You are currently viewing Αλεξάνδρα Ζερβού: Το στοιχειωμένο σπίτι και το θέατρο της Ελευθερίας

Αλεξάνδρα Ζερβού: Το στοιχειωμένο σπίτι και το θέατρο της Ελευθερίας

Η Ερμιόνη δεν το αγαπούσε και πολύ το πατρικό της. Ούτε κι αυτό φαινόταν φιλικό μαζί της. Μόνο η γωνιά με το εντοιχισμένο γραφειάκι που το σεβάστηκε η ανακαίνιση, της δημιουργούσε θετικά αισθήματα. Η μεγάλη σανίδα, βαμμένη γαλάζια, που χρησίμευε για τραπέζι, σηκωνόταν και γινόταν ντουλάπι, όταν δεν μελετούσες, κρύβοντας ένα μέρος από τα ράφια της βιβλιοθήκης. Αυτό το παιδικό έπιπλο, κλειστό, βαρυφορτωμένο και διπλωμένο, αλλά, στην πρώτη ματιά, ευρηματικό και χαρούμενο, αισθανόταν πως της έμοιαζε.

Στο σπίτι αυτό, η μητέρα, για πολλά χρόνια, τακτοποιούσε σχολαστικά, αρχειοθετούσε, νοικοκύρευε, αλλά δεν πετούσε σχεδόν τίποτα. Ή ακριβέστερα, πετούσε μόνο τα πράγματα της Ερμιόνης, μερικές φορές, πριν καλά-καλά προλάβουν να χρησιμοποιηθούν. Όταν ήταν παιδί, την μάλωνε για την ακαταστασία της, προειδοποιώντας πως θα έφευγαν για τα σκουπίδια, όσα παιχνίδια ή βιβλία δεν ήταν στη θέση τους. Και πράγματι, ό,τι ξεχνιόταν έξω από ντουλάπια, εξαφανιζόταν.  Συχνά όμως, η Ερμιόνη διαπίστωνε, εκ των υστέρων, πως τα «άτακτα» πράγματά της είχαν απλώς τιμωρηθεί  με απομόνωση σε ένα κλειδωμένο πατάρι. Καλοδιατηρημένα, σχεδόν άθικτα, χαρίζονταν, μετά από χρόνια, στο ορφανοτροφείο.

Όταν ήταν πια φοιτήτρια, η μητέρα δεν εξαφάνιζε τα πράγματα, όμως τα μεταμόρφωνε σε κάτι άλλο. Η Ερμιόνη, μερικές φορές, τρελαινόταν διαπιστώνοντας πως το καλά φουστάνι της είχε δραπετεύσει από την ντουλάπα για να γίνει ποτηρόπανα, ξεσκονόπανα, ή ποδόμακτρα, προσεχτικά στριφωμένα. Οι αγαπημένες της αφίσες από τις εκθέσεις ζωγραφικής, που ήταν, οι καημένες, φρόνιμα τυλιγμένες σε ρολό και τοποθετημένες σε ένα τεράστιο βάζο, εξαφανίζονταν μυστηριωδώς.  Κάποια στιγμή, διαπίστωνε, σοκαρισμένη, πως είχαν ψαλιδιστεί, τεμαχιστεί και στρωθεί με επιμέλεια στο εσωτερικό των συρταριών, με την καλή τους μεριά προς τα μέσα, έτσι που νόμιζες πως ήταν απλό ανθεκτικό χαρτί.  Έλεγες πως η μητέρα, για να συντηρήσει τα δικά της μακρόβια αντικείμενα, έπρεπε να θυσιάσει αυτά της κόρης, ή, τουλάχιστον, να τους αλλάξει ριζικά σκοπό και χρήση.

Όταν η κοπέλα διαμαρτυρόταν,  η μητέρα  την αντιμετώπιζε με ύφος αδικημένου, έπιανε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια κι έλεγε αναστενάζοντας στον εαυτό της «τόσο ιδιόρρυθμο και επηρμένο αυτό το παιδί», σε δυο λεπτά όμως, ύψωνε τη φωνή, και την επέπληττε: «πώς κάνεις έτσι για μικροπράγματα» και «πόσο είσαι εξαρτημένη από υλικά αγαθά». Δεν έβρισκες άκρη μαζί της. Το σίγουρο ήταν πως, και για πολλούς άλλους λόγους, η συγκατοίκηση ήταν το ίδιο αφόρητη και για τις δυο τους, ευτυχώς όμως, έληξε «ευσχήμως», όπως θα έλεγε η μάνα, όταν η Ερμιόνη έφυγε για μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό και, λίγο αργότερα, βρήκε δουλειά σε άλλη πόλη.

