Όλες τις μέρες,
υφαίνεις μια πικρή συγγνώμη,
να σαβανώσεις τα παλιά,
να τα ζεστάνεις,
μήπως κι εκκολαφθούν
καινούργια λόγια,
πιο ζυγισμένα και λιτά .
Κι όμως, αυτή ξηλώνεται τις νύχτες
και ξαναρχίζεις άλλη μια φορά,
αλλάζοντας το χρώμα και το νήμα,
ανακαλώντας τέχνες μυστικές
που σπούδαζες έτη πολλά.
Κι ούτε που σκέφτεσαι
τον γέρο που δεν συγχωρέθηκε,
τον αποξενωμένο μεσήλικα
που θα νοστήσει, μόνος αυτός,
για να σκοτώσει τόσα παιδάρια.
Τώρα, που ασπαίροντας η θάλασσα
κηδεύει καραβιές νεκρών,
ανώφελα πρωτόλεια τα υφαντά σου
κι ανεπαρκείς οι μύθοι σου.
Καταπληκτικό! Η Αλεξάνδρα, βαθιά ανθρώπινη, μεταπλάθει με τον ωραίο της λόγο τον πόνο σε ποίηση!