματα. Καλοσύνη της, όμως, της μητέρας, που σκέφτηκε να εκδηλώσει το νοιάξιμό  της, έστω και μ΄αυτόν τον τρόπο. Ακόμα κι εδώ, η Μισέλ είχε κάνει το θαύμα της!

 

 

This Post Has One Comment

  1. ΕΛΠΙΝΙΚΗ

    Αποκαλύπτεται ακόμη ένα ταλέντο της εξαίρετης πανεπιστημιακής δασκάλας! Τόσα χρόνια δουλεύοντας μύθους και μύθους, ε, κάποτε θα έφτανε και σε τέτοιες συναντήσεις. (Σκέψεις από την πρώτη ανάγνωση.)

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.