Όταν η μητέρα πέθανε σε βαθύτατο γήρας, άφησε το σπίτι ασφυχτικά γεμάτο. Τα έπιπλα συνωθούνταν λες και το ένα ήθελε να διώξει το άλλο, τα συρτάρια ξεχείλιζαν χαρτιά, στους μπουφέδες ήταν σωροί τα γυαλικά και στις μεγάλες ντουλάπες στριμώχνονταν ρούχα δεκαετιών. Πέρασαν κι άλλα χρόνια μετά το θάνατό της, όταν η Ερμιόνη και η μεγαλύτερη αδερφή της, η Ευγενία, και οι δυο καλοστεκούμενες γιαγιάδες πλέον, συνταξιοδοτημένες  από τις δουλειές τους, πήραν την απόφαση να το αδειάσουν επί τέλους, αυτό το σπίτι, να το ανακαινίσουν και να το νοικιάσουν.

Δεν θα το «άγγιζαν» ίσως ποτέ οι δυο αδερφές το σπίτι, για διαμετρικά αντίθετους λόγους η κάθε μία. Ούτε, βέβαια, θα το νοίκιαζαν, αν δεν τις πλησίαζε μια τετραπέρατη και κάπως χειριστική μακρινή συγγενής. Ήταν ηθοποιός και σκηνοθέτις. Χρειαζόταν το σπίτι για να φιλοξενήσει το πρωτοποριακό της θέατρο. Άλλωστε, η γειτονιά είχε αλλάξει  φυσιογνωμία. Ένα σωρό οικογενειακά δίπατα σπίτια είχαν στοιχειωδώς ανακαινιστεί για να στεγάσουν μεζεδοπωλεία,  αίθουσες τέχνης και θέατρα που, ωστόσο, είναι αμφίβολο αν πληρούσαν βασικές προδιαγραφές ασφάλειας. Τουλάχιστον, το δικό τους οίκημα είχε είσοδο διπλή και πόρτες που οδηγούσαν σε δεύτερη σκάλα υπηρεσίας, άρα εύκολα θα μπορούσαν να μετατραπούν σε εξόδους κινδύνου.

Η μεγαλύτερη αδερφή,  που είχε κάνει δική της οικογένεια από τα είκοσι δύο της και με απέραντη αφοσίωση λάτρευε εξ ίσου τη μητέρα και το θέατρο, κατασυγκινήθηκε. Όταν μάλιστα, η σκηνοθέτις που την έλεγαν Ελευθερία,  είπε πως αυτό το όνομα είχε και ο θίασος και αυτό  θα έδινε στο θέατρό της, συγκινήθηκε τρίδιπλα, γιατί, ξέχασα να σας πω, πως αυτό ήταν το βαφτιστικό της μητέρας. Ελευθερία την έλεγαν, κι ας την φώναζαν, συνήθως, «κυρία Ρίτσα».  Άλλωστε κι αυτή η μακρινή ανιψιά, ψηλή, καστανόξανθη και με βαθύτατη ηχηρή φωνή, σαν τραγωδός σε παράσταση του Ροντήρη, τριαντάρα, αλλά με όψη ντάμας, διέθετε «τα χαρακτηριστικά των γυναικών του σογιού μας», όπως είπε η μεγάλη αδελφή. Μερικών γυναικών δηλαδή, όπως της μητέρας και της Ευγενίας, όχι όλων, γιατί η Ερμιόνη ήτανε μαυρομάλλα, κοντούλα, με τάση για πάχος και σιγανή παιδική φωνή.

Θα χαιρόταν τόσο η μαμά, άλλωστε αγαπούσε τόσο πολύ το θέατρο!  είπε η μεγάλη αδερφή. Κράτησα τα  κουτιά της με τα θεατρικά προγράμματα. Τα θυμάσαι;

Πράγματι, από τότε που πέθανε ο πατέρας, η Ερμιόνη είχε συνοδέψει τη μητέρα σε άπειρες  θεατρικές παραστάσεις που τα προγράμματά τους είχαν τακτοποιηθεί σε δυο συμμετρικά κουτιά. Η ίδια δεν τις είχε χαρεί καθόλου, ούτε θα επέλεγε ποτέ  να δει επί σκηνής αυτές τις πρωταγωνίστριες του εμπορικού θεάτρου, που ερμήνευαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο το ρόλο τους στο σήριαλ της τηλεόρασης και στο έργο του Τσέχωφ ή του Ίψεν, αλλά, για κάποιο μυστήριο λόγο, οι κριτικοί τις ανέβαζαν στα ύψη. Άσε που για να βρεις εισιτήριο, έπρεπε  να σταθείς το πρωί στην ουρά κι όταν έμπαινες, το βράδυ, στην αίθουσα, διαπίστωνες πως το  πολυπληθέστατο κοινό ήταν όλο μεσήλικες κυρίες.

Τέλος πάντων. Περασμένα –ξεχασμένα; Έμεναν είκοσι μέρες για να τελειώσει η ανακαίνιση και τρεις μήνες για να αρχίσει να λειτουργεί το θέατρο και η Ερμιόνη απέφευγε να επισκέπτεται το σπίτι. Την πόναγε το να μπαίνει εκεί μέσα, μέχρι που της δημιουργούσε παραισθήσεις. Νόμιζε πως άκουγε, συνεχώς, ψιθύρους, φωνές και θορύβους. Καταλάβαινε, ωστόσο, πως ήταν εντελώς κωμικοτραγικό, να έχεις περάσει τα εξήντα και να σε βγάζει εκτός λογικής, σε τέτοιο ακραίο σημείο, το πατρικό σου, ή η κακή σχέση με τη μάνα σου και την παιδική σου ηλικία. Είπε λοιπόν, βαρυψυχώντας έστω, να πάει εκεί, να αναζητήσει μια κούτα με βιβλία που τα χρειαζόταν και είχαν ξεμείνει, από αρχαιοτάτων χρόνων, στο πατάρι.

Όταν  άνοιξε την πόρτα του πατρικού, ψυχανεμίστηκε και πάλι σκιές και φωνές. Και τότε φαντασιώθηκε πως την είδε. Ολοζώντανη, ντυμένη με το καλό της μπροκάρ φόρεμα και τις ψηλοτάκουνες γόβες, με τον πυρόξανθο κότσο και τα πεταλουδωτά γυαλιά της από ταρταρούγα, η κυρία Ελευθερία, θυμωμένη, της κραύγαζε με την στεντόρεια φωνή της μέσα στο στοιχειωμένο σπίτι της: « Στη θέση μου, καθένας θα εξοργιζόταν.  Τόσο επηρμένο, ιδιόρρυθμο παιδί!…Τόσο επηρμένο, ιδιότροπο παιδί!…»[1] 

Η Ερμιόνη, τρέμοντας κατασυγχυσμένη, έτρεξε στην έξοδο της υπηρεσίας και κατέβηκε κουτρουβαλιαστά τη σκάλα της κουζίνας. Αυτό το βαρίσκιωτο  σπίτι δεν της έκανε καθόλου καλό, για την ακρίβεια, μάλλον την οδηγούσε, ολόισια, στην παραφροσύνη. Καλύτερα να μην ξαναπατούσε εκεί. Ίσως θα έπρεπε να το πουλήσουν, το συντομότερο!

Βγήκε στο δρόμο, να την χτυπήσει ο αέρας. Περπάτησε, με γρήγορο βήμα, ως την καφετέρια, όπου είχε ραντεβού με την Ευγενία. Έφτασε τρία τέταρτα νωρίτερα, αλλά αυτή βρισκόταν κι όλας καθισμένη εκεί, ρουφώντας απολαυστικά φυσικό χυμό, ανάμεικτο, πορτοκάλι με μήλο. Και οι δυο αδερφές  είχαν ιδιότυπα αγχωτική σχέση με το χρόνο. Αγωνιώντας μήπως καθυστερήσουν, κατέφθαναν στα ραντεβού τους καμιά ώρα πριν.

Η Ευγενία, για πολλά χρόνια, εξαίρετη  και σπάνιας μόρφωσης καθηγήτρια σε ένα από τα πιο φημισμένα αθηναϊκά Λύκεια, διατηρούσε το ταλέντο της, να αφηγείται συναρπαστικά και να δασκαλεύει με χάρη και ωραία άρθρωση. Μιλούσε κάπως δυνατά, χαρακτηριστικό που διατηρούν πολλοί εμπνευσμένοι εκπαιδευτικοί και στην εξωεπαγγελματική τους ζωή.  Είχε, βέβαια, κι ένα θεματάκι με τις παύσεις της. Ήταν τόσο μικρές, ώστε να περιορίζουν τον συνομιλητή της στο ρόλο του ακροατή, που, το πολύ-πολύ, να ψέλλιζε επιδοκιμαστικά επιφωνήματα.

Μετά τους ασπασμούς και τις χαιρετούρες και την παραγγελία του ακριβώς ίδιου χυμού και για την Ερμιόνη, η μεγάλη αδερφή άρχισε να ρητορεύει :

Δεν σου τα είπα, Ερμιονάκι μου. Προχτές μου ήρθε επίσκεψη η Ελευθερία.  Σοφίστηκε κάτι καταπληκτικό. Θα παρουσιάσει μια δική της συρραφή-διασκευή από  μονολόγους ηρωίδων, θεατρικών μανάδων, από την κυρία Άλβιγκ[2] και την Αμάντα[3] ως την Μπερνάντα Άλμπα[4] και την Αρκάντινα[5]. Αρνητικές μορφές  βέβαια και εξωπραγματικές, αλλά σπουδαίοι ρόλοι, αθάνατα κείμενα. Βρήκε τον τίτλο, «Οι Μητέρες στο γυάλινο σπίτι», αυτό το σπονδυλωτό έργο θα ανεβάσει. Πολυτάλαντη, δυναμική και πανέξυπνη, αυτή η Ελευθερία, ό,τι σκαρφιστεί το πραγματοποιεί,  μου θυμίζει τη μαμά μας. Πόσο θα χαιρόταν, αν ζούσε, δεν νομίζεις;

 Ξέρεις, Ερμιονάκι, σκεφτόμουν τι να κάνω με τα ρούχα της. Τα χάρισα λοιπόν όλα τα πανέμορφα φορέματά της, τα θυμάσαι βέβαια, στο βεστιάριο αυτού του πειραματικού θεάτρου. Να έβλεπες  με πόση ευγνωμοσύνη και συγκίνηση τα πήρε η συνονόματή της. Μέχρι και τα ποστίς με τους κότσους της τα ήθελε πολύ,  μέχρι και τις γόβες και τα κοκάλινα γυαλιά της. Θα τα αξιοποιήσει, μου είπε,  στην πρώτη της παράσταση. Θα πρέπει να την δεις να τα φοράει. Υπέροχη και πειστικότατη, ολόϊδια η μαμά! Κι έχει και τη φωνή της!

 Ξέχασα να σου πω, δεν πιστεύω να έχεις αντίρρηση, της έδωσα ήδη το κλειδί και άρχισε εγκαίρως τις πρόβες της, γιατί προς το παρόν δεν διαθέτει άλλο χώρο, η καημενούλα.

 Μα τι έπαθες; Πιες μια γουλιά νερό. Πρόσεχε, παιδί μου, θα πνιγείς.  Πώς γελάς έτσι, άκαιρα και παράξενα; Για όνομα του θεού,  Ερμιόνη,  σε παρακαλώ, σταμάτα τις υστερίες!

 

 

 

[1] Απόσπασμα από τον Γλάρο του Α. Τσέχωφ.
[2] Ηρωίδα του Ε. Ίψεν από το έργο του, Βρυκόλακες.
[3] Ηρωίδα του Τ. Ουίλιαμ, από το έργο του, Γυάλινος Κόσμος.
[4] Ηρωίδα του Φ. Γκ. Λόρκα, από το έργο του, Το σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα.
[5] Ηρωίδα του Α. Τσέχωφ, από το έργο του, Ο Γλάρος.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.